Όποιος τολμά να πει κάτι σε βάρος της Δικαιοσύνης και του έργου που επιτελεί, θα οδηγηθεί στο σκαμνί! Κάνει άριστα τη δουλειά της. Και βεβαίως και ο κύριος Ντογιάκος. Όχι, δεν είναι υποχείριο του Σαμαρά και ούτε έχει διατεταγμένη υπηρεσία να κλείσει όλη τη Χρυσή Αυγή στην φυλακή! Δεν λέμε εμείς ότι ο κύριος Ντογιάκος είναι υποχείριο του Σαμαρά ή ότι έχει διατεταγμένη υπηρεσία να κλείσει όλη τη Χρυσή Αυγή στην φυλακή. Τα λέει ο Τάκης Μπαλτάκος στο παρακάτω βίντεο, τα λέει και ο προφυλακισμένος Κασιδιάρης!
Ο κ. Ντογιάκος έχει εκδώσει πολυσέλιδη πρόταση με την οποία ζητεί να παραπεμφθούν όλοι οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης.
Ο κ. Ντογιάκος έχει εκδώσει πολυσέλιδη πρόταση με την οποία ζητεί να παραπεμφθούν όλοι οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης.
Ιδού τι γράφει τοι Βήμα για το θέμα.
Χαρακτηριστικά αναφέρει το εξής: «Οι βουλευτές οι οποίοι εξελέγησαν κατά τις εκλογές του έτους 2012 υπό τη σημαία του πολιτικού κόμματος Λαϊκός Σύνδεσμος – Χρυσή Αυγή συνειδητά επιδιώκουν να απαξιώσουν το Κοινοβούλιο, τους θεσμούς και τις αρχές του κράτους».
Και συνεχίζει: «Σκοπός της όλης παράνομης δραστηριότητας της εν λόγω εγκληματικής οργάνωσης ήταν η με κάθε τρόπο, ακόμα και με τη χρήση βίας, επιβολή σε τρίτους των πολιτικών θέσεων, απόψεων και θεωριών των ηγετικών στελεχών της καθώς και η «τιμωρία» στοχοποιημένων ατόμων με διαφορετικές πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές επιλογές και αντιλήψεις … πολλώ δε μάλλον όταν με τον τρόπο αυτόν ενεργεί πολιτικός ή κομματικός φορέας ή σχηματισμός μέσω των μελών ή στελεχών του, τα οποία ελέγχει και καθοδηγεί με τους κατάλληλους...
κομματικούς μηχανισμούς που διαθέτει. Σε περίπτωση δε που συντρέχουν οι απαιτούμενες από τον νόμο προϋποθέσεις, κάθε πολιτικό κόμμα ασφαλώς και είναι δυνατόν να χαρακτηριστεί εγκληματική οργάνωση είτε στο σύνολό του, είτε ως τα επιμέρους εκείνα πρόσωπα τα οποία με την κάλυψη του πολιτικού μανδύα ενεργούν κατά τρόπο ποινικά κολάσιμο. Υπέρτατος, συνταγματικά κατοχυρωμένος και ασφαλώς επιβεβλημένος σκοπός λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων, αλλά και κάθε άλλου πολιτικού θεσμού, είναι η απόλυτη προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και όχι η μ’ οποιονδήποτε τρόπο φαλκίδευσή του, πολύ δε περισσότερο, όταν κάτι τέτοιο επιδιώκεται ή επιτυγχάνεται με πράξεις βίας».
Σύμφωνα με την πρόταση του κ Ντογιάκου η στελέχωση των αποκαλούμενων Ταγμάτων Εφόδου γίνεται από άτομα που έχουν ιδιαίτερα σωματικά προσόντα, ενώ κάθε τοπική οργάνωση διοικείται από κλειστό πενταμελές όργανο με επικεφαλής των πυρηνάρχη.
Καταγράφει ότι οι βουλευτές του κόμματος υπό την κάλυψη της βουλευτικής τους ασυλίας έθεταν εαυτούς επικεφαλής των Ταγμάτων Εφόδου σε βίαιες δράσεις και παράνομες ενέργειες.
Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, αναφέρει, εμφανίζονταν στα δικαστήρια για να βοηθήσουν τους συλληφθέντες δράστες αξιοποίνων πράξεων.
