Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

"ΜΙΚΡΑ ΑΓΓΛΙΑ"! Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ...ΣΑΡΩΝΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

γράφει ο συνεργάτης μας Δημήτρης Αποστολόπουλος
δημοσιογράφος-κριτικός κινηματογράφου
  Τέσσερα χρόνια μετά το ‘’Ψυχή βαθιά’’, ο βετεράνος Έλληνας σκηνοθέτης Παντελής Βούλγαρης (Πέτρινα χρόνια, Το προξενιό της Άννας, Νύφες), επανέρχεται στο κινηματογραφικό προσκήνιο, για να αφηγηθεί μία ιστορία απ’το παρελθόν, όπως συνηθίζει στις περισσότερες των ταινιών του. Με πεσμένες ταχύτητες μετά τις άγριες μάχες του Εμφυλίου στο ‘’Ψυχή Βαθιά’’, ο Βούλγαρης στρέφει την κάμερά του σε μία ερωτική ιστορία, στην Άνδρο της δεκαετίας του ’20. Όλα όσα περιμένετε από μία τέτοια μεγάλη παραγωγή είναι εδώ. Εντυπωσιακά και ιστορικά ακριβή σκηνικά, αναπλάθουν άριστα την εποχή. Το ίδιο ισχύει και για τα κοστούμια της Γιούλας Ζωιοπούλου με την ποικιλομορφία και την ζωντάνια τους. Ο αέρας της μεγάλης παραγωγής δίνει την ευκαιρία στον ικανότατο Βούλγαρη, να κινηθεί σε όποιους χώρους επιθυμεί και να γυρίσει τον χρόνο πολλές δεκαετίες πίσω. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο ατού της ταινίας.
  Η ιστορία έχει άξονα τον έρωτα δύο ανθρώπων στην Άνδρο εκείνης της εποχής. Γύρω απ’αυτόν τον άξονα ξετυλίγεται ένα γαιτανάκι σχέσεων, χαρακτήρων, συγκρούσεων. Μία τοιχογραφία της προπολεμικής Άνδρου με τους όρους ενός καλογυρισμένου μελοδράματος. Η υπόθεση αφορά τον παράφορο έρωτα του υποπλοίαρχου Σπύρου Μαλταμπέ για την Όρσα, μία νέα κοπέλα. Η Όρσα, σύμφωνα και με κάποια εθιμοτυπικά, παντρεύεται χωρίς πραγματικά να το θέλει και απομακρύνεται απ’τον Σπύρο. Εν συνεχεία, η μικρότερη αδερφή της Μόσχα παντρεύεται τον υποπλοίαρχο Σπύρο, κάτι το οποίο πυροδοτεί εσωτερικές και ενίοτε εξωτερικές συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο αδερφές. Σιγά σιγά στην ιστορία εισέρχονται λογής λογής χαρακτήρες, η οικογένεια της Όρσας, του Σπύρου, κάτοικοι της Άνδρου, συνθέτουν ένα πλούσιο μωσαικό χαρακτήρων, που υποστηρίζεται σχετικά καλά από ερμηνευτική απόδοση και ακόμα καλύτερα από την γενικότερη οργάνωση παραγωγής. Η κάμερα του Βούλγαρη καταγράφει και ακτινογραφεί τους κεντρικούς ήρωες, το χαρακτήρα, τα πάθη τους, τις αναμεταξύ των συγκρούσεις, τις ιδιοτροπίες τους με άκρως αποτελεσματικό τρόπο. Η εμπειρία του φαίνεται στον τρόπο που στήνει το κάθε πλάνο του. Γεμίζει τα κάδρα με κοντινά των ηρώων, καθιστώντας τους αρχετυπικές φιγούρες, κάτι ανάλογο με τον μεγάλο μας Μακεδόνα σκηνοθέτη Τάκη Κανελλόπουλο. Η φωτογραφία είναι μουντή ως επί το πλείστον, συνδυασμένη με τα απαραίτητα χρώματα που αναδύει το νησί. Τα πλάνα είναι καλοφωτισμένα και προσεγμένα, ως την τελευταία λεπτομέρεια. Εύσημα πρέπει να δώσουμε  στον φωτογράφο Σίμο Σαρκετζή, ικανότατο εργάτη στο χώρο του κινηματογράφου.
 Ο Βούλγαρης κάπου μέσα σε αυτό το πλαίσιο καυτηριάζει τη θέση της γυναίκας, αλλά και του άνδρα στην κλειστή κοινωνία του νησιού. Σε μεγάλο βαθμό το πετυχαίνει, εκμεταλλευόμενος τις ικανότητές του στη διαχείριση χαρακτήρων, την γλαφυρή παρουσίαση των εθίμων και ηθών, τη χρησιμοποίηση ποιητικών συμβόλων μέσω της εικόνας και του ήχου. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης φροντίζει να κρατά το κοινό στο κλίμα της ταινίας, παρεμβάλλοντας ήχους από κύματα (που δυναμώνουν όταν επίκειται κάποια σύγκρουση), εικόνες απ’τα ταξίδια των ναυτικών της Άνδρου, με στιγμιότυπα απ’την καθημερινότητα στο καράβι, απ’την προσμονή και την αγωνία των γυναικών τους στο νησί, κάτι το οποίο κρατά σταθερό το ρυθμό της αφήγησης.
 
Ο σκηνοθετης Παντελής Βούλγαρης
Μέχρι ενός σημείου όμως. Ναι, η ‘’Μικρά Αγγλία’’ δεν είναι δίχως προβλήματα. Η ταινία έχει διάρκεια τριών ωρών. Στηρίζεται κυρίως στο ερωτικό τρίγωνο Σπύρος, Όρσα, Μόσχα. Αυτό όμως κάποια στιγμή εξαντλείται. Και μάλιστα αρκετά πριν την ολοκλήρωση της ταινίας. Η ιστορία σιγά σιγά ξεφουσκώνει και σε συνδυασμό με τα μακρόσυρτα, αργά πλάνα του Βούλγαρη χάνει αρκετά σε ρυθμό. Μεγάλο πλήγμα για την ταινία, που την πρώτη τουλάχιστον ώρα δείχνει να εξελίσσεται με ουσία. Από ένα σημείο και μετά δείχνει να μην υπάρχει άλλο «ζουμί», κάποιο κίνητρο ή περιστατικό που θα εξελίξει την ιστορία περαιτέρω. Μένουν οι ηθοποιοί να περιφέρονται από σκηνή σκηνή σε μία ταινία που δείχνει ότι ήδη έχει τελειώσει. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα της ταινίας που στο τελείωμα αφήνει μία σχεδόν ουδέτερη γεύση. Το σενάριο,  από ένα σημείο και μετά δείχνει να χάνει τον έλεγχο. Η ταινία χρειαζόταν τουλάχιστον σαρανταπέντε λεπτά μείον, στο τραπέζι του μοντάζ. Κάτι το οποίο δεν νομίζω ότι βοηθά, είναι αυτή η Αμερικανίζουσα Hollywoodιανή αντίληψη για τη διάρκειας μιας ταινίας με οσκαρικές βλέψεις, κάτι που καθιστά τους δημιουργούς περισσότερο μιμητές μανιέρας, παρά καλλιτέχνες με αυθεντική ματιά. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει εδώ για τον Βούλγαρη, ο οποίος όμως πέφτει στο ατόπημα να τραβήξει χρονικά την ταινία χωρίς να το υποστηρίζει με την ιστορία του. Άλλο αρνητικό της ταινίας είναι κάποιες ασύνδετες σκηνές που παρεμβάλλονται, εμποδίζοντας την ομαλή ροή και κουράζοντας, εν τέλει, τον θεατή.
Στα θετικά του φιλμ, έχουμε τις ερμηνείες των τριών κεντρικών προσώπων. Η άξια ηθοποιός Πηνελόπη Τσιλίκα ενσαρκώνει με συναίσθημα το χαρακτήρα της Όρσας, με κάποιες στιγμές υψηλής υποκριτικής απόδοσης. Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, γνωστός απ’τις ταινίες του Νίκου Περάκη, προσεγγίζει με ποιότητα και διαύγεια τον υποπλοίαρχο Μαλταμπέ και τον έρωτά του για την Όρσα. Το ίδιο ισχύει και για την ταλαντούχα Σοφία Κόκκαλη ως Μόσχα, αδερφή της Όρσας. Ηθοποιός με φαντασία, ένταση, κάνει ό,τι μπορεί για να έχει την καλύτερη χημεία με τους δύο πρωταγωνιστές. Συγχαρητήρια εδώ στον Βούλγαρη για την επιλογή του cast και τη διεύθυνση ηθοποιών, κάτι το οποίο δυσκολεύει πλήθος σκηνοθετών. Τα ίδια ισχύουν για τους υπόλοιπους χαρακτήρες-ηθοποιούς που με την ερμηνευτική και φυσιογνωμική τους δεινότητα, πλαισιώνουν άριστα τους ήρωες, ζωντανεύοντας τον μικρόκοσμο της Άνδρου των προπολεμικών χρόνων. Πρόκειται για τους Αννέζα Παπαδοπούλου(Μίνα Σαλταφέρου-μητέρα Όρσας), τον Μάξιμο Μουμούρη(Νίκος Βατοκούζης), τον Βασίλη Βασιλάκη ως πατέρα της Όρσας, ναυτικό Σάββα Σαλταφέρο και άλλους. Η Ιωάννα Καρυστιάνη, σύζυγος του Βούλγαρη, είναι συγγραφέας του εν λόγω βιβλίου και  σεναριογράφος του έργου. Εκμεταλλεύεται την οικειότητα με τους χαρακτήρες ως δικά της δημιουργήματα και τους μεταφέρει αυτούσιους και αψεγάδιαστους στη μεγάλη οθόνη. Στα συν του φιλμ, ν’αναφέρουμε πως ο Βούλγαρης  χρησιμοποιεί το φουρτουνιασμένο θαλασσινό τοπίο, ως υπόβαθρο υπερτονισμού των εσωτερικών συγκρούσεων των ηρώων. Είναι ένα επιτυχές μέσο που χρησιμοποιεί καθόλη την διάρκεια. Ο μοντέρ Τάκης Γιαννόπουλος με το κοφτό, ανά διαστήματα μοντάζ  του προσδίδει δραματουργική ένταση, κάτι που υπερθεματίζεται και απ’την εμπνευσμένη, αποτελεσματική μουσική της Κατερίνας Πολέμη.
 Συνολικά έχουμε  να κάνουμε με ένα, άρτιας παραγωγής, μελόδραμα με επιρροές από παλιό Ελληνικό κινηματογράφο, με μοντέρνα ματιά και ύφος. Ο Βούλγαρης βάζει σφήνα  ιστορικές πινελιές και γεγονότα της εποχής, δίνοντας  έναν έντονο αέρα πολιτικοποίησης και κριτικής ματιάς στην σύγχρονη Ελληνική ιστορία. Κάποιες στιγμές αυτό δένει άψογα με τις ερωτικές συγκρούσεις των πρωταγωνιστών, κάποιες άλλες δείχνει ασύνδετο. Αν και το ‘’Μικρά Αγγλία’’, εν τέλει δεν κερδίζει εντελώς το στοίχημα για λόγους που αναφέραμε, δεν παύει να είναι μία αξιόλογη και φιλότιμη προσπάθεια απ’τον σκηνοθέτη Βούλγαρη και το, σωστά διαλεγμένο επιτελείο του. Μία προσπάθεια υπέρβασης του Ελληνικού κινηματογράφου στον τομέα της παραγωγής, που σίγουρα αξίζει την προσοχή μας. Άλλωστε, κατά την Καβάφειο ρήση, η πεμπτουσία είναι το ταξίδι. Το ενδιάμεσο αρχής και τέλους. Ο Βούλγαρης το ξέρει. Προσπαθεί να αφηγηθεί με ποιητικό, λυρικό τρόπο το ταξίδι της ‘’Μικράς Αγγλίας’’.

Στην επόμενη ταινία του είμαστε σίγουροι ότι θα τα καταφέρει ακόμα καλύτερα. Τα καλύτερα στον κύριο Βούλγαρη και σε όλους τους Έλληνες για το 2014.     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου