ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 5 Σεπτεμβρίου του 1960.... Ο Κάσιους Κλέι, μετέπειτα Μοχάμεντ Αλι κερδίζει το πρώτο του χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης.
Ποιος είναι...
(Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια)
Ο τρόπος που πυγμαχούσε διακρινόταν για την ταχύτητα των κινήσεων του, τη δύναμη και την ευελιξία του. Μέσα από τον συχνά προκλητικό, αλαζονικό και αυθάδη χαρακτήρα του απέναντι στους αντιπάλους του, απομακρύνθηκε από τα παραδοσιακά δεδομένα των αγώνων πυγμαχίας, ενώ ταυτόχρονα απασχόλησε την κοινή γνώμη για τις θέσεις του πάνω σε θρησκευτικά και πολιτικά ζητήματα, αποτελώντας σύμβολο διαμαρτυρίας. Στη δεκαετία του 1960 ασπάστηκε το Ισλάμ, προσχωρώντας στην οργάνωση των «Μαύρων Μουσουλμάνων» και μετονομάστηκε σε Μοχάμεντ Άλι, θεωρώντας πως μέχρι τότε κατείχε το «όνομα ενός δούλου». Τοποθετήθηκε ανοιχτά σε θέματα που άπτονταν της ελευθερίας των Αφροαμερικανών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ αρνήθηκε επίσης να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, στάση για την οποία του αφαιρέθηκε προσωρινά ο τίτλος του πρωταθλητή. Το 1983 διαγνώστηκε πως πάσχει από το σύνδρομο Πάρκινσον. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχει λάβει πολυάριθμες τιμητικές διακρίσεις, όπως το «Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας», ενώ το 2005 ιδρύθηκε προς τιμή του το «Κέντρο Μοχάμεντ Άλι», αφιερωμένο στη ζωή του, στην αθλητική σταδιοδρομία του και στα ιδανικά που υπερασπίστηκε.
Βιογραφία
Ο Κάσιους Κλέι γεννήθηκε στο Λούισβιλ της πολιτείας του Κεντάκι στο νότο των ΗΠΑ. Ο πατέρας του, Κάσιους Μάρσελους Κλέι ο πρεσβύτερος, συντηρούσε την οικογένειά του εργαζόμενος ως σχεδιαστής πινακίδων και η μητέρα του, Οντέσα Γκρέιντι Κλέι, εργαζόταν ως οικιακή βοηθός. Η ενασχόλησή του με την πυγμαχία ξεκίνησε όταν ήταν στην ηλικία των δώδεκα ετών, αρχικά σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Το 1960 κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, στην κατηγορία των 87.5 κιλών, γεγονός που σηματοδότησε την έναρξη της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στην πυγμαχία[εκκρεμεί παραπομπή].Οι πρώτες επαγγελματικές εμφανίσεις του προκάλεσαν εντύπωση περισσότερο εξαιτίας της συμπεριφοράς του, καθώς συνήθιζε να απευθύνεται με υπεροπτικό και ειρωνικό ύφος προς τους αντιπάλους του, υιοθετώντας για τον εαυτό του το παρωνύμιο «Μέγας» και χρησιμοποιώντας στίχους ή φράσεις με τις οποίες αυτοχαρακτηριζόταν, όπως η περίφημη ρήση του πως «πετά σαν πεταλούδα, τσιμπά σαν μέλισσα». Η συμπεριφορά του και ο τρόπος που αγωνιζόταν προκάλεσαν τόσο το θαυμασμό μέρους του κοινού και των ειδικών του αθλήματος όσο και την οργή άλλων. Στη διάρκεια των αγώνων, ο Κλέι διατηρούσε τα χέρια του αρκετά χαμηλά και επιχειρούσε να αποφεύγει τα χτυπήματα περισσότερο με την κίνηση του σώματός του, αντί της συνηθισμένης παθητικής άμυνας. Στις 25 Φεβρουαρίου του 1964, διεκδίκησε για πρώτη φορά τον τίτλο του πρωταθλητή, από τον Σόνι Λίστον, νικώντας στην αναμέτρησή τους μετά από έξι γύρους. Δύο ημέρες αργότερα, ο Κλέι προκάλεσε την αντίδραση της αμερικανικής ομοσπονδίας της πυγμαχίας, ανακοινώνοντας πως είχε ασπαστεί το Ισλάμ και προσχωρήσει στην οργάνωση των «Μαύρων Μουσουλμάνων». Η θρησκευτική μεταστροφή του συνοδεύτηκε από αλλαγή του ονόματός του και στις 6 Μαρτίου 1964 υιοθέτησε το όνομα Μοχάμεντ Αλί που του δόθηκε από τον πνευματικό καθοδηγητή του, Ελάιτζα Μοχάμεντ. Οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις εξελίχθηκαν στη διάρκεια του χρόνου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 άρχισε να μελετά το Κοράνι και στράφηκε προς το «ορθόδοξο» Ισλάμ, εγκαταλείποντας με αυτό τον τρόπο τις ακραίες διδασκαλίες του Μοχάμεντ[εκκρεμεί παραπομπή].
Τα επόμενα χρόνια, ο Μοχάμεντ Αλί κυριάρχησε στους αγωνιστικούς χώρους όπως λίγοι πυγμάχοι στην ιστορία του αθλήματος. Κατόρθωσε να υπερασπιστεί τον τίτλο του απέναντι στον Λίστον το Μάιο του 1965, επικρατώντας του αντιπάλου του με νοκ άουτ στον πρώτο γύρο του αγώνα, ενώ ακολούθησαν και άλλες επιβλητικές νίκες επί σπουδαίων πυγμάχων όπως οι Φλόυντ Πάτερσον, Χένρι Κούπερ και Μπράιαν Λόντον. Αξιοσημείωτη υπήρξε και η αναμέτρησή του με τον Κλίβελαντ Γουίλιαμς, στις 14 Νοεμβρίου του 1966, όταν στη διάρκεια των τριών γύρων της, επέφερε στον αντίπαλό του περισσότερα από εκατό χτυπήματα, προκάλεσε τέσσερις πτώσεις του, ενώ ο ίδιος δέχθηκε μόλις τρία χτυπήματα[εκκρεμεί παραπομπή].
Τον Απρίλιο του 1967, στη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ, αρνήθηκε να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό για θρησκευτικούς λόγους, δηλώνοντας πως δεν είχε «καμία διένεξη με τους Βιετκόγκ». Για τη στάση αυτή, αντιμετώπιση έντονη κριτική από μεγάλη μερίδα της αμερικανικής κοινής γνώμης, σε μία περίοδο που η πλειοψηφία των Αμερικανών πολιτών συνέχιζε να υποστηρίζει την αναγκαιότητα του πολέμου στο Βιετνάμ. Επιπλέον του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρωταθλητή και αποκλείστηκε από κάθε αθλητική διοργάνωση των Ηνωμένων Πολιτειών για τρεισήμισι χρόνια, ενώ καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης, ποινή που ωστόσο αναιρέθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο Μοχάμεντ Άλι ξεχώρισε γενικά για τη στάση του απέναντι σε θέματα που άπτονταν της ελευθερίας και των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών ασκώντας αξιοσημείωτη επίδραση στην αμερικανική κοινωνία, με μηνύματα που βρίσκονταν στην αιχμή του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα[εκκρεμεί παραπομπή].
Επέστρεψε στην αγωνιστική δράση τον Οκτώβριο του 1970 και ενώ ο τίτλος του πρωταθλητή ανήκε πλέον στον Τζο Φρέιζερ. Οι εμφανίσεις του, μετά την πολυετή αποχή του, δεν υπήρξαν ανάλογες με αυτές που είχαν προηγηθεί. Στις 8 Μαρτίου του 1971 διεκδίκησε τον τίτλο του πρωταθλητή βαρέων βαρών από τον Τζο Φρέιζερ, ωστόσο ηττήθηκε για πρώτη φορά στη σταδιοδρομία του, στα σημεία, μετά από αγώνα 15 γύρων που χαρακτηρίστηκε ως «η αναμέτρηση του αιώνα». Οι δύο πυγμάχοι αναμετρήθηκαν για δεύτερη φορά το 1973 και ενώ ο Φρέιζερ είχε ήδη απολέσει τον τίτλο του πρωταθλητή, με τον Αλί να αναδεικνύεται νικητής μετά από αγώνα 12 γύρων. Στις 30 Οκτωβρίου 1974 διεκδίκησε εκ νέου τον τίτλο με αντίπαλο τον Τζορτζ Φόρμαν. Ο μεταξύ τους αγώνας διοργανώθηκε στο Ζαΐρ (σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό), χάρη σε χρηματοδότηση του προέδρου της χώρας, Μομπούτου και έμεινε γνωστός στην ιστορία της πυγμαχίας με τον τίτλο Rumble in the Jungle («Βροντή στη ζούγκλα»). Με ένθερμη υποστήριξη από το κοινό, που ενίσχυε τον Μοχάμεντ Αλί τραγουδώντας τη χαρακτηριστική φράση «Ali Boma Ye» («Αλί σκότωσέ τον») κατάφερε να νικήσει τον αντίπαλό του, πετυχαίνοντας νοκ άουτ στον όγδοο γύρο της αναμέτρησης και ακολουθώντας αυτή τη φορά μία διαφορετική στρατηγική, παλαιότερα σε χρήση από τον πυγμάχο Άρτσι Μουρ. Σε αντίθεση με την διαρκή κίνηση του παρελθόντος, επέλεξε να αγωνιστεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα στηριζόμενος στα σκοινιά του ρινγκ, αποφεύγοντας τα χτυπήματα του Φόρμαν και εκμεταλλευόμενος στη διάρκεια του αγώνα την κούραση του αντιπάλου του[εκκρεμεί παραπομπή].
Το επόμενο διάστημα, ο Αλί βρέθηκε στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του και από τους επόμενους αγώνες του ξεχώρισε η τρίτη αναμέτρησή του με τον Τζο Φρέιζερ στις Φιλιππίνες, κοντά στην πρωτεύουσα της χώρας Μανίλα, η οποία θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αγώνες πυγμαχίας στην ιστορία του αθλήματος[1]. Το 1978 απώλεσε τον τίτλο του πρωταθλητή από τον χρυσό ολυμπιονίκη του Μόντρεαλ Λέον Σπινκς, τον οποίο απέκτησε ξανά, συνολικά για τρίτη φορά, επτά μήνες αργότερα. Αποχώρησε από την αγωνιστική δράση για τα επόμενα δύο χρόνια. Η επιστροφή του συνοδεύτηκε από μία ήττα από τον Λάρι Χολμς το 1980, ενώ τον επόμενο χρόνο έδωσε τον τελευταίο αγώνα του, χάνοντας με αντίπαλο τον Τρέβορ Μπέρμπικ. Αν και η στατιστική των αγώνων του δεν είναι σήμερα μοναδική, η ποιότητα των αντιπάλων του και ο τρόπος με τον οποίο πέτυχε τις νίκες του στη διάρκεια της πολύχρονης σταδιοδρομίας του, τον κατατάσσουν μέχρι σήμερα στους κορυφαίους πυγμάχους της ιστορίας[2].
Το 1983 διαγνώστηκε πως πάσχει από το σύνδρομο Πάρκινσον και κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του η κατάσταση της υγείας του έχει επιδεινωθεί. Μετά την απόσυρσή του από την πυγμαχία, ο Μοχάμεντ Αλί έχει τιμηθεί αρκετές φορές για την αθλητική αλλά και κοινωνική προσφορά του. Το 1996 επιλέχθηκε για την αφή της ολυμπιακής φλόγας κατά την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων που διοργανώθηκαν στην Ατλάντα των ΗΠΑ, ενώ το 2005 τιμήθηκε με το «Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας»[3]. Τον ίδιο χρόνο τιμήθηκε επίσης με το χρυσό «Μετάλλιο Ειρήνης Otto Hahn» για την πολύχρονη συμμετοχή του στο αμερικανικό κίνημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη χειραφέτηση των μαύρων παγκοσμίως, καθώς και για το έργο του ως πρεσβευτής καλής θέλεησης των Ηνωμένων Εθνών[4]. Στις 19 Δεκεμβρίου 2005 ιδρύθηκε προς τιμή του το μη κερδοσκοπικό «Κέντρο Μοχάμεντ Άλι», αφιερωμένο στη ζωή του, στην αθλητική σταδιοδρομία του και στα ιδανικά που υπερασπίστηκε.
Πατέρας εννέα παιδιών, ο Μοχάμεντ Αλί ζει σήμερα, μαζί με την τέταρτη σύζυγό του, στο Σκότσντειλ της Αριζόνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου