Γλυκόλαλες καμπάνες,
ολόασπρες λαμπάδες,
ηχούσαν καί φωτίζαν
τη νύχτα την
πλατειά.
΄Ενα Φώς μές΄ στην
ψυχή μου
φώτισε το
σκοτάδι της βαρειάς
της λύπης που
με σκέπαζε
εκείνη τη βραδειά.
Μεσάνυχτα. Απρίλης.
Απρίλης δροσερός.
Σκέπη πλατειά. Μεγάλη.
Μ’ αστέρια
ο ουρανός.
Της Ανάστασης η
Χάρη,
έλαμψε στην εκκλησιά.
Της καρδιάς μου
το σκοτάδι
χάθηκε στην ερημιά.
Μυρωμένος ο αέρας.
Ευωδιά απ’ το
λιβάνι.
Λές και ήμουν
στα ουράνια.
Σ’ ένα θεϊκό
λιβάδι.
Ξάφνου, στη λάμψη
των κεριών,
είδα δυό μάτια
φωτεινά.
Εμοιαζαν σαν αγγέλου.
Δυό μάτια
γελαστά.
Σκίρτησα στο αντίκρυσμά
τους.
Φοβήθηκα την ομορφιά.
Μορφή γλυκειά, ήταν
αλήθεια,
ή μήπως
πλάνο όραμα ;
΄Ενα χαμόγελο στα
χείλη !
Μία
βελούδινη φωνή.
Χρόνια Πολλά ! Χριστός
Ανέστη !
είπαν με ηχώ
τραγουδιστή.
Χρόνια Πολλά ! Χριστός
Ανέστη !
είπα κι εγώ
εκπληκτικός.
΄Ημουνα σα μαρμαρωμένος,
μα κατά βάθος
χαρωπός.
΄Ηρθ’ η αυγή
η μυρωμένη.
΄Ενοιωθα μιά κρυφή
χαρά,
μαζί με μιάν
ανησυχία.
Αλήθεια. Πρώτη μου
φορά !
Αναρωτήθηκα, τί είχα.
Τί έπαθα. Μα
πώς εγώ,
τέτοια παράξενη συνήθεια
έτυχε τώρα να
τη βρώ.
΄Αρα,
τί μ’
έκανε να νοιώσω
την αίσθηση την
τωρινή,
προσπάθησα ν’ ανακαλύψω
με μυστηριώδη προσοχή.
Σε μιά στιγμή
ξεχάστηκα !
Είδα μπροστά μου
δύο μάτια.
Μου χαμογέλασαν! Τα
είδα!
Μούκαναν την καρδιά
κομμάτια.
Θυμήθηκα με νοσταλγία.
Ερρίγησαν τα σωτικά.
Δίψα καυτή σαν
την αλμύρα
άναψε φλόγα στην
καρδιά.
Θυμήθηκα το πρόσωπό της.
Την ομορφιά της
την απλή.
Ποιά είναι όμως
η Ωραία
η Ζωγραφιά
η γελαστή ;
Είμαι λοιπόν ερωτευμένος !
΄Εχω χαρά. Αλλά
γιατί,
νάχω μαζί ανησυχία ;
Ν’ ανησυχώ τάχα,
γιατί ;
Μήπως ο ΄Ερωτας δεν
είναι
κάτι ωραίο, ποθητό;
Μήπως κακό άρα
γε είναι,
ή όνειρο
αγαπητό;
Ρόδος,
Απρίλιος 1967
Γεώργιος Βελλιανίτης
Παξινός
Ποιητής