Ο κ. Ντογιάκος αναφέρεται στη δράση της οργάνωσης μετά το 2008 ενώ καταγράφει εγκληματικές ενέργειες δέκα καυτών δικογραφιών.
Καταγράφει ότι οι βουλευτές του κόμματος υπό την κάλυψη της βουλευτικής τους ασυλίας έθεταν εαυτούς επικεφαλής των Ταγμάτων Εφόδου σε βίαιες δράσεις και παράνομες ενέργειες.
Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, αναφέρει, εμφανίζονταν στα δικαστήρια για να βοηθήσουν τους συλληφθέντες δράστες αξιοποίνων πράξεων.
Ο κ. Ντογιάκος αναφέρεται στη δράση της οργάνωσης μετά το 2008 ενώ καταγράφει εγκληματικές ενέργειες δέκα καυτών δικογραφιών.
«Ασφαλώς η τυπική αναγνώριση της μέχρι τότε εγκληματικής οργάνωσης ως πολιτικό κόμμα δεν αναιρεί ούτε θεραπεύει τον αξιόποινο χαρακτήρα των εγκληματικών πράξεών του» τονίζει.
Στην πρότασή του ο κ. Ντογιάκος χαρακτηρίζει και τις πράξεις των βουλευτών. Η απαξίωση, όπως λέει, των θεσμών και του Κοινοβουλίου «προκύπτει σαφώς από σχετικές δηλώσεις των ιδίων, οι οποίες είναι καταγεγραμμένες αυτολεξεί με επαναλαμβανόμενες ανοίκιες με την κοινοβουλευτική λειτουργία συμπεριφορές και ποικίλους άλλους τρόπους, ήτοι συνεχείς και επαναλαμβανόμενες αντιδεοντολογικές πράξεις, ακραίες φραστικές διατυπώσεις και επιθέσεις, καθώς και προσβλητικές συμπεριφορές σε βάρος συναδέλφων τους στην αίθουσα του Κοινοβουλίου, αλλά και εκτός αυτού, με δηλώσεις τους και με την αρθρογραφία τους στον τύπο της παράταξης».
Ο εισαγγελέας, όμως επιχειρεί να απορρίψει και τις αιτιάσεις των κατηγορουμένων ότι δεν γνώριζαν τη δράση της Χρυσής Αυγής: «Ουδείς εκ των βουλευτών του ως άνω πολιτικού κόμματος», αναφέρει, «είναι σε θέση να ισχυριστεί ευπροσώπως και με πειστικότητα ότι ήταν ανυποψίαστος για τις εγκληματικές πράξεις, οι οποίες εξακολουθητικά και επί μακρό χρονικό διάστημα διαπράττονταν εξ ονόματος και για λογαριασμό του κόμματος στο οποίο ανήκει, σε βάρος των πολιτικών του αντιπάλων και σε βάρος αλλοδαπών. Ουδείς εξ αυτών αντέδρασε, έστω στοιχειωδώς στην τέλεση έστω και ενός από τα τόσα σοβαρά εγκλήματα που τελέσθηκαν κατά παντός αντιφρονούντα ή στοχοποιημένου ατόμου. Ουδείς εξέφρασε έστω και τυπικά ένα λόγο συμπαθείας στα θύματα και τους παθόντες. Αντίθετα όλοι ανεξαιρέτως επιδεικτικά και επανειλημμένα, ο καθένας με τον τρόπο του, άμεσα ή έμμεσα, σιωπηρώς ή δια βοής, αποδέχτηκαν τα διάφορα εγκλήματα και τα αποτελέσματά του, ενίοτε μάλισατα εγκωμιάζοντας αυτά δημοσίως ή εκθειάζοντας τους δράστες ή ακόμη και στρεφόμενοι φραστικά κατά των παθόντων».
Και συνεχίζει η πρόταση - καταπέλτης του Ισίδωρου Ντογιάκου: «Η απόλυτη ομοφωνία τους προκύπτει, χωρίς καμιά αμφισβήτηση, από το γεγονός ότι όχι μόνο δεν έχει καταγραφεί έστω και μια παραίτηση κάποιου διαφωνούντα, αλλά δεν έχει αρθρωθεί έστω και ένας λόγος αντίθετος στην πολιτική της βίας, πλην ενός βουλευτή, ο οποίος παραιτήθηκε από το κόμμα και όχι από τη βουλευτική έδρα λίγο πριν κληθεί σε απολογία».
Αναφερόμενος επίσης στη λειτουργία των ηγετικών στελεχών επισημαίνει: «Κυρίως με την εμπρηστική φρασεολογία τα ηγετικά στελέχη του κόμματος είχαν διαμορφώσει στα κατώτερα στελέχη των Τοπικών Οργανώσεων, την αταλάντευτη απόφαση να ανταποκρίνονται σε οποιαδήποτε εντολή, οποτεδήποτε χωρίς αντίρρηση, αμφισβήτηση ή τον παραμικρό ενδοιασμό. Πειθήνια τα όργανα των Οργανώσεων έσπευδαν στην εκτέλεση των πάσης φύσεως εντολών, χωρίς περίσκεψη... έτοιμα και πρόθυμα να αφαιρέσουν ακόμη και ανθρώπινες ζωές, υποδυόμενοι τους στρατιώτες σε μια φανταστική μάχη, έχοντας γαλουχηθεί και πεισθεί ότι ενεργούσαν σαν τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα ή το στρατό του Μ. Αλεξάνδρου... Από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι η επιχειρησιακή δράση του κόμματος, από την ίδρυσή του, συνίστατο σε αλλεπάλληλες μεθοδευμένες και σε βάθος χρόνου βίαιες επιθέσεις εναντίον πολιτικών του αντιπάλων κ.λ π.».
Και συνεχίζει: «Είναι βέβαιο ότι καμία απολύτως εγκληματική δράση δεν θα είχε εκδηλωθεί αν δεν εκπορευόταν από και δεν καλυπτόταν από την ηγεσία της εγκληματικής οργάνωσης - κόμματος και δη τα ανώτατα κλιμάκια αυτής, η οποία ουδέποτε αποδοκίμασε δημόσια έστω και μια από τις κορυφαίες εγκληματικές πράξεις βίας. Εξαίρεση αποτέλεσε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα κατά την οποία στην αρχή έγινε προσπάθεια να εμφανιστεί ότι ο Γιώργος Ρουπακιάς ήταν άτομο το οποίο ουδεμμία σχέση είχε με το κόμμα. Όταν όμως αποκαλύφθηκε ότι είχε σχέση και μάλιστα στενή, αποδοκιμάστηκε μεν από το επίσημο κόμμα, αλλά κατά τη γνώμη μας εντελώς προσχηματικά, υπό το βάρος των επερχομένων καταιγιστικών δικαστικών εξελίξεων... »
Στην πρόταση αναφέρεται επίσης ο ρόλος του αρχηγού Ν. Μιχαλολιάκου, ενώ γίνεται λόγος και για την κλειστή οργάνωση της εγκληματικής οργάνωσης. Στην πρότασή του ο κ. Ντογιάκος χαρακτηρίζει και τις πράξεις των βουλευτών. Η απαξίωση, όπως λέει, των θεσμών και του Κοινοβουλίου «προκύπτει σαφώς από σχετικές δηλώσεις των ιδίων, οι οποίες είναι καταγεγραμμένες αυτολεξεί με επαναλαμβανόμενες ανοίκιες με την κοινοβουλευτική λειτουργία συμπεριφορές και ποικίλους άλλους τρόπους, ήτοι συνεχείς και επαναλαμβανόμενες αντιδεοντολογικές πράξεις, ακραίες φραστικές διατυπώσεις και επιθέσεις, καθώς και προσβλητικές συμπεριφορές σε βάρος συναδέλφων τους στην αίθουσα του Κοινοβουλίου, αλλά και εκτός αυτού, με δηλώσεις τους και με την αρθρογραφία τους στον τύπο της παράταξης».
Ο εισαγγελέας, όμως επιχειρεί να απορρίψει και τις αιτιάσεις των κατηγορουμένων ότι δεν γνώριζαν τη δράση της Χρυσής Αυγής: «Ουδείς εκ των βουλευτών του ως άνω πολιτικού κόμματος», αναφέρει, «είναι σε θέση να ισχυριστεί ευπροσώπως και με πειστικότητα ότι ήταν ανυποψίαστος για τις εγκληματικές πράξεις, οι οποίες εξακολουθητικά και επί μακρό χρονικό διάστημα διαπράττονταν εξ ονόματος και για λογαριασμό του κόμματος στο οποίο ανήκει, σε βάρος των πολιτικών του αντιπάλων και σε βάρος αλλοδαπών. Ουδείς εξ αυτών αντέδρασε, έστω στοιχειωδώς στην τέλεση έστω και ενός από τα τόσα σοβαρά εγκλήματα που τελέσθηκαν κατά παντός αντιφρονούντα ή στοχοποιημένου ατόμου. Ουδείς εξέφρασε έστω και τυπικά ένα λόγο συμπαθείας στα θύματα και τους παθόντες. Αντίθετα όλοι ανεξαιρέτως επιδεικτικά και επανειλημμένα, ο καθένας με τον τρόπο του, άμεσα ή έμμεσα, σιωπηρώς ή δια βοής, αποδέχτηκαν τα διάφορα εγκλήματα και τα αποτελέσματά του, ενίοτε μάλισατα εγκωμιάζοντας αυτά δημοσίως ή εκθειάζοντας τους δράστες ή ακόμη και στρεφόμενοι φραστικά κατά των παθόντων».
Και συνεχίζει η πρόταση - καταπέλτης του Ισίδωρου Ντογιάκου: «Η απόλυτη ομοφωνία τους προκύπτει, χωρίς καμιά αμφισβήτηση, από το γεγονός ότι όχι μόνο δεν έχει καταγραφεί έστω και μια παραίτηση κάποιου διαφωνούντα, αλλά δεν έχει αρθρωθεί έστω και ένας λόγος αντίθετος στην πολιτική της βίας, πλην ενός βουλευτή, ο οποίος παραιτήθηκε από το κόμμα και όχι από τη βουλευτική έδρα λίγο πριν κληθεί σε απολογία».
Αναφερόμενος επίσης στη λειτουργία των ηγετικών στελεχών επισημαίνει: «Κυρίως με την εμπρηστική φρασεολογία τα ηγετικά στελέχη του κόμματος είχαν διαμορφώσει στα κατώτερα στελέχη των Τοπικών Οργανώσεων, την αταλάντευτη απόφαση να ανταποκρίνονται σε οποιαδήποτε εντολή, οποτεδήποτε χωρίς αντίρρηση, αμφισβήτηση ή τον παραμικρό ενδοιασμό. Πειθήνια τα όργανα των Οργανώσεων έσπευδαν στην εκτέλεση των πάσης φύσεως εντολών, χωρίς περίσκεψη... έτοιμα και πρόθυμα να αφαιρέσουν ακόμη και ανθρώπινες ζωές, υποδυόμενοι τους στρατιώτες σε μια φανταστική μάχη, έχοντας γαλουχηθεί και πεισθεί ότι ενεργούσαν σαν τους Σπαρτιάτες του Λεωνίδα ή το στρατό του Μ. Αλεξάνδρου... Από τα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι η επιχειρησιακή δράση του κόμματος, από την ίδρυσή του, συνίστατο σε αλλεπάλληλες μεθοδευμένες και σε βάθος χρόνου βίαιες επιθέσεις εναντίον πολιτικών του αντιπάλων κ.λ π.».
Και συνεχίζει: «Είναι βέβαιο ότι καμία απολύτως εγκληματική δράση δεν θα είχε εκδηλωθεί αν δεν εκπορευόταν από και δεν καλυπτόταν από την ηγεσία της εγκληματικής οργάνωσης - κόμματος και δη τα ανώτατα κλιμάκια αυτής, η οποία ουδέποτε αποδοκίμασε δημόσια έστω και μια από τις κορυφαίες εγκληματικές πράξεις βίας. Εξαίρεση αποτέλεσε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα κατά την οποία στην αρχή έγινε προσπάθεια να εμφανιστεί ότι ο Γιώργος Ρουπακιάς ήταν άτομο το οποίο ουδεμμία σχέση είχε με το κόμμα. Όταν όμως αποκαλύφθηκε ότι είχε σχέση και μάλιστα στενή, αποδοκιμάστηκε μεν από το επίσημο κόμμα, αλλά κατά τη γνώμη μας εντελώς προσχηματικά, υπό το βάρος των επερχομένων καταιγιστικών δικαστικών εξελίξεων... »
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου