Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ ΚΑΙ Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗ 1814-1815


γράφει ο Dott. Άγγελος Ι.Μάλφας

Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΒΙΕΝΝΗΣ
Μία σημαντική και ιδιαίτερα προσδιοριστική περίοδος για την ιστορία της νεώτερης – αλλά και της σύγχρονης – Ευρώπης υπήρξε το “Συνέδριο της Βιέννης (Congresso di Vienna)” που πραγματοποιήθηκε...


 στη Βιέννη της Αυστρίας το έτος 1814 από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής εκείνης (Αυστρία, Ρωσία, Αγγλία και Πρωσία), όταν επικράτησαν ύστερα από την πολυετή περίοδο των ναπολεόντιων πολέμων. Ήταν ένα συνέδριο του οποίου τα αποτελέσματα – τα οποία έκαναν την εμφάνισή τους μέσα από ένα σύνολο καθοριστικών αποφάσεων που ελήφθησαν από τις τότε ηγέτιδες δυνάμεις – άλλαξαν τον ευρωπαϊκό χάρτη, όχι μόνο γεωγραφικά ή στα πλαίσια κάποιων συγκεκριμένων διασυνοριακών μεταβολών. Επέφεραν επίσης σημαντικές διαφοροποιήσεις και αναθεωρήσεις στις διεθνείς νομοθετικές διατάξεις που όριζαν τις σχέσεις μεταξύ των Κρατών, καθώς και στο πολιτικό, οικονομικό και το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο σε ολόκληρο σχεδόν τον ευρωπαϊκό χώρο.
Η γενεσιουργός αιτία των γεγονότων πού διαδοχικά οδήγησαν στη διάσκεψη ανάγεται στην εποχή της έκρηξης της Γαλλικής επανάστασης, και έχοντας για ενδιάμεση χρονική περίοδο τη στρατιωτική σύγκρουση της νέας επαναστατικής γαλλικής κυβέρνησης και της εκ των υστέρων αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα του 1ου  (1769 – 1821), με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης. Θεμελιώδης αιτία της γαλλικής επανάστασης ήταν η ανατροπή της μοναρχίας και του ακόμη υπάρχοντος φεουδαρχικού συστήματος, όχι μόνο στη γαλλική επικράτεια, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Επίσης, ως συνέπεια των συγκεκριμένων εξελίξεων υπήρξε η αντίδραση των βασιλικών  οίκων της Ευρώπης που λειτούργησαν ως ένας ισχυρός πολιτικός παράγων απέναντι σε έναν διαφοροποιημένο ιδεολογικό αντίποδα. Το τελικό αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης είχε σαν αποτέλεσμα την εξάπλωση και την καθολική επικράτηση των ιδεών της επανάστασης, καθώς και την εκ παραλλήλου απόπειρα των μεγάλων δυνάμεων για την αποκατάσταση της μοναρχίας και της τάξης στην Ευρώπη, μετά από τη στρατιωτική ήττα του Ναπολέοντα το 1814. Όλα αυτά τα ιστορικά αίτια είναι ιδιαίτερης σημασίας, και αυτό διότι το εν λόγω συνέδριο ως απαύγασμά τους – καθώς και η ‘’Ιερά Συμμαχία’’ που πραγματοποιήθηκε μετά το πέρας των εργασιών του συνεδρίου, στηριζόμενη στα θεσπίσματά του –, προσπάθησε να πετύχει την εξάλειψη του αντίστροφου ιδεολογικού πόλου, που σαν ισχυρός καταλύτης επέδρασε ανατρεπτικά και εξελικτικά στη μετέπειτα πορεία των εθνών και των λαών της Ευρωπαϊκής ηπείρου.
Η επανάσταση στη Γαλλία (η οποία υπήρξε το πρωταρχικό στάδιο ενός συνόλου έντονων και καθοριστικών καταστάσεων, των οποίων τα αποτελέσματα οδήγησαν στην πραγματοποίηση της διάσκεψης στη Βιέννη) προήλθε από μία σειρά ετερογενών αιτίων τα οποία αλληλένδετα μεταξύ τους οδήγησαν τελικά στην ευρεία λαϊκή εξέγερση, που στη συνεχεία επεκτάθηκε γεωγραφικά σε ολόκληρο σχεδόν τον ευρωπαϊκό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό χώρο, δημιουργώντας ένα σύνολο διαρθρωτικών αλλαγών και μεταβολών καθορίζοντας τα πλαίσια μίας νέας διεθνούς πραγματικότητας. Είναι ένα σύνολο γεγονότων με χρονικό σημείο εκκίνησης το έτος 1789, και με διάρκεια έως το 1799, εντός των οποίων αναπτύχθηκαν συνδυαστικά οι πρωταρχικές αιτίες που ήταν κυρίως πολιτικές, σε συνδυασμό όμως με την επαχθή οικονομική κατάσταση που βίωνε  την περίοδο εκείνη το γαλλικό βασίλειο, αντανακλώντας την προς τις τεράστιες και μεγάλου αριθμητικού εύρους λαϊκές μάζες. Τα βασικά αιτήματα των επαναστατών εδράζονταν ως επί το πλείστον στη μεταβολή της ρέουσας και υφιστάμενης επί πολλούς αιώνες πολιτικής κατάστασης, δηλαδή την κατάργηση της μοναρχίας και του εν ισχύ ακόμη φεουδαρχικού συστήματος δικαίου, με σκοπό την έλευση μιάς νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων της οποίας τα βασικά ιδεολογικά σημεία περιλάμβαναν έννοιες, όπως το έθνος και ο φιλελευθερισμός, ο εκδημοκρατισμός, και τέλος, τη λαϊκή κυριαρχία ως ο θεμέλιος λίθος του νέου πολιτικού συστήματος. Στα αποτελέσματα αυτών των μεταρυθμίσεων θα περιλαμβανόταν επίσης και ο περιορισμός των εξουσιών του βασιλιά, όπου ως θεσμός δεν θα μπορούσε να βρίσκεται διά θεσπισμένων συνταγματικών κανονισμών (σαν συνέπεια ανάλογων μεταρρυθμίσεων), τοποθετημένος πάνω απ’το ίδιο το γαλλικό έθνος. Είναι σημαντικό επίσης να αναφερθεί πως από τους κύριους πυρήνες ανάπτυξης και διάδοσης των επαναστατικών θεωριών και αντιλήψεων ήταν η λέσχη των Ιακωβίνων, καθώς και μιά μερίδα αριστοκρατών η οποία ήταν διαποτισμένη από την ιδέα της συνταγματικής δημοκρατίας∙ αυτό όπως ήταν φυσικό οδήγησε σε μία μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στη συγκεκριμένη αριστοκρατική κάστα και το γαλλικό μοναρχικό καθεστώς – υπήρξε μία σύγκρουση του παλαιού παραδοσιακού καθεστώτος με εκείνους που ήταν θιασώτες της ανωτερότητας του έθνους και της λαϊκής κυριαρχίας (το έθνος πάνω από τον λαό και τον ίδιο τον βασιλιά). Μια άλλη εξίσου σημαντική αιτία (πολιτικού χαρακτήρα) που οδήγησε στην αναπόφευκτη λαϊκή εξέγερση, εδραζόταν στην αδυναμία παραγωγής γενικού κυβερνητικού έργου από την πλευρά των τελευταίων Βουρβόνων μοναρχών της Γαλλίας, και κυρίως από την πλευρά του Λουδοβίκου του 16ου ο οποίος είχε προκαλέσει με την ανεπιτυχή του διοίκηση έντονα αρνητικά αποτελέσματα, κατά την περίοδο των δύο κυρίως τελευταίων δεκαετιών πριν από την επανάσταση, επιδρώντας κατ’αυτόν τον τρόπο καταλυτικά προς αυτήν την εξέλιξη. Ιδιαίτερης σημασίας είναι επίσης οι πολιτικής και οικονομικής θεωρητικής υπόστασης βαθιές επιδράσεις πάνω στη σκέψη και το πνεύμα των επαναστατών, προερχόμενες από ένα εκτενές φιλοσοφικό πλέγμα, του οποίου οι θεωρητικές δομές καθόριζαν τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό που ήταν ριζικά αντίθετος στον απολυταρχισμό, και τις αρχές της μοναρχίας∙ είναι σημαντικό επίσης να αναφερθεί ότι αυτές οι αντιλήψεις είχαν για κύριο ιδεολογικό τους φορέα τον ελευθεροτεκτονισμό, και γενικά την εκάστοτε μυστική εταιρεία που δρούσε στον ευρωπαϊκό χώρο – μετά την πτώση του Ναπολέοντα οι τέκτονες υπέστησαν διωγμούς σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, σε μία ευρύτερη προσπάθεια των μεγάλων δυνάμεων για παλινόρθωση και επαναφορά των μοναρχικών και φεουδαρχικών αρχετυπικών συστημικών λειτουργιών, μιάς και οι τεκτονικές στοές θεωρούντο φυτώρια ανάπτυξης της φιλελεύθερης και δημοκρατικής πολιτικής έκφρασης καθ’όλη την περίοδο του 19ου αιώνα. Οι εκπρόσωποι του γαλλικού διαφωτισμού είχαν για πρότυπό τους τον βρετανικό τρόπο διακυβέρνησης και εφαρμογής των εξουσιών, των οποίων οι λειτουργικές δομές στηρίζοταν στην περιορισμένη εξουσία του βασιλιά απέναντι στον θεσμό του κοινοβουλίου με τους εκλεγμένους από τον λαό αντιπροσώπους, με σημείο αναφοράς τη λειτουργία υφιστάμενων συνταγματικών κανονισμών με συνέπεια μία συνυπάρχουσα εφαρμοστική πολιτική διάρθρωση ανάμεσα στους δυο αυτούς εξουσιαστικούς πυλώνες. Η συγκεκριμένη αρχή είχε για υπόβαθρό της την εκλαϊκευμένη έκφραση ελευθερία-ισότης-αδελφότης, διαπνέοντας όλους εκείνους που ήταν τοποθετημένοι αντίθετα στον παραδοσιακό δεσποτισμό ως τρόπο διακυβέρνησης, που όριζε από αιώνες τις οικονομικές και δικαϊκές λειτουργίες, καθώς και το είδος των κοινωνικών διαστρωματώσεων.      
Ένας επίσης σημαντικός παράγων που κρίνεται επίσης ως καθοριστικός και ιδιαίτερης σημασίας, ήταν ή παρατεταμένη χρονικά και υψηλή (σχεδόν μόνιμη) οικονομική ύφεση, προκαλώντας μία έντονη και διαρκή οικονομική κρίση που έπληττε το βασίλειο τόσο σε μακροοικονομικό όσο και σε μικροοικονομικό πεδίο. Αυτή η κατάσταση ως αντανάκλαση της πολιτικής ρέουσας πραγματικότητας επέφερε τη διαρκή επιβολή όλο και μεγαλύτερων φόρων, με παράλληλη συνέπεια, τη μεγάλη αδυναμία είσπραξής τους καθώς ήταν αναγκαίοι για την βιωσιμότητα του τεράστιου κρατικού μηχανισμού. Οι φόροι καταβάλλονταν αποκλειστικώς από το ‘’τρίτο κράτος’’ (tiers ètat)  που περιλάμβανε περίπου το 90%-95% του συνόλου του γαλλικού πληθυσμού (αποτελείτο αποκλειστικά από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα), όταν η αριστοκρατία και ο κλήρος ήταν μονίμως απαλλαγμένοι από την καταβολή τους. Επίσης στην οικονομική ύφεση συντελούσε και η μόνιμη τάση υψηλών πληθωριστικών τάσεων στις τιμές πώλησης και αγοράς των προϊόντων, καθώς την περίοδο εκείνη το γαλλικό κράτος είχε σχεδόν μηδενικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν, έν αντιθέσει με τη Μεγάλη Βρετανία που είχε συγκριτικά αυξημένους εξαγωγικούς δείκτες προϊόντων με αντίστοιχη επίσης την υψηλή παραγωγή αγαθών, που αύξαναν διαρκώς με συνεχή θετικά πρόσημα, ως ένα κυρίαρχο δείγμα της οικονομικής της ανάπτυξης (λαμβάνοντας χώρα κυρίως μετά την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης που είχε μετατρέψει την Αγγλία τον 19ο αιώνα στο μεγαλύτερο κεφαλαιοκρατικό έθνος). Εμφανής υπήρξε η προσπάθεια αφομοίωσης του αγγλικού οικονομικού καπιταλιστικό συστήματος του οποίου οι θεωρητικές βάσεις είχαν για υποστηρικτές του την επαναστατημένη και αντιδρώσα αριστοκρατία του Παρισιού, όταν αντιθέτως η γαλλική οικονομία καθοδηγείτο κυρίως από μεσάζοντες είσπραξης φόρων που δρούσαν υπέρ του ονόματος του βασιλιά.
Με την έκρηξη της επανάστασης όλο αυτό το ιδεολογικό μείγμα αρχίζει σταδιακά να επεκτείνεται έξω από τα σύνορα του γαλλικού κράτους, με συνέπεια τα ιδεολογικά του συστατικά στοιχεία να διασκορπίζονται γεωγραφικώς σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη. Αυτή η χρονική φάση δραστικής διασποράς τερματίζει με την πτώση του Ναπολέοντα, έχοντας για φορέα της τα πεδία των πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στη Γαλλία και τις αντίπαλες μεγάλες δυνάμεις με τις επακόλουθες κατακτήσεις ευρωπαϊκών εδαφών, διαμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό τις λειτουργικές, πολιτικές και διοικητικές δομές των υπό κατάκτηση κρατών∙ επίσης σημαντικός παράγων υπήρξε και η κληροδότηση από τη βασιλεία των Βουρβόνων Μοναρχών προς τη νέα επαναστατική κυβέρνηση, η διαρκής τάση και επιθυμία για μόνιμη εδαφική επέκταση των γαλλικών συνόρων.
Η εξέλιξη όλων αυτών των γεγονότων διαμορφώθηκε και από έναν άλλο βασικό παράγοντα, την άμεση αντίδραση του έτερου και αντιπάλου ιδελογικού πόλου που ήταν η συλλογική σχεδόν αντίδραση των βασιλικών οίκων της Ευρώπης θεωρώντας χρέος την υποστήριξή τους προς τον γάλλο μονάρχη, αλλά και εξαιτίας του φόβου τους για το ενδεχόμενο εξάπλωσης των δημοκρατικών και φιλελεύθερων ιδεών στο εσωτερικό των δικών τους βασίλείων τους. Το γεγονός που υπήρξε καταλυτικό ως προς την ενεργοποίηση αυτών των αντιδράσεων από την πλευρά των ευρωπαίων μοναρχών, ήταν η σύλληψη του Λουδοβίκου από τους επαναστάτες, όταν εκείνος αποπειράθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του τον Ιούνιο του 1791. Παρ’ότι η πράξη της σύλληψης καταδικάσθηκε ομοφώνως από όλους τους μονάρχες, έμπρακτη όμως αντίδραση υπήρξε μονάχα από τον Αυτοκράτορα της Αυστρίας (Sacrum Imperatorem Romànum) του βασιλικού οίκου των Αψβούργων, Λεοπόλδο τον 2ο, όπου εν συνεχεία, αν και διστακτικά στην αρχή, τον ακολούθησε ο βασιλιάς της Πρωσίας ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος ο 2ος. Η συμμαχία επικυρώθηκε με την διακήρυξη του Πίλνιτς στις 27 Αυγούστου 1791. Σκοπός της συμμαχίας ήταν η αποκατάσταση της πολιτικής και κοινωνικής τάξης στη Γαλλία με την επανενθρόνιση του Λουδοβίκου και ο εκφοβισμός των Ιακωβίνων, με το ενδεχόμενο ότι θα μπορούσε να υπάρξει άμεση  στρατιωτική επέμβαση από την πλευρά των δύο κρατών με σκοπό την επιστροφή στην έννομη τάξη. Αρχικά τα αποτελέσματα από τη διακήρυξη των μέτρων της συμφωνίας υπήρξαν ανεπαρκή λόγω της ήπιας αντίδρασης και της απόστασης που κρατούσε η Πρωσία, αλλά και από την αδράνεια του ίδιου του Λεοπόλδου. Η δέσμευση του Φρειδερίκου για επιβολή μέτρων επήλθε τελικά ύστερα από μία σειρά διπλωματικών κινήσεων και πρόσθετων συμφωνιών που αρχικώς ενεργοποιήθηκαν από την πλευρά του Αυστριακού αυτοκράτορα, και με την εκ νέου δέσμευση από τον Πρώσο ηγεμόνα, εμπεριέχοντας πλέον ένα καινούργιο σύμφωνο που όριζε μία κοινή στρατιωτική επέμβαση εναντίον της Γαλλίας, προσφέροντας ο καθένας αναλογικά σε επίπεδο στρατιωτικών δυνάμεων, συγκεκριμένο αριθμό στρατιωτών και οπλισμού. Την 1 Μαρτίου του έτους 1792 πεθαίνει ο Φρειδερίκος και στη διαδοχή ανεβαίνει ο υιός του Φραγκίσκος ο 2ος που υποστήριζε την άμεση επέμβαση στη Γαλλία, ο οποίος ως χαρακτήρας διέφερε σημαντικά από τον εγκρατή και συνετό πατέρα του, με αποτέλεσμα να αρχίσει να διακρίνεται μέσα στο συγκεχυμένο τοπίο που υπήρχε πως τελικά η σύγκρουση ανάμεσα στους επαναστάτες και τις δύο μοναρχικές δυνάμεις θα έφευγε από το ρητορικό πεδίο, παίρνοντας οριστικά σάρκα και οστά· ο χρόνος της επίθεσης καθορίστηκε από την Αυστρία και την Πρωσία προς τέλη Ιουλίου του ιδίου έτους. Τα γεγονότα όμως πηραν διαφορετική τροπή εξαιτίας των έντονων τάσεων επέκτασης της επανάστασης, πέρα από τα γαλλικά σύνορα. Η μεγάλη δυναμική της εξάπλωσης των επαναστατικών ιδεών προς τους άλλους λαούς της Ευρώπης με σκοπό την απελευθέρωσή τους από τον κοινό τους εχθρό, τη μοναρχία, είχε ως αποτέλεσμα η επαναστατική κυβέρνηση Ντυμουριέ με έγκριση της γαλλικής νομοθετικής συνέλευσης να κηρύξει αυτή πρώτη τον πόλεμο στην Αυστρία στις 20 Απριλίου του τρέχοντος έτους.
Από αυτό το χρονικό σημείο ανοίγει για την Ευρώπη μία μακρά περίοδος συγκρούσεων ανάμεσα στους γάλλους επαναστάτες (που εκπροσωπούνταν από τη δημοκρατική κυβέρνηση και την εθνοσυνέλευση) και τα μοναρχικά καθεστώτα, προκαλώντας μία αντιπαράθεση της οποίας οι ιδεολογικές αποκλίσεις και διαφορές εκφράστηκαν εκτός από την πολιτική σύγκρουση, στο διπλωματικό-στρατιωτικό και οικονομικό-εμπορικό πεδίο. Αυτό το χρονικό διάστημα που έχει ως αφετηρία του τις πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στη Γαλλία και τον συμμαχικό άξονα, ολοκληρώνεται με το συνέδριο της Βιέννης το οποίο ακολούθησε αμέσως μετά τη συντριβή του Ναπολέοντα και των στρατευμάτων του, λειτουργώντας ως ο αναγκαίος ρυθμιστικός και εφαρμοστικός συντελεστής που θ’αποπειράτο την νέα ευρωπαϊκή παλινόρθωση, επαναφέροντας την Ευρώπη στη σταθερότητα, και την χωρίς πλέον απόκλιση, ομαλότητα.
Σημαντικό σημείο αναφοράς που προσδιόρισε εις βάθος τις μετέπειτα εξελίξεις είναι η έλευση στην ηγεσία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη του 1ου. Στέφθηκε αυτοκράτορας της Γαλλίας το 1804 και διατηρήθηκε σ’αυτό το αξίωμα μέχρι την επιβάλλουσσα εκθρόνισή του κατά τη διάρκεια του έτους 1814. Διετέλεσε επίσης παρόμοια καθήκοντα, έστω και προσωρινά, το 1815 κατά τη διάρκεια της περιόδου των ‘’εκατό ημερών’’, ύστερα από μία σχετική περίοδο ειρήνης που έκανε η Γαλλία με τον συνασπισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων (σύμφωνο του Αμιένς 1802 – 1803). Κατά τη διάρκεια της ναπολεόντιας περίοδου ο διαφωτισμός με τα δημοκρατικά του πιστεύω επεκτείνεται σε ολόκληρη σχεδόν την ευρωπαϊκή ήπειρο εντείνοντας την επίσης ανάλογη αντίδραση από τη μεριά των κρατών της συμμαχίας, που είχε σαν σκοπό την αποκατάσταση του Ancien Regime.
Mε την ολοκληρωτική ήττα του Ναπολέοντα τερματίζεται ένας έντονος από πλευράς γεγονότων ιστορικός κύκλος απόπειρας ριζικών μεταβολών και διαφοροποιήσεων σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής, της οικονομίας, της δικαιοσύνης (του δικαίου) και της διαστρωματικής αναδιάρθρωσης των κοινωνιών. Όμως παρ΄ όλη την αρνητική έκβαση που πήρε η απόπειρα για μία ευρύτερη και πλήρη αλλαγή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, η πολιτική χάρτα της Ευρώπης μεταβλήθηκε ριζικά από την κληρονομιά που άφησε η γαλλική επανάσταση – χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ναπολεόντιος αστικός κώδιξ (code civil des Français) , του οποίου επιμέρους σημεία ισχύουν μέχρι των ημερών μας σε διάφορες χώρες, κυρίως της δυτικής Ευρώπης.  Συνοπτικά η περίοδος αυτή προσδιορίζεται από τη μία πλευρά από την επεκτατική και συγκρουσιακή ροπή της επανάστασης με σκοπό την απελευθέρωση των υπόλοιπων λαών της Ευρώπης από τον δεσποτισμό, και από την άλλη, από την σχεδόν ταχύτατη δημιουργία μιάς σειράς συνασπισμών των αντίπαλων δυνάμεων, τόσο για την αναχαίτηση του γαλλικού επαναστατικού στρατού, όσο και για την εκ νέου επικράτηση και παγίωση των παραδοσιακών θεσμών, περιλαμβάνοντας ταυτόχρονα την εξάλειψη όλων εκείνων των αντιτιθέμενων φιλελεύθερων ιδεολογικών πλεγμάτων.


Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ: ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Μετά τη στρατιωτική ήττα του Ναπολέοντα την άνοιξη του 1814 και την επακόλουθη πτώση της γαλλικής αυτοκρατορίας, οι νικήτριες δυνάμεις, η Αυστρία και η Πρωσία, καθώς και η Αγγλία με τη Ρωσία, εισέρχονται σε μία σειρά διαδικασιών επαναφοράς, με σκοπό την επίλυση των διαφόρων προβλημάτων όπως αυτά προέκυψαν μετά τη μακροχρόνια περίοδο των πολεμικών συρράξεων. Η έναρξη των εργασιών ανάγεται στο πρώτο σύμφωνο των Παρισίων, το οποίο υπογράφηκε στις 30 Μαϊου του 1814 ανάμεσα στη γαλλική μεταβατική κυβέρνηση, την οποία εκπροσωπούσε ο πρίγκιπας Ταλεϋράνδος – υπηρέτησε τη γαλλική επανάσταση, και επί Ναπολέοντος διετέλεσε υπουργός των εξωτερικών μέχρι και την πτώση του. Μετέπειτα διοριστηκε στο ίδιο αξίωμα επί βασιλείας Λουδοβίκου του 18ου, ενώ συμμετείχε στη σύσκεψης της Βιέννης ως ένας από τους κύριους πρωταγωνιστές της –, και τις νικήτριες συμμαχικές δυνάμεις· χάρη στη διπλωματική και πολιτική του ικανότητα, πέτυχε την εδαφική ακεραιότητα της Γαλλίας και την ομαλή έλευση του νέου μονάρχη. Με το σύμφωνο αυτό επικυρωνόταν επίσημα και η οριστική λήξη των εχθροπραξιών. Η σύνταξή του περιλάμβανε τρία βασικά σκέλη. Προέβλεπε την αποκατάσταση της μοναρχίας, την ενθρόνιση ενός εκ των Βουρβόνων μοναρχών, και συγκεκριμένα του Λουδοβίκου του XVIII (διετέλεσε βασιλιάς της Γαλλίας από το 1814 μέχρι και το 1824), και τέλος την επαναφορά του ‘’ius divinum’’ (νομος εκ του Θεού πηγαζόμενος) ως θεμελιακό σημείο από το οποίο προέρχεται η ίδια η βασιλική εξουσία∙ εν γένει η επιστροφή στη μοναρχική παράδοση θα υφίστατο εκτός από το ίδιο το γαλλικό κράτος, και σε κάθε άλλη περιοχή που είχε βρεθεί υπό τη στρατιωτική και διοικητική εξουσία του Ναπολέοντα. Η αναθεώρηση των γαλλικών συνόρων μέσω της γεωγραφικής τους σχηματικής αναδιάρθρωσης, εμπεριείχε την επαναφορά τους στην περιοχή του Έλβα που χρονικά αναγόταν στην περίοδο του 1792, όταν δηλαδή η γαλλική επανάσταση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Επίσης οι παρούσες εδαφικές μεταβολές είχαν σαν αποτέλεσμα και την προσάρτηση στη δικαιοδοσία του γαλλικού κράτους, εδαφών, που ανήκαν εδώ και αρκετούς αιώνες στην Παπική δικαιοδοσία (όπως για παράδειγμα οι περιοχές γύρω από την Σαβοΐα). Ακόμη στις συμφωνίες μεταξύ των δύο πλευρών περιλαμβάνοταν και η απόσυρση των εναπομείναντων στρατευμάτων από τα εδάφη εκείνα που είχαν κατακτηθεί, χωρίς όμως να υπάρχη η δυνατότητα επίτευξης από την πλευρά της Γαλλίας κάποιας συμφωνίας υπέρ της ή αντίστοιχης διπλωματικής διαπραγμάτευσης – που να είναι δηλαδή εις θέση να ανατρέψει τις υπάρχουσες δυσάρεστες συνθήκες στις οποίες είχε περιέλθει η Γαλλία, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την όποια προσπάθεια ανατροπής τους. Ένα ακόμη σημαντικό συμφωνηθέν μέτρο περιλάμβανε και την απομείωση της στρατιωτικής ισχύος (χωρίς όμως την πλήρη εξάλειψής της) μέσω της αποκαθήλωσης του στρατιωτικού δυναμικού και του ανάλογου εξοπλισμού του σε όλα τα όπλα, προκαλώντας μία σημαντικότατη αδυναμία δράσης σε αυτόν τον τομέα, μετατρέποντας το γαλλικό βασίλειο σε μία εξ’ολοκλήρου αποστρατικοποιημένη ζώνη (τη μοναδική έως τότε) εντός του ευρωπαϊκού εδάφους.
Στο σύμφωνο των Παρισίων και με βάση το άρθρο 32του καταστατικού του χάρτη προβλεπόταν επίσης πως οι νικήτριες δυνάμεις θα προσέρχονταν στην πρωτεύουσα της Αυστρίας, τη Βιέννη, όπου θα συμμετείχαν σε ένα νέο συνέδριο με σκοπό τη λήψη συμπληρωματικών αποφάσεων για την τύχη της Ευρώπης με πρόθεση, να επαναφέρουν την κοινωνική και πολιτική κατάσταση στην περίοδο εκείνη που προϋπήρχε της γαλλικής επανάστασης, εξαλείφοντας συν τω χρόνο και με τη χρήση δραστικών και αποφασιστικών μέτρων, όλο το ιδεολογικό πλαίσιο του φιλελευθερισμού και των δημοκρατικών αντιλήψεων (το οποίο αργότερα θα ήταν και η αιτία των μετέπειτα εξελίξεων σε ολόκληρη σχεδόν την ευρωπαϊκή ήπειρο). Η ημερομηνία για την έναρξη των νέων διαδικασιών ορίστηκε για τις 16 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, διαρκώντας ως τις 9 Ιουνίου του 1815. Καθ’ όλη τη διάρκειά τους τέθηκαν ζητήματα πολλαπλού ενδιαφέροντος που είχαν σαν στόχο την παλινόρθωση (restitutus) της Ευρώπης, λόγω των ποικίλων δομικών προβλημάτων που προκάλεσε η επανάσταση. Σχετικά με την πρόοδο των διαδικασιών οι τέσσερις νικήτριες δυνάμεις, που ορίζονταν και ως τα μέλη σύνθεσης του διευθυντηρίου, διόρισαν η κάθε μία από την πλευρά της έναν αντιπρόσωπό, ο οποίος θα συμμετείχε επί των κοινών αποφάσεων κατά τη διάρκεια του συνεδρίου. Η Αυστρία διόρισε τον πρίγκιπα Μέτερνιχ που προήδρευσε του συνεδρίου, η Πρωσία και η Ρωσία τους Χάρντενμπεργκ και Νεσελρόντε αντίστοιχα (παρά το πλευρό του βρισκόταν ο Ιωάννης Καποδίστριας ως μέλος της ρωσικής αντιπροσωπείας) και η Αγγλία από τη δική της πλευρά τον Κάσλρυ. Επίσης στο συνέδριο των τεσσάρων προστέθηκε αργότερα και ο πρίγκιπας Τελεϋράνδος που ήταν διορισμένος από τον γάλλο μονάρχη, διατελώντας χρέη εντεταλμένου διαπραγματευτή με σκοπό την προώθηση των συμφερόντων της Γαλλίας.  
Σκοπός του συνεδρίου ήταν η προσπάθεια ανασύνθεσης και παλινόρθωσης (restitutus) της παραδοσιακής ευρωπαϊκής πολιτικής χάρτας, μέσα από τη επιστροφή στη νομιμότητα και την ισορροπία. Περιλάμβανε την αποκατάσταση και την εκ νέου νομιμοποίηση των βασιλικών δυναστειών (Αncien Regime), καθώς και την πλήρη επαναφορά των εξουσιών τους. Στις αποφάσεις που λήφθησαν επιβάλλετο ακόμη η επιστροφή στους κανονισμούς του μεσαιωνικού  φεουδαρχικού δικαίου, με τον Θείο νόμο (ius divinum) ν’αποτελεί το σημείο αναφοράς όλων των εξουσιών, και αυτό διότι, οι παραδοσιακοί θεσμοί στο σύνολό τους είχαν καταλυθεί σε όλα τα βασίλεια και τα κράτη που είχαν βρεθεί υπό την κυριαρχία του Ναπολέοντα. Για να επιτευχθεί όμως αυτό θα ήταν αναγκαία η επιβολή και μία συν τω χρόνω δυναμική υπερίσχυση των αντιλήψεων που εκπροσωπούσαν οι νικητές, υπερκεράζοντας τις αντίστοιχες της επανάστασης μαζί με την ταυτόχρονη εξάλειψη και εξουδετέρωση των θιασωτών της που ανήκαν κυρίως στην ευρωπαϊκή αστική τάξη, οι οποίοι υποστήριζαν την εφαρμογή ριζικών πολιτικοκοινωνικών και οικονομικών αλλαγών, περιλαμβάνοντας ως θεμελιώδεις αρχές την ύπαρξη έθνους και την αυτοδιάθεση των λαών, καθώς και τις ατομικές ελευθερίες.
Ένα επίσης σημαντικό σημείο που θα εξεταζόταν στο συνέδριο ήταν και εκείνο της νέας σχεδίασης και επαναπροσδιορισμού του γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού  χάρτη της Ευρώπης, εφαρμόζοντας μία καινούργια χάραξη συνόρων με σκοπό τη δημιουργία σφαιρών επιρροής, που θα είχε σαν συνέπεια τη δημιουργία μικρών κρατών δορυφόρων περιφερειακώς τοποθετημένα και εφαπτόμενα των γαλλικών συνόρων∙ εδαφικές δηλαδή μεταβολές μέσω της εφαρμογής της αρχής των αντισταθμίσεων. Η ύπαρξη αυτών των μικρών κρατών (σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο ορίζονται ως statum pulvillum) θα υλοποιούταν με σκοπό τη συγκράτηση της Γαλλίας σε περίπτωση που θα επαναλαμβανόταν από την πλευρά της μία πιθανή εξωσυνοριακή επεκτατική τάση, σε μία επαναλαμβανόμενη προσπάθεια ανατροπής των παραδοσιακών θεσμών, και εν γένει, όλων των αναδιαρθρώσεων που η παλινόρθωση θα είχε πετύχει. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αναδιάταξης θα επέφερε σχεδόν πλήρως την επιθυμητή και ουσιαστική πολιτική, οικονομική και στρατιωτική ευρυθμία και ισορροπία, ανοίγοντας μία νέα περίοδο στην οποία θα επικρατούσε η ειρήνη ανάμεσα στα ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη και βασίλεια.
Με το τέλος των εργασιών του συνεδρίου υπογράφηκε από κοινού ένας καταστατικός χάρτης που απαριθμούσε 141 άρθρα όπου το καθένα ξεχωριστά περιλάμβανε ένα σύλολο παραγράφων – η επικύρωση των οποίων επήλθε με τελική υπογραφή στις 9 Ιουνίου 1815 –, που καθόριζαν εκτός από τις διασυνοριακές μεταβολές μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, και έναν σημαντικό αριθμό νέων κανονισμών που όριζαν για πρώτη φορά σημαντικές και καινοτόμες εφαρμογές μέτρων σε επίπεδο συνεργασίας στις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις. Περιλαμβάνονταν επιπλέον καινούργιες διατάξεις πάνω σε ζητήματα διεθνούς εμπορικού δικαίου, προβάλλοντας νέους ρυθμιστικούς κώδικες για την ελεύθερη διέλευση και μεταφορά εμπορευμάτων μέσω των μεγάλων ποταμών από εμπορικά ποταμόπλοια, τους όρους χρήσης των θαλάσσιων λιμανιών καθώς και την αναπροσαρμογή κόστους επί των τελωνιακών δασμών επί των εμπορικών προϊόντων. Στις αποφέσεις περιλαμβάνονταν ακόμη και η απαγόρευση του εμπορίου νέγρων που προέρχονταν από την αφρικανική ήπειρο με προορισμό την Ευρώπη, και την αμερικανική ήπειρο. Με την αναδιάταξη των συνόρων οι αλλαγές που καθορίστηκαν προσδιορίζονταν συνοπτικά ως εξής. Η Αυστρία υπέγραψε συμφωνίες με τη Πρωσία και τη Ρωσία, για τον τρόπο κυριαρχίας πάνω στην Πολωνία και τη Σαρδηνία. Επίσης υπό την κυριαρχία των Αψβούργων πέρασε η περιοχή της Τοσκάνης, το δουκάτο του Μιλάνο και η δημοκρατίας της Βενετίας (Repubblica di Venezia). Με τα καινούργια πλέον δεδομένα, κάτω από την αυστριακή κυριαρχία βρέθηκε και η νεοϊδρυθείσα γερμανική ομοσπονδία, η οποία αποτελείτο από 39 κράτη που περιλάμβαναν και το μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού πληθυσμού (ο υπόλοιπος σχεδόν πληθυσμός βρισκόταν εγκατεστημένος στα εδάφη της πρωσικής πλευράς). Η Ρωσία από την πλευρά της προσάρτησε μέρος της Πολωνίας, της Φιλανδίας και της Βεσαραβίας, πετυχαίνοντας περεταίρω επέκταση των εδαφών της προς τα δυτικά, πλησιάζοντας σχεδόν μέχρι την κεντρική Ευρώπη. Η Πρωσία προσάρτησε τα γερμανικά εδάφη που βρίσκονταν στην ανατολική πλευρά του Ρήνου, πετυχαίνοντας έτσι μία μεγάλη γεωγραφική έκταση μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας, όπου πλέον χάρη στη θέση και διάταξη των συνόρων της, θα απετρέποντο πιθανά επεισόδια μεταξύ των δύο αυτών κρατών, που μπορεί να λάμβαναν χώρα στο μέλλον εξαιτίας των μεταξύ τους αρνητικών σχέσεων λόγω της επιθέσεως εναντίων της ρωσικής επικράτειας – στις προσαρτήσεις επί πρωσικού εδάφους περιλαμβανόταν και η περιοχή της Σαξωνίας, ενώ υπήρξε λήψη αποφάσεων και επικυρώσεις συμφωνιών από κοινού με την Ελβετία για ένα τμήμα των γερμανικών εδαφών. Η Άγγλία εντός του ευρωπαϊκού εδάφους πέρασε μονάχα υπό τον έλεγχό της τα νησιά του Ιονίου∙ στις βασικές όμως προσαρτήσεις της μετά την ήττα του Ναπολέοντα περιλαμβάνονταν οι πρώην γαλλικές αποικίες, με αποτέλεσμα η Μεγάλη Βρετανία να επεκταθεί ακόμη περισσότερο ως παγκόσμια δύναμη του ποντοπόρου και διεθνούς εμπορίου, ενισχύοντας υπερθετικά την οικονομική της ανάπτυξη. Με τη θέσπιση της νέας γεωπολιτικής χάρτας το κράτος του Βατικανό παρέμεινε στην εξουσία του Πάπα, και τη δικαιοδοσία της καθολικής εκκλησίας. Η Ολλανδία από την πλευρά της προσάρτησε το Βέλγιο όπου γεννήθηκε το βασίλειο των κάτω χωρών, και στο βασίλειο της Σαρδηνίας προσαρτήθηκαν τα εδάφη του Πεδεμόντιου και της Γένοβα.  Ακόμη στις οριστικές εδαφικές τροποποιήσεις περιλαμβάνονταν κ’ένα πλήθος διατάξεων που  περιλάμβαναν ένα ευρύ ρυθμιστικό φάσμα για τα έθνη της Ιταλίας και της Γερμανίας, επιβάλλοντας τη μόνιμη διάσπασή τους σ’ένα μεγάλο αριθμό βασιλείων, φέουδων και δουκάτων∙ τα νομικά αυτά πρόσωπα θα παρέμεναν κάτω από αυτό το καθεστώς κυριαρχίας για μισό ακόμη αιώνα. Στις τελικές συμφωνίες του συνεδρίου της Βιέννης περιλαμβάνονταν επίσης και η ουδετερότητα του ελβετικού κράτους.
Σε σχέση με τις παραπάνω ανακατατάξεις γεωπολιτικού και γεωστρατηγικού πεδίου οι νικητές θα προσπαθούσαν να πετύχουν μία αναταξινόμηση και συστηματοποίηση του ευρωπαϊκού χώρου, με σκοπό την ταχεία επίλυση των ποικίλων προβλημάτων που προέκυψαν από τους πολέμους, όπως και των δυσκολιών που θα εμφανίζονταν στη συνέχεια κατά την περίοδο της επερχόμενης ειρήνης.

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΑΣ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Σημαντικό σημείο καθ’όλη τη διάρκεια των εργασιών  του συνεδρίου της Βιέννης, υπήρξε η είσοδος της Γαλλίας ως ισότιμου  συνομιλητή τον Ιανουάριο του 1815 απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις. Αρχιτέκτονας της επίτευξης της αυτής στην κύρια επιτροπή του διευθυντηρίου ήταν ο πρίγκιπας Ταλεϋράνδος, ο οποίος χάρη στη διπλωματική του δεινότητα πέτυχε την εκ των υστέρων συμμετοχή της Γαλλίας στις διαδικασίες των συμμαχικών συσκέψεων – οι πολλαπλές του ικανότητες θεωρούνται μέχρι και σήμερα ένα από τα βασικά σημεία αναφοράς πάνω στην τέχνη της διπλωματίας∙ λόγω των ικανοτήτων του υπήρξε και ο κύριος αντίπαλος του πρίγκιπα Μέτερνιχ. Υπήρξε εκφραστής και υποστηρικτής της νομιμότητας, της ισορροπίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των εθνών της Ευρώπης, που ως ένα σύνολο εννοιών πϊστευε ότι θα έβρισκαν εφαρμογή μόνο μέσα από τις θεμελιώδεις αρχές και ιδεώδη της παραδοσιακής μοναρχίας. Θεωρούσε επίσης πως απαιτείτο για τη συλλογική ευρυθμία η αναγκαία η επιστροφή των εκ κληρονομικώ δικαίω βασιλικών θρόνων, με βάση τις πολιτικές διαρθρώσεις που επικρατούσαν πριν από το 1789 (χρονική περίοδος που ανάγεται πριν από την έναρξη της επανάστασης στην Γαλλία). Χάρη στην αποτελεσματική στρατηγική του ικανότητα πέτυχε να  αναγνωριστεί ως ισότιμος συνομιλητής απέναντι στους άλλους συμμετέχοντες του συνεδρίου. Μετά την αποκατάσταση της μοναρχίας που ακολούθησε της πτώσης του Ναπολέοντα, ο Ταλλεϋράνδος ως εκπρόσωπος πλέον του νέου Βουρβόνου μονάρχη συμμετείχε στο συνέδριο, παρά την αντίθετη γνώμη που εξέφρασαν αρχικά μέσω των εκπροσώπων τους οι ηγέτιδες δυνάμεις· πέτυχε με ανάλογη διπλωματική μεθοδολογία οι εταίροι του να συνειδητοποιήσουν, και τέλος να αποδεχθούν, τη μη ύπαρξη ευθύνης του γάλλου ηγεμόνα για τα δεινά που προκάλεσε η επανάσταση, και μετέπειτα ο Ναπολέων, και αυτό διότι καθαιρέθηκε των αξιωμάτων του λόγω ανωτέρας βίας. Καταλυτικός επίσης παράγων ήταν και η απειλή από την πλευρά του νέου γάλλου μονάρχη, του Λουδοβίκου του 18ου, να ενώσει τη χώρα του με τα μικρά κράτη που συμμετείχαν στο πρώτο σύμφωνο των Παρισίων, τα οποία βρίσκονταν στο πλευρό των νικητών κατά την διάρκεια του πολέμου, πραγματοποιώντας κατ’αυτόν τον τρόπο μία συμπαγή συμμαχία απέναντι στην επιτροπή των τεσσάρων. Υπό τη σκιά αυτής της απειλής τελικά η Γαλλία προσχώρησε στην κεντρική επιτροπή του διευθυντηρίου, που πλέον απαριθμούσε πέντε βασικά μέλη, και υποσκελίζοντας τις μικρές δυνάμεις οι οποίες παρά τις έντονες αντιδράσεις τους συμμετείχαν τελικά υπό μειονεκτικής θέσης στην εκτέλεση των σχεδίων, και ο αδύναμος πλέον λόγος τους, δεν θα είχε από εδώ και πέρα καμία σχεδόν ισχύ. Το διευθυντήριο του παρόντος συνεδρίου θα απαριθμούσε εφεξής μαζί με τη συμμετοχή της Γαλλίας πέντε ισχυρές δυνάμεις, δημιουργώντας ένα σύνολο ισορροπίας που θα λειτουργούσε ως ένας κεντρικός μηχανισμός κατεύθυνσης στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο∙ η νέα αυτή συμμαχική δομή ονομάστηκε από τον  εκπρόσωπο του βρεττανικού στέμματος Κάσλρυ ‘’ευρωπαϊκό κοντσέρτο’’ (leading powers). Εν κατακλείδι Αυτό το σχήμα ισχύος θα ήταν και ο διαμορφωτικός πυρήνας που θα καθοδηγούσε τις μικρότερες χώρες, τελούμενες κάτω από ένα καθεστώς άτυπης υποταγής (subjectio), επιφέροντας, αλλά και εδραιώνοντας ταυτόχρονα, ένα καινούργιο status quo στο μεγαλύτερο κομμάτι του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού χώρου.

CENT JOURS

Το γεγονός εκείνο που μετέβαλε και έθεσε εκ νέου σε αρνητική θέση τη Γαλλία – η οποία πλέον αποτελούσε κύριο μέλος του συνεδρίου – απέναντι στους συμμάχους, ήταν την περίοδο που ο Ναπολέων ανέλαβε εκ νέου (αλλά για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα) την εξουσία στη Γαλλία. Είναι ή περίοδος των εκατό ημερών (cent jours) που οδήγησε το γαλλικό κράτος στο να εκπέσει ως ισότιμος συνομιλιτής όχι μόνο απέναντι στις άλλες μεγάλες δυνάμεις, αλλά και από την πλευρά των μικρότερων από θέση ισχύος, μελών του συνεδρίου – μετά τη στρατιωτική του ήττα ο Ναπολέων βρέθηκε εξόριστος στη νήσο Έλβα, από την οποία όμως κατάφερε να αποδράσει στις 26 Φεβρουαρίου 1815. Με τη γνωστοποίηση της ανάληψης της εξουσίας από τον Βοναπάρτη κοινοποιήται από τους συμμάχους στις 13 Μαρτίου του 1815, και με βάση τα εν ισχύ άρθρα και τις διεθνείς νομικές διατάξεις, πολιτικά έκνομος. Λίγο μετά την άφιξή του στη γαλλική πρωτεύουσα ανακηρύσσεται αυτοκράτορας εγκαθιδρύοντας παράλληλα κυβέρνηση συνταγματικού τύπου, ενώ λίγο πριν την είσοδό του στο Παρίσι (20 Μαρτίου 1815)  ο βασιλιάς Λουδοβίκος αποχωρεί από τη Γαλλία για να μπορέσει να ζητήσει άσυλο σε άλλους βασιλικούς οίκους· αυτού του είδους η δομή της νέας διακυβέρνησης βασίστηκε σε μια πρόσθετη πράξη συμπλήρωσής της σε σχέση με την προηγούμενη (επικυρώθηκε από τη γαλλική εθνοσυνέλευση στις 22 Απριλίου 1815), εμπεριέχοντας επιπρόσθετες συνταγματικές λειτουργικές μορφές. Με αφορμή την παρούσα εξέλιξη αποφασίστηκε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου από τις μεγάλες δυνάμεις η εφαρμογή άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής και αντιπαράθεσης, για την οριστική εξάλειψη της δυνατότητας παραμονής στην εξουσία του Ναπολέοντα, θεωρούμενος απειλή όχι μόνο για το ίδιο το γαλλικό έθνος, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Η λήψη της συλλογικής αυτής απόφασης υλοποιήθηκε μέσω μιάς καινούργιας συμμαχίας (έβδομη συμμαχία), που θ’απαρτίζετο από έναν μεγάλο αριθμό κρατών· η σύνθεση του συγκεκριμένου συμμαχικού σχήματος περιλάμβανε την Αγγλία, την Αυστρία και τη Ρωσία, την Πρωσία, το βασίλειο των κάτω χωρών, καθώς και το βασίλειο της Σαρδηνίας μαζί με ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής συνομοσπονδίας. Η τελική λύση δόθηκε στο φλαμανδικό χωριό Βατερλό στις 18 Ιουνίου του 1815, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ναπολέοντα Βοναπάρτη για την κατάκτηση του Βελγίου. Η συντριπτική ήττα του από τα στρατεύματα της έβδομης συμμαχίας υπήρξε και η τελευταία πράξη των ναπολεόντιων πολέμων – μετά την έκβαση της μάχης εξορίστηκε στο νησί της αγίας Ελένης στον Ατλαντικό ωκεανό, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του μέχρι και τον θάνατό του στις 5 Μαϊου 1821. Η περίοδος των εκατό ημερών και οι επακολουθούμενες συνέπειές της λειτούργησαν ως έναυσμα για να ενδυναμωθεί περεταίρω η αρχική τετραπλή συμμαχία, οδηγώντας εκ νέου τις δυνάμεις που απάρτιζαν το διευθυντήριο (που προέκυψε από τη σύσκεψης της Βιέννης) σε μία καινούργια διαδικασία  λήψης αποφάσεων, παρ’ότι οι εργασίες του συνεδρίου είχαν κλείσει λίγες ημέρες πριν από τη μάχη του Βατερλό. 
Μετά τη νίκη των στρατευμάτων του συνασπισμού υπογράφηκε το δεύτερο σύμφωνο του Παρισιού που προέβλεπε περαιτέρω κυρώσεις και παρεμβάσεις στο εσωτερικό της Γαλλίας, διαφοροποιημένο όμως σε μεγάλο βαθμό ως πρός το πρώτο σύμφωνο που είχε υπογραφεί περίπου δύο χρόνια νωρίτερα. Στις αποφάσεις περιλαμβάνονταν αρχικά η γεωγραφική περιστολή των συνόρων στο σημείο που βρισκόταν το 1790, και η δημιουργία μικρότερων ενδιάμεσων κρατών, ανάμεσα στη Γαλλία και τις άλλες μεγάλες χώρες. Επίσης το γαλλικό κράτος θα ήταν υποχρεωμένο να καταβάλει χρηματικές αποζημιώσεις, καθώς και διά επιβολής να δεχθεί στα σύνορά του και γιά μία περίοδο πέντε ετών την εγκατάσταση 150.000 στρατιωτών που θα παραχωρούνταν αναλογικά από τους νικητές με βάση τις επιμέρους δυνατότητές τους. Τέλος αποφασίστηκε η επιστροφή του βασιλιά και η εγκαθίδρυση της μοναρχίας. Οι αποφάσεις ελήφθησαν και επικυρώθηκαν με πράξη συμφώνου στο Παρίσι στις 20 Νοεμβρίου του 1815, ανάμεσα στη Γαλλία και την τετραπλή συμμαχία (που περιλάμβανε την Αγγλία, την Αυστρία, τη Ρωσία και την Πρωσία).

Η ΙΕΡΑ ΣΥΜΜΑΧΙΑ

Μετά την οριστική πτώση του Ναπολέοντα από την εξουσία του γαλλικού κράτους διακρίνεται μέσα από μία επιπλέον οπτική γωνία – πέρα δηλαδή της απειλής υπό της οποίας η Ευρώπη θα μπορούσε να βρεθεί λόγω έξαρσης ενός γενικευμένου πολέμου, με αφορμή κάποιες εδαφικές επεκτατικές βλέψεις ή από τη διάδοση κάποιων ανατρεπτικών επαναστατικών ιδεών – η άμεσα ανεμπόδιστη παρέμβαση στα εσωτερικά ενός κράτους, στην περίπτωση που δεν θα συμπεριφέρεται σύμφωνα με αυτό που επιβάλουν οι ισχύοντες διεθνείς κανονισμοί, ρόλος των οποίων είναι ο καθορισμός των πλαισίων της νομιμότητας με σημείο αναφοράς κάποιες  και υπό συλλογικής μορφής δικαϊκές επιβολές. Πάνω σε αυτές τις αρχές θα κινηθούν εφεξής οι μεγάλες δυνάμεις του ευρωπαϊκού χώρου, με τη δημιουργία ενός δραστικού συμμαχικού σχήματος που θα έχει σαν σκοπό του τη διατήρηση της έννομης τάξης και της ισορροπίας μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών, με εφαρμοστικό σημείο αναφοράς τις αποφάσεις που λήφθησαν στο συνέδριο της Βιέννης.   
Με αφορμή την άνοδο του Ναπολέοντα στην εξουσία (έστω και προσωρινή με μιά περίοδο διάρκειας εκατό ημερών) και τους κινδύνους που αυτό εγκυμονούσε λόγω της ταχείας εξάπλωσης των ιδεών της επανάστασης, υπογράφεται στις 16 Σεπτεμβρίου του 1815 η δημιουργία μιάς αποτρεπτικής και κατασταλτικής ταυτόχρονα στρατιωτικής συμμαχικής δύναμης με σκοπό την εξάλειψη παρόμοιων φαινομένων στην περίπτωση επανεμφανίσεώς τους. Το σχέδιο επινοήθηκε από τον ίδιο τον Τσάρο της Ρωσίας Αλεξάνδρο τον 1ο, και εκπονήθηκε επιμελώς και με μεγάλη υλοποιητική ακρίβεια από τον πρίγκιπα Μέτερνιχ – με έμμεσες πιέσεις προς τον αυτοκράτορα της Αυστρίας πέτυχε να τον πείσει να στηρίξει άμεσα την πρωτοβουλία του Τσάρου, παρουσιάζοντας τόσο εκείνον όσο και το ρωσικό κράτος, ως αληθινούς θιασώτες και υποστηρικτές της παραδοσιακής μοναρχίας και του πατερναλισμού. Μεταξύ των  συμμετεχόντων σ’αυτήν την ένωση, που ονομάστηκε Ιερά Συμμαχία, εκτός από τη Ρωσία, εισχώρησαν ο αυτοκράτορας της Αυστρίας, Φραγκίσκος ο 1ος, καθώς και ο βασιλιάς της Πρωσίας, Φρειδερίκος Γουλιέλμος ο 3ος. Από την άλλη πλευρά υπήρξαν μικρότερα κράτη των οποίων οι ηγέτες  είχαν εντελώς διαφορετική γνώμη, πάνω στην ύπαρξη και τη λειτουργία αυτού του συνασπισμού κρατών(εξαιτίας της αντίθετης άποψης που υποστήριζαν κάποιοι βασιλικοί οίκοι). Η κάθε μία όμως για διαφορετικά αίτια και επιμέρους υποκειμενικούς σκοπούς, καθώς και προθέσεις μεμονόμένου συμφέροντος. Σε αυτό το σημείο διακρίνεται (έστω και αμυδρά στην αρχή) για πρώτη φορά η αδυναμία μιάς κοινής πορείας και η μη τήρησή της από τους πρωταγωνιστές του συνεδρίου της Βιέννης, η οποία αν και σε πρώτο στάδιο θεωρείται μερική – η Αγγλία ήταν κυρίως εκείνη που εκ των τεσσάρων νικητών διαφωνούσε στην ύπαρξη αυτού του σχήματος ισχύος, με αποτέλεσμα τη μερική διαράγισή του –, η έλειψη συνοχής έκανε να προβάλει τελικά η υπερίσχυση των πολυειδών συμφερόντων ενός μόνο κράτους, σε αντίθεση με τα επιθυμητά συλλογικά (όπως αυτά είχαν οριστεί από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής) και της διά συμφωνιών νομίμου επικράτησης σε διεθνές επίπεδο ενός κοινώς αποδεκτού ισχύοντος συμπεριφορικού πλαισίου. Εναντίον της Ιεράς Συμμαχίας και με έντονα αρνητικό ύφος εκφράστηκε ο Κάστλρινγκ που διατελούσε στο συνέδριο καθήκοντα εκπροσώπου του βρετανικού θρόνου, θεωρώντας αυτού του είδους την κίνηση σαν μία πράξη απερίσκεπτη και καθαρά μυστικιστική απέναντι στους άλλους συμμάχους. Παρ’όλα αυτά οι φανεροί λόγοι που οδήγησαν προς την αποκλίνουσα γνώμη είχαν για βασικό τους σημείο ένα εντελώς διαφοροποιημένο φάσμα πολιτικών αντιλήψεων και εσωτερικών λειτουργικών παραμέτρων, με συνέπεια να υφίσταται μία διαφορετικού γνωρίσματος αντιμετώπιση πάνω σε θέματα που αφορούσαν τη διεθνή οικονομική και πολιτική σκηνή – η Μεγάλη Βρετανία ως θιασώτης συνταγματικών αυτοπροσδιορισμών στις εκάστοτε πολιτικές διαδικασίες εμπεριείχε  ανάλογους διοικητικούς μηχανισμούς, που επέτρεπαν την ενεργή παρέμβαση από την πλευρά του υπουργικού συμβουλίου πάνω σε αποφάσεις  που αφορούσαν ποικίλα ζητήματα (όπως για παράδειγμα εκείνα που περιλάμβαναν την εξωτερική πολιτική), υπερκεράζοντας πολλές φορές και όπως αυτό οριζόταν από τις θεσμικές λειτουργίες, τις απόψεις και επιθυμίες του εκάστοτε μονάρχη. Στο επίπεδο όμως των διεθνών σχέσεων και της διπλωματίας διακρίνονταν οι πραγματικοί λόγοι που το Ηνωμένο Βασίλειο απείχε της Ιεράς Συμμαχίας, ως συμμετέχων μέλος. Η κύρια αιτία εδραζόταν στην υποβόσκουσα αντιπαλότητα που υπήρχε με το αντίπαλο δέος, τη Ρωσία, καθώς η συμμαχία αυτή (η Ιερά Συμμαχία) θεωρείτο σαν μία επιπλέον αφορμή από την πλευρά του Τσάρου για επέμβαση στα εσωτερικά των ευρωπαϊκών κρατών, προκαλώντας μονίμως ανταγωνιστικές ροπές ανάμεσα στις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Τα δύο συγκεκριμένα κράτη στην πραγματικότητα ήταν και τα ισχυρότερα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Η Αγγλία από τη δική της πλευρά ήταν μία χώρα που αναπτύσσοταν διαρκώς εξαιτίας της ισχυρότατης οικονομίας της και του διεθνούς εμπορίου, ενώ η Ρωσία λόγω της μεγάλης της δημογραφίας και της πληθυσμιακής ανάπτυξης, καθίστατο με βάση τα αριθμητικά δεδομένα ως η ισχυρότερη στρατιωτική ηπειρωτική δύναμη επί χερσαίου εδάφους∙ θεωρητικά πάνω σε αυτό το πεδίο μπορούσε να επιβληθεί ή να επεκταθεί συνοριακά, ανάλογα με αυτό που μελλοντικά θα επέβαλλαν οι εκάστοτε συνθήκες. Εκείνο που δεν ήθελε το αγγλικό κράτος, ήταν η Ρωσία να μην έχει τη δυνατότητα ισχυρού πολιτικού ερείσματος στα ευρωπαϊκά πράγματα και να εφαρμόζει ισχυρές εξωτερικές επιρροές και πιέσεις, προσπαθώντας έτσι να  προκαλέσει τον γεωπολιτικό της αποκλεισμό· υπήρξαν από το ρωσικό κράτος απόπειρες για επεμβάσεις στα Βαλκάνια καθώς και η αναζήτηση σχεδίων που θα του επέτρεπαν να επεκτενει τα σύνορά του ή να εξαπλώσει την δράση του προς τον νότο και την ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, που κατά ένα μεγάλο μέρος οι περιοχές αυτές ήταν ζωτικής και στρατηγικής σημασίας για τα βρετανικά εμπορικά συμφέροντα. Αντίθετο στη δημιουργία της Ιεράς Συμμαχίας ήταν επίσης και το μικρό κράτος του Βατικανό. Ο Πάπας έβλεπε με καχυποψία τη στρατιωτική συμμαχική σύγκλιση των τριών ηγεμόνων, λόγω της διαφορετικότητος του χριστιανικού δόγματος στο οποίο ανήκε ο καθένας ξεχωριστά∙ η από κοινού  συγκεκριμένη ενέργεια στηριζόταν από έναν χριστιανό ορθόδοξο, που ήταν ο τσάρος, τον καθολικό αυτοκράτορα της Αυστρίας και τον ηγεμόνα της Πρωσίας που ανήκε στο προτεσταντικό δόγμα. Ακόμη στη συμμαχία δεν μπορούσε να εισχωρήσει η Οθωμανική αυτοκρατορία, διότι ο Σουλτάνος, όπως και ένα μεγάλο πληθυσμιακό της κομμάτι δεν ασπαζόταν στον χριστιανισμό.
Η πραγματοποίηση της Ιεράς Συμμαχίας έγινε στο όνομα της δικαιοσύνης, της αγάπης και της ευημερίας μεταξύ των λαών, έχοντας για επιστέγασμά της τη χριστιανική πίστη η οποία εγγυάτο τη συνοχή πάνω στη συνεργασία των μελών της και τη μέγιστη δυνατή ενδυνάμωση των σχέσεών τους, περιλαμβάνοντας ταυτόχρονα ως ενοποιητικό στοιχείο την υπακοή όλων των χριστιανών μοναρχών και ηγεμόνων της Ευρώπης. Η βασική αρχή καθορισμού αυτού του πλαισίου περιλάμβανε ένα ευρύ κανονιστικό corpus ρυθμιστικών διατάξεων, και μία κατ’ακολουθία σειρά απαραίτητων διαδικασιών που θα έπρεπε να εφαρμόζονται με σκοπό την υλοποίηση ειδικών παρεμβατικών ενεργειών, που θα επιδίωκαν τη μεταβολή της εκάστοτε διάταξης σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό πεδίο∙ η τριμερής συμμαχία μέσω της αρχής της παρέμβασης, θα ασκούσε μόνιμη επιτήρηση στα υπόλοιπα κράτη με σκοπό την επίτευξη της ομαλότητας και της ισορροπίας. Η δραστηριότητα του νέου συνασπισμού θα καθοριζόταν στην από κοινού δράση που θα ήταν βασισμένη στη λειτουργία ενός καταστατικού χάρτη, ο οποίος αν και αρχικά υπήρξε σημαντικά περιορισμένος (ως προς τις λειτουργίες του ρυθμιστικού του πλαισίου που όριζαν τις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων σχέσεις), υπήρξε άμεσα συγκεκριμενοποιημένος ως προς την επίτευξη του επιθυμητού αποτελέσματος, μέσα από την ύπαρξη εμπεριεχόντων συνθετικών στοιχείων που θα όριζαν την ομαλή και απρόσκοπτη εφαρμογή του. Στις προθέσεις των τριών μεγάλων δυνάμεων εντάσοταν η καταστολή πιθανών επαναστατικών κινημάτων που θα εμφανίζοντο είτε τοπικά και περιφεριακά, είτε σε διεθνές επίπεδο – δηλαδή η συλλογική ή μερική απόπειρα ανατροπής της υπάρχουσας πολιτικής κατάστασης, που διά θείου νόμου οριζόταν από τη μοναρχία και την παράδοση. Μέσω αυτών τών απόφασεων η συμμαχία θα προσπαθούσε να ανατρέψει εθνικιστικές ροπές, στόχος των οποίων θα ήταν η παγίωση της αυτοδιάθεσης και ελευθερίας των λαών μέσα από την παροχή ατομικών δικαιωμάτων, καθώς και η οριστικοποίηση πολιτικού χάρτη συνταγματικού τύπου (ακολουθώντας πιστά τη δομή του αγγλικού μοντέλου διακυβέρνησης)∙ η διαρκής επιτήρηση των τριών συμμάχων επέβαλε μία σχεδόν ολική κυριαρχία πάνω στους λαούς της Ευρώπης, αποτρέποντας μελλοντικές αποκλίσεις την καθεστηκυΐα ευρωπαϊκή πολιτική τάξη πραγμάτων. Συνεπώς η μοναρχία θα θωρακιζόταν απέναντι σε ενδεχόμενες εθνικιστικές εξάρσεις, σκοπός των οποίων θα ήταν η ανατροπή της παράδοσης και του Ancien Règime, με την επίτευξη εξάλειψης κάθε μελλοντικής απόπειρας νομιμοποίησης επαναστατικών κυβερνήσεων.

Klemens Wenzel Fürst von Metternich
(1773-1859)

Ένα από τα κεντρικά πρόσωπα που έλαβε μέρος στο συνέδριο της Βιέννης καθώς υπήρξε και ένας από τους βασικούς σχεδιαστές και διαμορφωτές του, ήταν ο πρίγκιπας Μέτερνιχ. Διορισμένος στη θέση αυτή από τον αυστριακό ηγεμόνα και με δεινή διπλωματική αλλά και πολιτική ικανότητα, επιτέλεσε σημαντικότατο έργο με την προσφορά των υπηρεσιών του, όχι μόνο στην προσπάθειά του για την αναδόμηση της Ευρώπης της μεταπολεμικής περιόδου, αλλά και ως ο κύριος θεμελιωτής της νέας γεωπολιτικής και γεωοικονομικής διάταξης του ευρωπαϊκού χώρου. Προήδρευσε του συνεδρίου, και παράλληλα, προσπάθησε να εργαστεί με σκοπό την προώθηση των συμφερόντων του αυτοκρατορικού θρόνου των Αψβούργων. Κύριος διπλωματικός του αντίπαλός θεωρείται ο γάλλος πρίγκιπας Ταλλεϋράνδος, που και εκείνος από τη δική του πλευρά αγωνιζόταν σθεναρά για τα συμφέροντα της Γαλλίας∙ στον αντίποδα βρέθηκε επίσης και ο Ιωάννης Καποδίστριας ο οποίος στήριζε τους επαναστατημένους Έλληνες κατά τη διάρκεια του αγώνα της ανεξαρτησίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία, όπως και για τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Ο Μέτερνιχ δεσμεύτηκε απέναντι στους εκπροσώπους των άλλων μεγάλων δυνάμεων για την επαναφορά της Ευρώπης στην προεπαναστατική περίοδο μέσα από την όσο το δυνατόν ταχύτερη επαναφορά των τότε επικρατούντων πολιτικών συστημάτων, με γνώμονα τη μεταξύ τους στενή και διαυγή συνεργασία, που θα στηριζόταν στον κοινό πολιτικό ιδεολογικό πυρήνα. Ο τρόπος σκέψης αλλά και το πολιτικό του ιδεολογικό υπόβαθρο έκαναν να προβάλουν εναργώς οι κατευθύνσεις και οι διαδρομές που θα ακολουθούσε, σαν συνέπεια πολύπλοκων διπλωματικών εφαρμοστικών κινήσεων. Ως προσωπικότητα θεωρείτο επίσης συντηρητική, χωρίς να προβάλλει έντονες τάσεις ανανεωτισμού ή νεωτερισμού που θα του επέτρεπαν ιδεολογικές αποκλίσεις επί των πολιτικών κυρίως ζητημάτων. Ήταν επίσης θιασώτης και υποστηρικτής της παραδοσιακής μοναρχίας και του απόλυτου πατριαρχισμού. Πίστευε στο εκ του Θεού πηγαζόμενο δίκαιο ως υπεράνω όλων των κοσμικών νομικών και διοικητικών συστημάτων, και στην ευλαβική υπακοή που θα έπρεπε να δείχνουν οι μονάρχες και οι υπήκοοι των βασιλείων της Ευρώπης, απέναντι σ’αυτήν την υπέρτατη αξία που απαρέγκλιτα εκπροσωπείτο μέσα από τη χριστιανική θρησκεία και πίστη, στοιχεία στα οποία στηριζόταν ολόκληρος ο δομικός πυρήνας του θεσμού της βασιλείας. Νιώθοντας πάνω απ’όλα ευρωπαίος και δευτερευόντως ότι ανήκει προσδιορισμένα σε κάποιο έθνος, βασίλειο η κράτος, θεωρούσε τους αυτοκρατορικούς σχηματισμούς λειτουργικώς ορθότερους – ως γεωγραφικές και πολιτικές οντότητες αποτελούντο ως προς τη σύνθεσή τους από ομοσπονδίες βασιλείων –, σε σχέση με τα άλλου είδους νομικά πρόσωπα διεθνούς δικαίου (όπως για παράδειγμα τα υπό ανεξάρτητης μορφής Έθνη – Κράτη). Ακόμη θεωρούσε μεγάλο εχθρό για την πολιτική και την ευρύτερη λειτουργική ευρυθμία της Ευρώπης τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, τον φιλελευθερισμό και την προσπάθεια  των λαών για αυτοδιάθεση και κυριαρχία –  ένα σύνολο κοινωνικοπολιτικών ορισμών, αντίθετα προς τα δικά του πιστεύω που προέκυψαν στον ευρύτερο πολιτικό ευρωπαϊκό χώρο με τη γαλλική επανάσταση, και τους επεκτατικούς πολέμους του Ναπολέοντα. Πίστευε ακόμη πως οι ιδέες αυτές αν και επικίνδυνες για τη σταθερότητα της μοναρχίας και του φεουδαρχικού συστήματος, διαπνέονταν από κάποιες καινοτομίες, οι οποίες ίσως να μπορούσαν να βελτιώσουν κάποια αδύνατα σημεία του τρέχοντος εξουσιαστικού συστήματος. Σ’αυτό το σημείο ο Μέτερνιχ πιθανόν να άρχισε να διακρίνει και τις αναπότρεπτες ολικές ή μερικές αλλαγές και μεταβολές που θα επέρχονταν σε βάθος χρόνου, σαν συνέπεια της ορμής της των ιδεών του διαφωτισμού, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει και την ατονία των πάγιων αντιλήψεών του περί δεσποτισμού και αποκατάστασης του Ancien Règime. Η αντιστροφή των επαναστατικών εξάρσεων πίστευε πως μονάχα με δύο τρόπους θα μπορούσε να γίνει υλοποιήσιμη: με το μέτρο της πολιτικής παλινόρθωσης (restaurazione) του οποίου η εφαρμογή θα γινόταν μέσα από τη σχεδίαση ενός κεντρικού μηχανισμού, που θα περιλάμβανε κατάλληλες μεθόδους με σκοπό την καθολική εξουδετέρωση της επαναστατικής ιδεολογίας∙ και με την άμεση επίτευξη της ισορροπίας μεταξύ των ισχυρών κρατών της Ευρώπης – για τα δεδομένα της εποχής λόγω του αριθμού των ισχυρών κρατών (πάνω από δύο), η δομική μορφή της επιτυγχανόμενης ισορροπίας θα είχε πολυπολικό σχηματισμό –, αφού πρώτα θα οριστικοποιούταν ένα συνόλο γεωπολιτικών αναδιατάξεων επί των συνόρων, και αντισταθμίσεων ή μεταβολών, σ’επίπεδο ισχύος.  Η πραγματική όμως πρόθεση του Μέτερνιχ ήταν ο παραγκωνισμός των άλλων εταίρων του συνεδρίου, με σκοπό την προώθηση και  επίτευξη των συμφερόντων του αυστριακού κράτους και του οίκου των Αψβούργων· στο πεδίο των στρατηγικών του τακτικών περιλαμβάνονταν θεμιτά ή αθέμιτα μέσα που τελικά κατέληγαν στην επίτευξη πετυχημένων διπλωματικών ελιγμών και ανάλογων αποτελεσμάτων, προωθώντας συν τω χρόνω και καθ’όλη την πορεία του συνεδρίου στη Βιέννη την πραγματοποίηση συμμαχικών κύκλων με εκπροσώπους μικροτέρων δυνάμεων. Σε ζητήματα που αφορούσαν την ισορροπία ισχύος ανάμεσα στα κράτη του ευρωπαϊκού χώρου, ο αυστριακός εντεταλμένος την προσδιόριζε με βάση την εκ θεμελίων και ευρεία πολιτική, στρατιωτική και συνοριακή αναδιάταξη. Έκρινε πως ήταν απαραίτητο μετά τη λήξη των πολεμικών συγκρούσεων (μετά την οριστική ήττα του Ναπολέοντα κατά την περίοδο των εκατό ημερών στην εξουσία), η επαναφορά και παγιοποίηση του μοναρχικού θεσμού, με ταυτόχρονη την επιβολή κατάργησης στην Ευρώπη της ύπαρξης των οποιονδήποτε συνταγματικών μορφών διακυβέρνησης, ως  αναγκαίο για την αναδημιουργία ισχυρών ομοσπονδιακών δομών, η σύνθεση των οποίων θα αποτελείτο από βασίλεια καθώς οι μεταξύ τους ισόρροπες διακρατικές σχέσεις θα εξασφάλιζαν την ευρυθμία και την ομαλότητα, εξασφαλίζοντας έτσι τη διαρκή ειρήνη και την εξ’ολοκλήρου αποτροπή μελλοντικών πολεμικών αναμετρήσεων μεταξύ των ισχυρών κρατών. Με την υλοποίηση τέτοιων συλλογικών διεθνών πολιτικών σχημάτων θα προέκυπτε η επιθυμητή αναδιοργάνωση του ευρύτερου ευρωπαϊκού ηπειρωτικού χώρου, περιλαμβάνοντας στη λειτουργία των συμμαχικών σχέσεων μεταξύ των κρατών, σημαντικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς που θα αναπτύσσονταν εξελιγκτικά με βάση τη διάταξη της νέας συμμαχικής στρατιωτικής ισχύος∙ οι ευρωπαϊκές χώρες θα εισέχοντο σε μία νέα περίοδο απαρέγκλιτης και περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ολοκληρωμένη μορφή εταιρικής συνοχής εντός ομοσπονδιακών λειτουργικών μορφοποιήσεων, σε σχέση με τους πολιτικοστρατιωτικούς συμμαχικούς σχηματισμούς διεθνούς χαρακτήρα που προηγήθηκαν τους προηγούμενους αιώνες, και την περίοδο της γαλλικής επανάστασης και των πολεμικών συγκρούσεων κατά τη διάρκεια των ναπολεόντιων πολέμων. Ο πρίγκιπας Μέτερνιχ θεώρησε επίσης πως παρ’όλη την πραγματοποίηση του συγκεκριμένου τύπου πολιτικής και στρατιωτικής σύγκλισης (ως σημείο εξισορρόπησης και ομαλοποίησης των υπό ανάπτυξη υφιστάμενων διακρατικών σχέσεων), η πλήρης ολοκλήρωση και υλοποίηση των μακροπρόθεσμων σχεδίων του, θα λάμβανε την τελική της μορφή μετά από την αναγκαία διασυνοριακή αναδιάρθρωση που θα περιλάμβανε μία προσεκτική σχεδίαση πάνω στην  αναδιανομή εδαφών, και τέλος, τη δημιουργία σφαιρών επιρροής που θα διαχειρίζονταν για κοινό όφελος οι μεγάλες δυνάμεις.
Εν κατακλείδι ο πρίγκιπας Μέτερνιχ ήταν ο άνθρωπος που έθεσε τα θεμέλια της νέας μορφής που θα έπαιρνε η Ευρώπη, κρίνοντας πως οι ιδέες του περί απόλυτης μοναρχίας και πατερναλιστικής ιδεολογικής ολοκλήρωσης θα ευνοούσαν την ακόμη καλύτερη λειτουργία, και τις σχέσεις μεταξύ των κρατών (και τη γενική ευρυθμία σε όλο της το υπαρκτικό φάσμα, η οποία θα λάμβανε χώρα εντός ομοσπονδιακών σχηματισμών), στην επερχόμενη και διαφοροποιημένη ευρωπαϊκή κοινωνία. Τέλος πίστευε σε μία Ευρώπη που δεν θα ήταν χωρισμένη σε κράτη-έθνη, αλλά με μία υπόσταση τέτοια που θα εδραζόταν πάνω σε μία ενιαία και αδιαίρετη πολιτική, οικονομική και κοινωνική μονάδα που στην κορυφή της θα είχε έναν και μόνο μονάρχη-ηγεμόνα, ο οποίος θα ενσάρκωνε εκτός από τους παραδοσιακούς νόμους, τον ίδιο τον Θεό, με κυρίαρχο επίσης σημείο αναφοράς τη βαθιά πίστη προς τον χριστιανισμό.

ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΙΕΝΝΗ ΣΥΝΕΔΡΙΑ
Το κλείσιμο των εργασιών του συνεδρίου της Βιέννης – στις 9 Ιουνίου του 1815 θεσπίστηκε ο οριστικός καταστατικός χάρτης επί των ληφθεισών αποφάσεων ανάμεσα στις νικήτριες δυνάμεις – οριστικοποιήθηκε με την δέσμευση των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών να συνέρχονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, με σκοπό να διασκέπτονται πάνω στα κοινού ενδιαφέροντος διάφορα ζητήματα, προβλήματα ή διαφορές που πιθανόν ν’ανεφύοντο στα επόμενα χρόνια. Επιπλέον στις τελικές αποφάσεις περιλαμβανόταν και η μη έναρξη εργασιών σε ενδεχόμενα μελλοντικά συνέδρια, σε περίπτωση απουσίας κάποιου εκπροσώπου, των  συμμετεχόντων στο συνέδριο, χωρών. Οι συσκέψεις αυτές θα γίνονταν με σκοπό την ενδυνάμωση των διασυμμαχικών σχέσεων, της αδελφοποίησης και της ομόνοιας, με βασικό τους συστατικό γνώρισμα πάνω στα προκύπτοντα θέματα, τη συλλογική (και όσο το δυνατόν, όχι μερική) ομοφωνία. Οι δεκαετίες που ακολούθησαν (κυρίως στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα) κρίθηκαν καθοριστικές τόσο για την εμφορούμενη ιδεολογική αντοχή και συνοχή της Ιεράς Συμμαχίας – εξαιτίας των προβαλλόμενων επαναστατικών πιέσεων, κυρίως τοπικού-περιφεριακού χαρακτήρα, που έκαναν την εμφάνισή τους σε ολόκληρο σχεδόν το γεωγραφικό πεδίο της Ευρώπης –, αλλά και από την επερχόμενη οριστική ρήξη που επήλθε ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις που συνέθεταν το διευθυντήριο, έχοντας για αφορμή τον πόλεμο της Κριμαίας (1854-1856) που υπήρξε και η πρώτη ουσιώδης αιτία εκκίνησης της σταδιακής διαδικασίας διάσπασης των μεταξύ τους συμμαχικών δεσμών.
Το προσδιορισμένο πολιτικό και κοινωνικό θεωρητικό πλέγμα που εκπροσωπούνταν από τους γάλλους επαναστάτες, και τον διεθνή τους φορέα, την αυτοκρατορία του Ναπολέοντα Βοναπάρτη (του 1ου), αντί να εξασθενεί στις συνειδήσεις των λαών της Ευρώπης, γινόταν πλέον όλο και πιο ισχυρό. Έκαναν σταδιακά την εμφάνισή τους εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που επιζητούσαν εθνική ανεξαρτησία, συνταγματικά δικαιώματα, δημοκρατία και φιλελευθερισμό, αυτοδιάθεση των λαών (η έκφραση των οποίων θα γινόταν μέσα από την λαϊκή κυριαρχία), όπως και την οριστική κατάργηση των επικυρωμένων ληφθεισών αποφάσεων κατά τη διάρκεια του συνεδρίου της Βιέννης – επιθυμώντας δηλαδή αλλαγές στις ήδη προκαθορισμένες και τις εντός ευρέως φάσματος συλλογικές δομές όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών, καθώς και γεωπολιτικές ανακατατάξεις, επιζητώντας ως επί το πλείστον τη μεταβολή των συνόρων των κρατών, τα οποία είχαν χαραχθεί με θεμελιώδη κριτήρια τα οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά συμφέροντα των νικητριών δυνάμεων. Οι εθνικιστικές-επαναστατικές ομάδες καθοδηγούμενες από το πνεύμα του διαφωτισμού είχαν για πρωταρχικό τους σκοπό τη δημιουργία ολοκληρωμένων και συμπαγών εθνικών οντοτήτων, όπου το κάθε αναδυόμενο ανεξάρτητο έθνος θα χάρασσε πλέον μιά δική του ιστορική και ανεξάρτητη πορεία (επιτυγχάνοντας σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο βαθμό την εγκόλπωση των πολιτικών λειτουργικών προτύπων της Αγγλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η Ιερά Συμμαχία να υφίσταται συνεχείς πιέσεις που οδηγούσαν στη λήψη παρεμβατικών και κατασταλτικών μέτρων, με σκοπό την εξουδετέρωση των κατά τόπους εμφαινομένων εξεγέρσεων – η εμφάνιση των συγκεκριμένων επαναστατικών τάσεων προσδιορίστηκε χρονικά μέσα από τρείς κύριες περιόδους, των οποίων η επακόλουθη μεταξύ τους αλληλοδιαδοχή οδήγησε σταδιακά  στην οριστική συμμαχική διάσπαση μεταξύ των εταίρων του συνεδρίου.
Εξαιτίας των συγκεκριμένων επαναλαμβανόμενων προσπαθειών πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής μέσα από τη δράση των διαφόρων εθνικιστικών κινημάτων, τα κύρια μέλη του διευθυντηρίου λόγω της εξελισσόμενης και επιταχύνουσας αναγκαιότητας συνεδρίασαν τέσσερις φορές σε πλήρη σύνθεση, με πρόθεση να παρθούν αποφάσεις πάνω στα διάφορα θέματα που θ’αφορούσαν την ισορροπία στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Η πρώτη διάσκεψη πραγματοποιήθηκε στο Άαχεν της Γερμανίας στις 21 Νοεμβρίου 1818 αφορώντας τη ρύθμιση ενός συνόλου θεματικών παραμέτρων, γύρω από οικονομικά και στρατιωτικά ζητήματα ανάμεσα στις χώρες της συμμαχίας και το γαλλικό κράτος. Στις επικυρωμένες αποφάσεις – και στα κατ’επέκταση εφαρμοσθέντα διατάγματα – περιλαμβάνονταν η απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων από το έδαφος της Γαλλίας (η στάθμευσή τους στη γαλλική επικράτεια επιβαλλόταν με βάση το σύμφωνο των Παρισίων της 20ης Νοεμβρίου του 1815), καθώς και η μείωση του δημοσίου εξωτερικού χρέους η ύπαρξη του οποίου οφειλόταν στις πολεμικές αποζημιώσεις προς τους νικητές της περιόδου των ναπολεόντιων πολέμων. Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου στο Άαχεν οι ηγέτιδες χώρες (η Αγγλία και η Ρωσία, η Πρωσία, καθώς και η  Αυστρία) υπέγραψαν ένα σύνολο μυστικών πρωτοκόλλων – ονομάστηκαν πρωτόκολλα του Άαχεν – τα οποία εμπεριείχαν την απαρέγκλιτη επιβολή επιπρόσθετων δεσμεύσεων προς τα μέλη, αφορώντας την άμεση και ταχύτατη αποτροπή ενδεχόμενων επαναστατικών ενεργειών με σκοπό την ανατροπή των παραδοσιακών θεσμών, από πολιτικές ομάδες, θιασώτες του εκδημοκρατισμού, της παραχώρησης συντάγματος, καθώς και της αναγνώρισης ίσων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μεταξύ των αποφάσεων υπήρξε και η είσοδος της Γαλλίας ως ισότιμο μέλος στο club του συνασπισμού των κεντρικών ισχυρών κρατών.
Με την ολοκλήρωση των διαδικασιών η Ευρώπη πλέον θα εισέλθει σε μιά ολιγοετή περίοδο σταθερότητας και ομαλότητας, μέχρι την εκ νέου εμφάνιση αρνητικών (για τη μοναρχία και την παράδοση) πολιτικών φαινομένων. 
Μετά τη συνθήκη του Άαχεν ακολούθησαν άλλα τρία συνέδρια αιτία των οποίων υπήρξε η εμφάνιση νέων επαναστατικών ρευμάτων (κατά τη διάρκεια της  χρονικής περιόδου 1819-1821) οι προσπάθειες των οποίων – εκτός από κάποιες λιγοστές εξαιρέσεις που τελικά πέτυχαν να θέσουν τα πρώτα θεμέλια για τη μελλοντική αυτοδιάθεση των λαών, και την παροχή, κάποιων πρώϊμων πολιτικών και συνταγματικών ελευθεριών – και σε σχέση με αυτά που απαιτούσαν τα δημοκρατικά-φιλελεύθερα κινήματα, οδήγησαν εν τέλει στα  αντίθετα εκ των προσδοκωμένων επιθυμητά αποτελέσματα. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου ξέσπασαν επαναστάσεις στη λατινική Αμερική (1819) με σκοπό τον τερματισμό της αποικιοκρατίας απο τους Ισπανούς, και έχοντας ταυτόχρονα την αμέριστη συμπαράσταση και έμπρακτη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών – με αφορμή την εξέλιξη των συγκεκριμένων γεγονότων ο αμερικανός πρόεδρος Monroe το έτος 1823, εξέφρασε το δόγμα η ‘’Αμερική στους αμερικανούς’’ –, οι οποίες πλέον δεν αποδέχοντο από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα την ανάμιξη ή την παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα των κρατών της Λατινικής Αμερικής. Παρόμοιες τάσεις υπήρξαν και στη νότιο Ιταλία και ειδικά στο βασίλειο των δύο Σικελιών (το έτος 1820) – στη συγκεκριμένη περίπτωση οι δημοκρατικοί στην προσπάθειά τους είχαν τη στήριξη των καρμπονάρων –, με συνέπεια τη βίαιη καταστολή τους από τα αυστριακά στρατεύματα. Παρόμοια φαινόμενα έκαναν την εμφάνισή τους την ίδια χρονιά και στην Ισπανία, που έληξαν με την άμεση επέμβαση των γαλλικών στρατευμάτων με σκοπό την προστασία του μοναρχικού πολιτεύματος. Επίσης επανάσταση έγινε και στην Ελλάδα το έτος 1821 που τελούσε υπό το καθεστός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας∙ κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο έγινε η διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Επιδαύρου, από την τότε  νεότευκτη κυβέρνηση εθνικού χαρακτήρα. Η ελληνική επανάσταση θεωρήθηκε ίσως η πρώτη ουσιώδης αιτία έντονης σκέψης και προβληματισμού, προκαλώντας όμως μεγάλες αποκλίσεις ως προς τις επιμέρους απόψεις των εταίρων του διευθυντηρίου, που περιλάμβαναν διαφοροποιήσεις όχι μόνο για την τύχη του ελληνικού έθνους, αλλά και στον τρόπο ανάπτυξης και την περεταίρω επέκταση και των σημαντικότατων ζωτικών εμπορικών συμφερόντων (που αφορούσαν τόσο την ευρύτερη, όσο και την επιμέρους ευρωπαϊκή οικονομία) που υπήρχαν στη θαλάσσια περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα τις αναγκαία επιδιωκώμενες αμφοτεροβαρείς ισορροπίες ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη και την Υψηλή Πύλη.
Γενικά ήταν μία περίοδος έντονης δοκιμασίας και αντοχής σχετικά με την επιβίωση και εδραίωση της μοναρχίας, κυρίως όμως, για την ύπαρξη της ιδεομορφικής της πολιτικής οντότητας.
Η επόμενη σύγκληση των μελών της Ιεράς Συμμαχίας – στην οποία συμμετείχαν αρχικά η Αυστρία, η Πρωσία και η Ρωσία – πραγματοποιήθηκε στο Τρόπαου (στην περιοχή της σημερινής Τσεχίας) στις 23 Οκτωβρίου του 1820, και διήρκησε μέχρι τις 17 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους∙ αργότερα, και κατά την πορεία των εργασιών εισήλθε και η Αγγλία στο συνέδριο ως ισότιμος συνομιλητής. Ο λόγος της νέας σύγκλησης υπό την αιγίδα των μεγάλων δυνάμεων, είχε ως αιτία την επανάσταση που ξέσπασε στο βασίλειο των δύο Σικελιών – οι ταραχές είχαν για αφετηρία τους την πόλη της Νάπολης που ήταν και η πρωτεύουσα του βασιλείου – τον Ιούλιο του 1820. Οι δημοκρατικοί απαιτούσαν τη δημιουργία συνταγματικού χάρτη από τον βασιλιά Φρειδερίκο, ο οποίος υπό το βάρος έντονων πολιτικών πιέσεων αναγκάστηκε να οδηγηθεί στην παραχώρηση συντάγματος, ατομικών ελευθεριών, καθώς και πολιτικών δικαιωμάτων. Στις 19 Νοεμβρίου του ιδίου έτους οι σύνεδροι υπέγραψαν το πρωτόκολλο του στο οποίο θεσπίζονταν υπό επικυρωμένης μορφής, αποφάσεις, που απαρέγκλιτα επέβαλαν την εύρεση αναγκαστικών λύσεων για τον τερματισμό της κρίσης, περιλαμβάνοντας επίσης και ένα ιδιαίτερα δεσμευτικό άρθρο που προέβλεπε την απομάκρυνση από την Ιερά Συμμαχία των κρατών εκείνων, των οποίων η πολιτική κατάσταση θα άλλαζε εξαιτίας επαναστατικών εξεγέρσεων και των παρεπόμενων πολιτικών μεταβολών. Στις παραγράφους του συγκεκριμένου άρθρου αναφερόταν επίσης ότι ο συμμαχικός αποκλεισμός θα συνεχιζόταν όσο στο εν λόγω κράτος δεν θα υπήρχε ακόμη η δυνατότητα επαναφοράς, μέσω της εφαρμογής της παλινόρθωσης, πίσω στους παραδοσιακούς θεσμούς.
Το Λάιμπαχ (Λουμπιάνα) υπήρξε ο επόμενος τόπος συνάντησης των μεγάλων δυνάμεων που αφορούσε την εκ νέου προσπάθεια επίλυσης των ήδη υφισταμένων προβλημάτων στον ευρωπαϊκό χώρο, καθώς και εκείνων που προέκυψαν κατά τη χρονική διάρκεια του συνεδρίου, η οποία διήρκεσε απο τις 26 Ιανουαρίου μέχρι και τις 12 Μαΐου του 1821. Την περίοδο εκείνη η επανάσταση στο βασίλειο των δύο Σικελιών συνεχιζόταν ενώ ταυτόχρονα ξέσπασε εξέγερση και στην Ισπανία από δημοκρατικές κοινωνικές ομάδες, αναγκάζοντας την Ιερά Συμμαχία στην ανάληψη άμεσων μέτρων και δραστικών κατασταλτικών ενεργειών ούτως ώστε να επιτευχθούν οι επιθυμητές συνθήκες που θα επανέφεραν προς τη μοναρχία την εσωτερική πολιτική κατάσταση των δύο κρατών. Ο πρίγκιπας Μέτερνιχ μέσα από δικές του παρεμβάσεις και διπλωματικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς, πέτυχε την ομόφωνη απόφαση των υπό διάσκεψη μελλών της συμμαχίας για στρατιωτική λύση του προβλήματος με σκοπό την εξουδετέρωση των επαναστατών, προστατεύοντας κατ’αυτόν τον τρόπο την αρχή της παράδοσης και της σταθερότητας.    Αποφασίστηκε στρατιωτική επέμβαση στη Νάπολη με αποστολή στρατευμάτων από την πλευρά της Αυστρίας, με συνέπεια τον εκμηδενισμό της δράσης των τοπικών επαναστατικών πυρήνων. Ακόμη γνωστοποιείται στους συνέδρους και επαναστατική δράση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες – η οποία έγινε με παρακίνηση των ορθόδοξων πληθυσμών, κάνοντας ταυτόχρονα την εμφάνισή της στις 21 Φεβρουαρίου του 1821 στη Μολδαβία και τη Βλαχία – την οποία οργάνωσε, και εν συνεχεία υλοποίησε, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, με τη βοήθεια ενός νεοδημιουργηθέντος στρατιωτικού σώματος που είχε την ονομασία ‟Ιερός Λόχος”∙ στην περίπτωση αυτή υπήρξε εντός της διοικητικής επικράτειας της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και συγκεκριμένα στον βαλκανικό χώρο, η πρώτη απόπειρα πολιτικής και εθνικής ταυτόχρονα ανεξαρτησίας, υποκεινούμενη αρχικά από τμήματα του ελληνικού πληθυσμού. Η διαφορά όμως της συγκεκριμένης κίνησης από την πλευρά του Υψηλάντη, εν συσχετισμώ προς τις άλλες που έκαναν την εμφάνισή στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό χώρο, και τον αντίστοιχο στην Λατινική Αμερική, ήταν η απόφαση από την πλευρά των συμμάχων να μην προχωρήσουν στην ανάληψη στρατιωτικής επέμβασης, και αυτό διότι, η Ρωσία κράτησε ουδέτερη στάση στο ζήτημα θέλοντας να δείξει κατ’αυτόν τον τρόπο την αντίθεσή της σε μία επέμβαση στρατιωτικού χαρακτήρα. Τα επιχειρήματα που η τσαρική αυλή πρόβαλε ως ανασταλτικά σχετικά με τη μη εισβολή των συμμαχικών στρατευμάτων στις Ηγεμονίες, ήταν κατα βάση, ότι ο Υψηλάντης ανήκε στις τάξεις του ρωσικού στρατού υπό της ιδιότητος του υπασπιστή του τσάρου Αλέξανδρου του 1ου , και ακόμη, λόγω της ομόδοξης θρησκευτικής πίστης που επίσης χαρακτήριζε τους λαούς των βαλκανικών χωρών. Για να μην υπάρξει διαρράγηση των δεσμών μεταξύ των συμμάχων ο Αλέξανδρος προέβη σε πράξη διαγραφής του Υψηλάντη από τις τάξεις του ρωσικού στρατού, προσπαθώντας έτσι να περιορίσει πιθανές υποψίες γύρω από μία ενδεχόμενη συμμετοχή των ρώσων ως υποκινητές της εξέγερσης. Με την κίνηση παύσης από τη στρατιωτική υπηρεσία του υπασπιστή του ό τσάρος προσπάθησε να καθησυχάσει κυρίως τον πρίγκιππα Μέτερνιχ, ο ποίος πίστευε ως ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι η επανάσταση ξεκίνησε σε ρωσικό έδαφος, και ακόμη περισσότερο, ότι ο Υψηλάντης ανήκε στις τάξεις του ρωσικού στρατού – έκρινε επίσης πως οι συγκεκριμένες παράμετροι θα μπορούσαν να διαδραματίσουν αρνητικότατο ρόλο στις σχέσεις της Ρωσίας με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, δημιουργώντας σοβαρό πρόβλημα στη συνοχή της ίδιας της Ιεράς Συμμαχίας. Η φραστική καταδίκη της εξέγερσης έγινε από τον εκπρόσωπο του τσάρου στο συνέδριο του Λάιμπαχ, τον Ιωάννη Καποδίστρια (εκείνη την περίοδο διατελούσε ταυτόχρονα και χρέη υπουργού των εξωτερικών του ρωσικού κράτους), ο οποίος διεργάσθη το θέμα της κοινοποίησής της τόσο προς τους άλλους συνέδρους, όσο και προς τον ίδιο τον Υψηλάντη και τους υποστηρικτές του.
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου ελήφθησαν επιπρόσθετες αποφάσεις που σχετίζοντο με την οριστική παύση του εμπορίου των νέγρων που προέρχοντο από την αφρικανική ήπειρο, καθώς και πάνω στην άμεση λήψη αναγκαίων μέτρων γύρω από την καταστολή και εξάλειψη της πειρατείας∙ ο χώρος δράσης της κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο υπήρξε στις περιοχές του Ατλαντικού ωκεανού, με συνέπεια την παρεμπόδιση της διάπλευσης των εμπορικών πλοίων που κινούντο ανάμεσα στην ευρωπαϊκή και την αμερικανική ήπειρο.
Η διάσκεψη του Λάιμπαχ έκλεισε με νέα απόφαση (εισηγήτής της οποίας ήταν ο πρίγκιππας Μέτερνιχ) επανάληψης των συνομιλιών στην πόλη της  Βερόνας στην Ιταλία, με σκοπό να αποφασισθούν καινούργια μέτρα αντιμετώπισης που θ’αφορούσαν τις συνεχιζόμενες επαναστάσεις στον ιταλικό νότο, την Ισπανία και τη Λατινική Αμερική, και ακόμη για την εξέυρεση λύσεων πάνω στην αναφυόμενη εξέγερση στον νότιο ελλαδικό χώρο∙ η επανάσταση στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες υπό την αρχηγία του Αλέξανδρου Υψηλάντη είχε πλέον οδηγηθεί στο τέλος της χωρίς κάποιο αποτέλεσμα, ξέσπασε όμως  στην κυρίως Ελλάδα, με προσδιοριστικό της χαρακτηριστικό γνώρισμα τη συνεχή γεωγραφική της εξάπλωση.
Το συνέδριο της Βερόνα (η συνέδριο των μεγάλων) διήρκησε από τις 20 Οκτωβρίου του 1822 μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους, καθώς υπήρξε και το τελευταίο υπό πλήρη συμμαχική σύνθεση. Οι βασικοί συμμετέχοντες ήταν η Αυστρία, η Πρωσία, η Αγγλία και η Ρωσία, όπως επίσης κι ένας αριθμός μικρότερων κρατών-βασιλείων, που όμως, λόγω της δευτερεύουσας σημασίας που είχε η συμμετοχική τους παρουσία κατά τη διάρκειά του, η γνώμη των εκπροσώπων τους δεν καθίστατο καταλυτική, ή και αντίστοιχης βαρύτητας, επί των λαμβανομένων οριστικών αποφάσεων. Στις συζητήσεις αναζητήθηκε εκ νέου η εξεύρεση θετικών αποτελεσμάτων πάνω στα ευρείας γεωγραφικής διασποράς, προϋπάρχοντα, ή πρωτοεμφανιζόμενα, διάφορα επαναστατικά κινήματα. Συγκεκριμένα, ο βασιλιάς της Γαλλίας  Λουδοβίκος ο 18ος ζήτησε από την πλευρά του άμεση στρατιωτική παρέμβαση με σκοπό την αναδιαμόρφωση των εσωτερικών πολιτικών υποθέσεων της Ισπανίας, παρέχοντας η συμμαχία αρωγή στον βασιλιά Φερδινάρδο, από τον οποίο οι δημοκρατικές και φιλελεύθερες δυνάμεις ζητούσαν τη θέσπιση συντάγματος και την παραχώρηση ατομικών ελευθεριών, όταν ταυτόχρονα εξαπλώνονταν σημαντικά και τα επαναστατικά κινήματα στη Λατινική Αμερική, και ιδιαίτερα στις περιοχές των αποικιών που ανήκαν στον ισπανικό θρόνο. Στο ζήτημα που αφορούσε την καταστολή των εξεγερθέντων πολιτικών δυνάμεων στη σε ολόκληρη σχεδόν τη νότια Αμερικανική ήπειρο, η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούσαν αυστηρά αρνητική θέση σε μιά ενδεχόμενη προσπάθεια αποδυνάμωσής τους, και αυτό διότι, διακυβεύονταν άμεσα τα εμπορικά και οικονομικά τους συμφέροντα στην περιοχή. Τελικά με βέτο που προέβαλλη η Αγγλία αποφασίστηκε να μην πραγματοποιηθεί στρατιωτική επέμβαση στις αποικίες, κάτι που δεν έγινε στην περίπτωση της Ισπανίας. Μία άλλη σημαντική μεταβολή που υπήρξε ήταν και η επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανική αυτοκρατορία, που έγινε με επικύρωση ανάλογου πρωτοκόλλου στις 9 Νοεμβρίου 1822 – οι σχέσεις τους είχαν διακοπεί απότομα εξαιτίας των σφαγών που έκαναν οι οθωμανοί στους ορθόδοξους χριστιανούς στην πόλη της Κωνσταντινούπολης, ως αντίποινα για την εξέγερση των επαναστατημένων Ελλήνων. Το προς υπογραφή μεταξύ τους πρωτόκολλο συμφωνίας καθόριζε ακόμη την αποχώρηση του οθωμανικού στρατού από τα εδάφη της Μολδοβλαχίας, την ελεύθερη διέλευση του ρωσικού στόλου από τα στενά του Βοσπόρου, καθώς και τη δέσμευση της Υψηλής Πύλης για έναρξη συνομιλιών που θ’αφορούσαν την εξεύρεση οριστικής λύσης πάνω στο ελληνικό ζήτημα.
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου φτάνει από την Ελλάδα στην πόλη της Βερόνα τριμερές κλιμάκιο εκπροσώπων, που αντιπροσώπευε τη νεοσύστατη (αλλά προσωρινή) επαναστατική κυβέρνηση. Σκοπός της άφιξής τους ήταν για να γίνουν γνωστές στις μεγάλες δυνάμεις οι θέσεις των ελλήνων, περί ελευθερίας και αυτοδιάθεσης του γένους τους. Το αποτέλεσμα ήταν οι σύμμαχοι να καταδικάσουν τις ελληνικές θέσεις, κοινοποιώντας την απόφασή τους αυτή στις 2 Δεκεμβρίου 1822∙ καταλυτικός παράγοντας πάνω στη συγκεκριμένη έκβαση υπήρξε η αντίθετη στάση που διατηρούσε ο Μέτερνιχ, ο οποίος στάθηκε έντονος πολέμιος του Ιωάννη Καποδίστρια, όταν ο δεύτερος στήριζε τις θέσεις των ελλήνων αδελφών του.
Στη Βερόνα κλείνει ένας εν πλήρη απαρτία κύκλος συνεδριάσεων και σχεδόν πλήρους ομοφωνίας ως προς τους στόχους και τα ζητήματα κοινού συμφέροντος, με βασικό τους γνώρισμα τη λήψη ταυτόσημων αποφάσεων από τα μέλη της συμμαχίας. Ολοκληρώνεται μία σειρά συσκέψεων – με χρονικό σημείο εκκίνησης το συνέδριο της Βιέννης που έλαβε χώρα κατά τα έτη 1814-15 – που είχαν ως κυρίαρχο δομικό τους στοιχείο τα κοινά πολιτικά και οικονομικά οφέλη, καθώς και την προσπάθεια ύπαρξης μιάς ενιαίας και αδιαίρετης Ευρώπης θεμελιωμένη στις πρωτογενείς αρχές του ius divinum και την ίδια τη χριστιανική ηθική. Από αυτό το σημείο όμως τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη – που βγήκαν νικητές ύστερα από τη μακρά χρονική περίοδο της γαλλικής επανάστασης, και τους κατ’επακολουθία ναπολεόντιους πολέμους – θ’αρχίσουν σταδιακά να εισέρχονται προς μία ροπή όλο και περισσότερο εθνοκεντρική, προσανατολισμένη προς το δικό τους όφελος και συμφέρον, αγνοώντας σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την προσπάθεια για μία ειρηνική Ευρώπη, που θα χαρακτηριζόταν από την ομαλότητα, τη νομιμότητα και την όσο το δυνατόν καθολική εξάλειψη των οποιονδήποτε πολύεδρων διαφοροποιήσεων.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΟΡΑΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΝΩΜΕΝΗ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
  
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην αναπόφευκτη έλλειψη συνοχής των έως τώρα στενών συμμαχικών δεσμών μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών, που εξήλθαν νικητές ύστερα από τη μακρά χρονική περίοδο της στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τις γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις, εκδηλώθηκαν αρχικά τον Ιούλιο του 1830, περίπου ένδεκα έτη μετά το τέλος του συνεδρίου της Βερόνα, έχοντας για σημείο εναύσεως τη Γαλλία με μιά σειρά από σημαντικές εσωτερικές πολιτικές ανατροπές. Είναι το σημείο εκείνο που σε μικρό βάθος χρονικού ορίζοντα θα είναι η αιτία που θα οδηγήσει μέσα από μία σειρά σημαντικών εξελίξεων, στην πρώτη διαρράγηση των διακρατικών σχέσεων μεταξύ των συμμάχων. Θα είναι επίσης η πρώτη φορά που θα υπάρξει διάσταση σε τμήμα του πυρήνα των ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών, με συνέπεια την δημιουργία δύο βασικών συνασπισμών μέσα στην ίδια τη συμμαχία – από τη μία πλευρά υπήρξε ο συνασπισμός της Γαλλίας και της Αγγλίας, και από την άλλη ένας δεύτερος σχηματισμός, που περιλάμβανε την Αυστρία, την Πρωσία και τη Ρωσική αυτοκρατορία.
Με την παρισινή επανάσταση του Ιουλίου του 1830 καθαιρέθηκε από τις δημοκρατικές δυνάμεις ο βασιλιάς Καρόλος ο 10ος, και στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο βασιλιάς Λουδοβίκος Φίλιππος της Ορλεάνης (ο οποίος χαρακτηριζόταν από μετριοπαθή φιλελευθερισμό)∙ υπήρξε για πρώτη φορα από φορέα βασιλικού αξιώματος μία πολιτικά διαρθρωτική μεταβολή στο μοναρχικό καθεστώς, προκαλώντας την οριστική πτώση της βασιλείας των Βουρβόνων μοναρχών επί γαλλικού εδάφους. Ο νέος μονάρχης, στ’όνομα του έθνους, προέβη στη θέσπιση και την οριστική νομιμοποίηση συντάγματος, που θα ήταν και το σημείο αναφοράς της νέας μορφής διακυβέρνησης, συνδυάζοντας κατ’αυτόν τον τρόπο τις λειτουργίες του μοναρχικού και του δημοκρατικού πολιτεύματος.Την ίδια περίοδο εξεγέρσεις σημειώθηκαν και στην Πολωνία, οι οποίες όμως κατεπνίγησαν από ρωσικές κατασταλτικές δυνάμεις, ενώ αντίστοιχες ταραχές που έκαναν την εμφάνισή τους – ωστόσο με μικρότερη και ηπιότερη ένταση ως προς τις αντίστοιχες που συνέβησαν στη Γαλλία – στα ιταλικά και τα γερμανικά βασίλεια, έληξαν με παρέμβαση των αυστριακών στρατευμάτων· διαφοροποιημένη ήταν η κατάσταση στα γερμανικά βασίλεια που βρίσκονταν υπό πρωσικής κυριαρχίας, όπου παρ’όλες τις κοινωνικές αναταραχές (πολιτικού κυρίως χαρακτήρα) πέτυχαν για πρώτη φορά κάποια σημαντική οικονομική και βιομηχανική ανάπτυξη, καθώς και την επίτευξη τελωνιακής διασυνοριακής ένωσης, με την κεντρική διοίκηση αυτού του μηχανισμού να βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του πρωσικού κράτους. Κατά τη διάρκεια του 1848 η Ευρώπη βρίσκεται ξανά σε μιά γενικευμένη αναταραχή εξαιτίας νέων, και ιδιαίτερα εκτεταμένων – τόσο από πλευράς πολιτικής πίεσης όσο και λόγω του γεωγραφικού τους εύρους – επαναστατικών κινημάτων. Οι κοινωνικές ομάδες που προκαλούσαν τις συγκεκριμένες ταραχές προέρχοντο, ή κατά ένα μέρος υποκινούντο, από τη μπουρζουαζία που περιλάμβανε τους διανοούμενους και τους ρομαντιστές, καθώς και από ένα μέρος της μεγαλοαστικής ευρωπαϊκής τάξης που επιζητούσε την απελευθέρωση του εμπορίου και της οικονομίας σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Την ίδια χρονιά γίνεται η διακήρυξη του κομμουνιστικού μανιφέστου (Manifest der Kommunistischen Partei) από τον Κάρλ Μάρξ και τον Φρειδερίκο Έγγελο, θεωρούμενο από τους βασιλικούς οίκους ως ένα εξ ολοκλήρου ανατρεπτικό πολιτικό κείμενο, απέναντι στο καθεστώς της παράδοσης και τις ευρύτερες γενικά ευρωπαϊκές μοναρχικές δομές. Σημαντικοί επαναστατικοί πυρήνες υπήρξαν επίσης στη Γαλλία (Φεβρουάριος του 1848) όπου επετεύχθη η καθαίρεση της ιουλιανής μοναρχίας με τη διακήρυξη της δεύτερης δημοκρατίας, με πρόεδρο τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα Βοναπάρτη (που ήταν ανιψιός του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Ι). Γίνεται ο πρώτος πόλεμος για την ιταλική ανεξαρτησία ενάντια στους αυστριακούς, με εξεγέρσεις αρχικά στη Λομβαρδία, τη Βενετία και τη Σαβοΐα. Στη Γερμανία πραγματοποιήται η πρώτη πανγερμανική συνέλευση στην πόλη της Φρανκφούρτης, με αντικείμενο την εφαρμογή λειτουργίας συνταγματικών μοντέλων σε όλα τα γερμανικά βασίλεια.
Τον επόμενο χρόνο (1849) σε μία προσπάθεια ευρείας εφαρμοστικής κλίμακας αποφασίζεται από την Ιερά Συμμαχία η δεύτερη παλινόρθωση, όπου παρ’όλα αυτά θα ήταν συγκριτικώς αρκετά περιορισμένη ως προς τη δυναμική και το αποτέλεσμά της, απέναντι στην αντίστοιχη που είχε λάβει χώρα κατά τα έτη 1814-1815. Ο βασικός λόγος που οδήγησε προς την εξέλιξη αυτή ήταν επειδή οι θεμελιώδεις αδελφοποιητικές αρχές μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του διευθυντηρίου – που είχαν σμιλευθεί τόσο κατά τη διάρκεια της γαλλικής επανάστασης, όσο και κατά τις περιόδους των πολέμων με τα γαλλικά επαναστατικά στρατεύματα και εκείνης του συνεδρίου της Βιέννης –, είχαν αρχίσει να χάνουν τη δυναμική τους υπόσταση με συνέπεια τη σταδιακή αποδόμηση των δεσμών συνεργασίας μεταξύ των απαρτιζομένων μελών του διευθυντηρίου.
Το τελικό γεγονός που συνέβαλε καθοριστικά στην οριστική διάλυση των δεσμών αυτών υπήρξε καθοριστικά ο πόλεμος της Κριμαίας κατά τα έτη 1854-1856, κατά τη διάρκεια του οποίου υπήρξαν δύο βασικές αντιμαχόμενες παρατάξεις.  Στα αντίπαλα εμπόλεμα μέρη περιλαμβάνονταν, από τη μία πλευρά η Ρωσία και από την άλλη η Αγγλία με τη Γαλλία, ενώ κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών εισήρθαν στη διπλή στρατιωτική συμμαχία η Αυστρία και η Πρωσία. Σε αυτό το σημείο διακρίνεται μεταξύ των συμμάχων και πρώην νικητών η προκύπτουσα διαφορά πάνω στις γεωπολιτικές βλέψεις μέσα από την προσπάθεια δημιουργίας σφαιρών επιρροής, εμπεριέχοντας τα μικρότερα βασίλεια και κράτη ως προς τη διανομή εδαφών, όταν, κατά την περίοδο  του συνεδρίου της Βιέννης η γεωγραφική και συνοριακή τους αναδιάταξη επετεύχθη μέσω της διπλωματίας και των ειρηνικών διαπραγματεύσεων. Στις κύριες αιτίες περιλαμβάνονταν ένα σύνολο εδαφικών και κυρίως οικονομικών-εμπορικών αξιώσεων, που διαχώριζαν τα επιμέρους οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα μεταξύ των ισχυρών κρατών της συμμαχίας. Οι ρώσοι ήθελαν να δείξουν ότι προστατεύουν τους ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν στην επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και γι’αυτόν τον λόγο ο Τσάρος  Νικόλαος ο 1ος ζητούσε από την Υψηλή Πύλη συγκυριαρχία στα οθωμανικά εδάφη που βρίσκονταν στην ευρωπαϊκή πλευρά. Από την πλευρά του ο συνασπισμός που περιλάμβανε την Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, δεν ήθελε ν’απωλέσει την επιρροή του στις περιοχές της νότιας και της ανατολικής Μεσογείου, και ιδιαίτερα τον έλεγχο στα λιμάνια  και τις θαλάσσιες εμπορικές οδούς που συνέδεαν την Ευρώπη με την ανατολή. Γι’αυτόν τον λόγο η προσπάθεια της αγγλογαλλικής συμμαχίας έριχνε ιδιαίτερο βάρος στη στήριξη του μεγάλου ασθενή της Ευρώπης, που ήταν κατά την περίοδο εκείνη, η Οθωμανική αυτοκρατορία. Στα αίτια του κριμαϊκού πολέμου εκτός από την αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα των οθωμανικών εδαφών (αφορμή της οποίας υπήρξε ο ελέγχος πάνω σ’αυτά), περιλαμβανόταν και η προσπάθεια μίας γεωστρατηγικής υπεροχής σε ολόκληρη την Ασία ανάμεσα στους βρετανούς και τους ρώσους – επιτυγχάνοντας οφέλη και οι δύο πλευρές τόσο από την οικονομική όσο και από την εμπορική εκμετάλλευση των εκεί αποικιών –, με σκοπό τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής (the grate game). Μετά το τέλος του πολέμου της Κριμαίας η Ρωσία έχοντας πλέον χάσει τον πόλεμο, βρίσκεται τελικά απομονωμένη από τους παλαιούς της συμμάχους. Η Αυστρία αν και αρχικά δεν ήθελε να συμμετάσχει στον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας διότι στην ουγγρική εξέγερση του 1849 η δεύτερη είχε συνεισφέρει με στρατιωτική βοήθεια, στην προσπάθεια καταστολής της, λόγω του ενδιαφέροντός της για πολιτική επιρροή στα Βαλκάνια προσχώρησε τελικά στην πλευρά των συμμάχων. Η Πρωσία αν και κράτησε αρχικά ουδέτερη στάση κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών, συμμετείχε εν τέλει ως ισότιμος συνομιλητής στις τελικές διαπραγματεύσεις, εισερχόμενη όμως στο πλευρό των νικητών. 
Το τέλος των εχθροπραξιών επικυρώθηκε με τη συνθήκη των Παρισίων που έλαβε χώρα στις 30 Μαρτίου του 1856 όπου ο νέος τσάρος ο Αλέξανδρος ο 2ος – ο οποίος διαδέχθηκε στον θρόνο τον Νικόλαο μετά τον θάνατό του –, αποδέχθηκε πλήρως τους όρους των νικητών, με καθοριστική συνέπεια την οριστική ανακοπή της προσπάθειας επέκτασης της Ρωσίας προς την περιοχή των Βαλκανίων και τη Μεσόγειο θάλασσα. Επίσης μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων σημαντικό γόητρο απέκτησε η Γαλλία, με αποτέλεσμα να αναδυθεί από τη δυσχερή και ταπεινωτική θέση στην οποία είχε περιέλθει, λόγω της επανάστασης και των ναπολεόντιων πολέμων∙ σ’αυτού του είδους την αναγνώριση καθοριστικό ρόλο είχαν οι διπλωματικές ενέργειες από την πλευρά του γάλλου αυτοκράτορα Καρόλου Λουδοβίκου Ναπολέοντα Βοναπάρτη (ή Ναπολέων ο  3ος).
Tα γεγονότα αυτά λειτούργησαν ως η καθοριστική αφορμή που οδήγησε στο να χαθούν τα πιστεύω του Ancien Regime, ενισχυόμενα ιδεολογικά κατά τη χρονική περίοδο των ετών 1814-1815, με αποτέλεσμα οι στενοί συμμαχικοί δεσμοί που οι τότε μεγάλες δυνάμεις διατηρούσαν μεταξύ τους, ν’αρχίσουν να χάνουν οριστικά την πρωτογενή τους συνοχή. Από δώ και πέρα η λέσχη των ισχυρών θα δοκιμάζεται από εντάσεις και αναταράξεις, λόγω των ιδιαίτερων και ξεχωριστών συμφερόντων του κάθε ευρωπαϊκού κράτος. Όσο για κάποια έθνη οι συνεχείς προσπάθειές τους για εθνικό-κυριαρχικό και πολιτικό αυτοπροσδιορισμό, θα υλοποιηθούν κυρίως μετά τη λήξη του Μεγάλου Ευρωπαϊκού Πολέμου (1914-1918), όπου πλέον θα έχει έλθει και το ουσιαστικός τέλος της παραδοσιακής μοναρχικής ισχύος.

                                                               Βιβλιογραφία

Diritto internazionale, A. Cassese, ed. Il Mulino 2006
Congresso di Vienna, ed. Stampa imperiale 1815
La rivoluzione francese, P. Gaxotte, ed. Mondadori 1997
Congresso di Vienna, A. Alani, ed. Roma 1847
Biografie e ritratti di uomini politici e storici del XIX sec - Il principe di Metternich, ed. Giuserre Maestri, 1859
La rivoluzione francese, F. Furet D. Richet,  ed. Laterza 2003
La società feudale, M. Bloch,  ed. Torino 1949
La restaurazione e il trattato di Vienna, Traduzione alla lingua italiana C. Cantù, ed. Corona e Caimi 1864
Trattato e convenzioni, P. R. Raimondi, ed. Napoli 1816
Les Cent-Jours, D. de Villepin, ed. Perrin 2001
Diplomazia della restaurazione, H. Kissinger, ed. Garzanti 1973
Ricostruzione-Talleyrand a Vienna (1814-1815), G. Ferrero, ed. Milano
Les vingt jours, J. Tulard, ed. Fayard 2001
Storia della politica internazionale nell’età contemporanea, Guido Formigoni, ed. Il Mulino 2000
Introduzione storica al diritto medievale, M. Ascheri, ed. Giappichelli 2007
The Greek struggle for indipendence, D. Dakin, B. T. Batsford Ltd 1973
The age of revolution 1789-1848, E. J. Hobsbawm, New American library 1962
The age of capital 1848-1875, E. J. Hobsbawm, Weidenfeld and Nicolson 1976
La rèvolution française, G. Lefebvre, Presses universitaires de France 1989
Ο κυβερνήτης Καποδίστριας, Α. Ι. Δεσποτόπουλου, Μ. Ι. Ε. Τ. 1996
Η ευρωπαϊκή πολιτική του Ιωάννη Καποδίστρια, Π. Β. Πετρίδη, εκ. Τολίδη 1988
Διεθνείς πολιτικές και στρατιωτικές συνθήκες-συμφωνίες και συμβάσεις, Χ. Γ. Νικολάου, εκ. Φλώρου 1996
Enciclopedia Cattolica, Ente per l’enciclopedia cattolica e per il libro cattolico, ed. Città del Vaticano.
Εγκυκλοπαίδεια ΗΛΙΟΣ.
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Larousse – Britanica.

fb: malfas angelos



  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου