Ήταν πολύ ευαίσθητος. Δεν άντεξε τον ψυχολογικό πόλεμο που του έκαναν στην εργασία του και κυρίως μέσα στον συνδικαλισμό με τον οποίο ανακατεύθηκε. Πληγώθηκε βαριά και ο ψυχικός του κόσμος δεν άντεξε. Η τελευταία του μετάθεση στην Πρέβεζα ήταν και η μοιραία...
Αυτοκτόνησε στις 21 Ιουλίου 1928, σε ηλικί μόλις 32 ετών, αφήνοντας ένα συγκλονιστικό σημείωμα. για τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοχειρία.
Κώστας Καρυωτάκης. Ένας μεγάλος ποιητής.
Διαβάζουμε γι' αυτόν από το os3.gr:
Στο πάνθεον της νεοελληνικής λογοτεχνίας καταγράφεται ως μοναδική φυσιογνωμία. Για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί με την απαισιόδοξη, σχεδόν πεισιθανάτια, ηττοπαθή, σαρκαστική και εγωκεντρική ποίησή του ξέφυγε από τις κοινοτοπίες της μεταρομαντικής εποχής του και δεύτερον, γιατί με την αυτοκτονία του επιβεβαίωσε την αντιηρωική και ειρωνική στάση ζωής απέναντι στα «ηρωικά» και πομπώδη κοινωνικά, πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα, που συνέβαιναν γύρω του. Το τελευταίο ποίημά του «Πρέβεζα» - είναι εύγλωττο. Πρόκειται για αποθέωση του θανάτου και χλευασμό της επαρχιακής μιζέριας και αμάθειας Η Πρέβεζα, το 1928, ήταν ο τελευταίος σταθμός μιας πολύχρονης περιπλάνησης του ποιητή στα λίγα χρόνια της ζωής του.
Στο μελέτημά της για τον Kώστα Kαρυωτάκη «Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης» εκδόσεις Kαστανιώτη, για τον βίο, την ποίησή του και την υποδοχή της, η φιλόλογος Χριστίνα Ντουνιά προκαταβάλλει ήδη με τον τίτλο το συμπέρασμά της: «Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης». Απολύτως δίκαιο το πόρισμα, παρότι υπάρχει πάντοτε η -μικρή έστω- πιθανότητα να παραναγνωστεί ο χαρακτηρισμός «αδέσποτη τέχνη», ο οποίος ανακαλεί και διευρύνει το «αδέσποτο Τραγούδι» του καρυωτακικού ποιήματος «Δικαίωσις», της τελευταίας σάτιρας στο βιβλίο του «Ελεγεία και Σάτιρες»: «Τότε λοιπόν αδέσποτο θ' αφήσω / να βουΐζει το Τραγούδι απάνωθέ μου. / Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου / το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο». Αν στην κρίσιμη λέξη, «αδέσποτη», δοθεί η υποκείμενη ερμηνεία «αγνώστου προελεύσεως», «ασαφούς στόχου» ή «εις ουδένα ανήκουσα», θα οδηγηθούμε στην αυθαίρετη υπόθεση ότι η τέχνη του Kαρυωτάκη αφενός δεν ριζώνει πουθενά, δεν έχει συγκεκριμένους προγόνους και προδρόμους, Έλληνες και ξένους (Γάλλους κυρίως) ούτε και σκόπευσε σωστά, αφετέρου δεν ανήκει στο σώμα της ελληνικής ποίησης (σαν να αποσπάται από αυτό και να μετεωρίζεται ανείσπρακτο και αμετάδοτο), ούτε στους πολλούς ανά τις δεκαετίες αναγνώστες και ζηλωτές της.
Την αντοχή της τέχνης του Kαρυωτάκη θα αναγκάζονταν να την αναγνωρίσουν σήμερα ακόμη κι όσοι την κήρυξαν ανύπαρκτη (επειδή μόλις πριν την είχαν κηρύξει ανεπιθύμητη), τη χλεύασαν ή της επιτέθηκαν δεινώς με όρους πρωτίστως ιδεολογικούς και δευτερευόντως αισθητικούς ή γλωσσικούς (εκτός όλων των άλλων, η ελευθερωμένη, ανοιχτή δημοτική του ποιητή είχε κατακριθεί από λογοτέχνες της γενιάς του '30 σαν «ακόλαστη», από κοινού με τη γλώσσα του Kαβάφη).
Την αντοχή της τέχνης του Kαρυωτάκη θα αναγκάζονταν να την αναγνωρίσουν σήμερα ακόμη κι όσοι την κήρυξαν ανύπαρκτη (επειδή μόλις πριν την είχαν κηρύξει ανεπιθύμητη), τη χλεύασαν ή της επιτέθηκαν δεινώς με όρους πρωτίστως ιδεολογικούς και δευτερευόντως αισθητικούς ή γλωσσικούς (εκτός όλων των άλλων, η ελευθερωμένη, ανοιχτή δημοτική του ποιητή είχε κατακριθεί από λογοτέχνες της γενιάς του '30 σαν «ακόλαστη», από κοινού με τη γλώσσα του Kαβάφη).
Τεκμήρια αντοχής
Στα εξωτερικά τεκμήρια αυτής της αντοχής -χάρη στα οποία απέκτησε διάρκεια ένα «σκάνδαλο» που πολλοί είχαν σπεύσει να το κρίνουν τελειωμένο ήδη στη δεκαετία του 1930- θα μπορούσε να συναριθμήσει κανείς τους (αλληλοδιαδεχόμενους) νέους αναγνώστες της, τη μελοποίηση στίχων της ή τη χρήση άλλων δίκην γνωμικών, την ευρεία χρήση και βέβαια την ήδη ευρεία και σταθερά εμπλουτιζόμενη βιβλιογραφία.
Στα εσωτερικά τεκμήρια, ίσως τα κρισιμότερα, δεσπόζει η ατελεύτητη αναπαραγωγή καρυωτακικών στερεοτύπων και στάσεων από τις κατοπινές ποιητικές γενιές, και μάλιστα ακόμη και από ποιητές που η προφαινόμενη αισιοδοξία τους θα οδηγούσε στη σκέψη πως έχουν κατανικήσει τον πειρασμό του καρυωτακισμού, την «αρρώστια» ως κι εκείνοι που ρητά εναντιώθηκαν στην ποίηση της «μικροκλάψας» και της «σαδομαζοχιστικής κακομοιριάς» (τα λόγια είναι του Ελύτη, και πάντως δεν αφορούσαν μόνο τον Kαρυωτάκη), ήρθε στιγμή που, με ώριμη ή και άτεγκτη εσωτερική όραση, συμφιλιώθηκαν με το δικαίωμά τους να μιλήσουν την πίκρα και την απογοήτευσή τους (από τα κοινά, από την πατρίδα τους ή από το είδωλό της που έπλασαν και λάτρεψαν, από την ίδια την τέχνη τους), να πάψουν πια να την ξορκίζουν με τα τεχνάσματα της σφριγηλής ρητορικής. Το ποιητικό φρόνημα του «χολιασμένου Τριπολιτσιώτη» (κατά τον χαρακτηρισμό του Νίκου Kαββαδία που παραθέτει η Ντουνιά) λειτούργησε σαν ένα «καταφύγιο που το φθονούμε» -ή το απευχόμαστε και το φοβόμαστε- κυρίως για τους εξ αριστερών «απεγνωσμένους της αισιοδοξίας», όπως ονόμαζε ο Άγγελος Τερζάκης τους θεωρητικά και μόνον αισιόδοξους, τους προγραμματικά «θετικούς».
Η ποίηση του Kαρυωτάκη αντέχει όχι βέβαια για «γενικούς λόγους», επειδή κάθε εποχή παράγει τις διαψεύσεις της (για το άτομο και για την κοινωνία), τη μελαγχολία της και τους μελαγχολικούς της, άρα γεννάει νέους αναζητητές μιας «αντιπροσωπευτικής φωνής», αλλά χάρη στο ειδικό της βάρος. Η τέχνη αυτή υπερέβη τη βιογραφία του δημιουργού της, τη βιωματική της κληρονομιά, όπως υπερέβη και το ιδιωτικό της οχυρό για να μιλήσει δημόσια, πολιτικά, με καυστική ευκρίνεια, με όση σκληρότητα άρμοζε, και συγχρόνως με υψηλή και έγκαιρη ποιητική.
Στα εξωτερικά τεκμήρια αυτής της αντοχής -χάρη στα οποία απέκτησε διάρκεια ένα «σκάνδαλο» που πολλοί είχαν σπεύσει να το κρίνουν τελειωμένο ήδη στη δεκαετία του 1930- θα μπορούσε να συναριθμήσει κανείς τους (αλληλοδιαδεχόμενους) νέους αναγνώστες της, τη μελοποίηση στίχων της ή τη χρήση άλλων δίκην γνωμικών, την ευρεία χρήση και βέβαια την ήδη ευρεία και σταθερά εμπλουτιζόμενη βιβλιογραφία.
Στα εσωτερικά τεκμήρια, ίσως τα κρισιμότερα, δεσπόζει η ατελεύτητη αναπαραγωγή καρυωτακικών στερεοτύπων και στάσεων από τις κατοπινές ποιητικές γενιές, και μάλιστα ακόμη και από ποιητές που η προφαινόμενη αισιοδοξία τους θα οδηγούσε στη σκέψη πως έχουν κατανικήσει τον πειρασμό του καρυωτακισμού, την «αρρώστια» ως κι εκείνοι που ρητά εναντιώθηκαν στην ποίηση της «μικροκλάψας» και της «σαδομαζοχιστικής κακομοιριάς» (τα λόγια είναι του Ελύτη, και πάντως δεν αφορούσαν μόνο τον Kαρυωτάκη), ήρθε στιγμή που, με ώριμη ή και άτεγκτη εσωτερική όραση, συμφιλιώθηκαν με το δικαίωμά τους να μιλήσουν την πίκρα και την απογοήτευσή τους (από τα κοινά, από την πατρίδα τους ή από το είδωλό της που έπλασαν και λάτρεψαν, από την ίδια την τέχνη τους), να πάψουν πια να την ξορκίζουν με τα τεχνάσματα της σφριγηλής ρητορικής. Το ποιητικό φρόνημα του «χολιασμένου Τριπολιτσιώτη» (κατά τον χαρακτηρισμό του Νίκου Kαββαδία που παραθέτει η Ντουνιά) λειτούργησε σαν ένα «καταφύγιο που το φθονούμε» -ή το απευχόμαστε και το φοβόμαστε- κυρίως για τους εξ αριστερών «απεγνωσμένους της αισιοδοξίας», όπως ονόμαζε ο Άγγελος Τερζάκης τους θεωρητικά και μόνον αισιόδοξους, τους προγραμματικά «θετικούς».
Η ποίηση του Kαρυωτάκη αντέχει όχι βέβαια για «γενικούς λόγους», επειδή κάθε εποχή παράγει τις διαψεύσεις της (για το άτομο και για την κοινωνία), τη μελαγχολία της και τους μελαγχολικούς της, άρα γεννάει νέους αναζητητές μιας «αντιπροσωπευτικής φωνής», αλλά χάρη στο ειδικό της βάρος. Η τέχνη αυτή υπερέβη τη βιογραφία του δημιουργού της, τη βιωματική της κληρονομιά, όπως υπερέβη και το ιδιωτικό της οχυρό για να μιλήσει δημόσια, πολιτικά, με καυστική ευκρίνεια, με όση σκληρότητα άρμοζε, και συγχρόνως με υψηλή και έγκαιρη ποιητική.
Kοινωνικός σαρκασμός
Ακριβώς στην κοινωνική διάσταση και στη σαρκαστική πολιτική της ευθύτητα επιμένει η Χριστίνα Ντουνιά, που διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Kρήτης, και η οποία έχει καταθέσει πολλά και καλά τεκμήρια της μεθοδικής ερευνητικής υπομονής της στην προηγούμενη εργασία της, «Λογοτεχνία και Πολιτική. Τα περιοδικά της Αριστεράς στο μεσοπόλεμο» (1996). Επισκοπώντας διεξοδικά την εκτενή βιβλιογραφία, και σταθμεύοντας προσεκτικά σε λήμματά της που είτε παραγνωρίστηκαν είτε παραναγνώστηκαν, αφήνει -σύμφωνα και με τη λογική του σχεδίου της- σε δεύτερη μοίρα τη μελέτη της καθαυτό ποίησης και ερευνά το περιβάλλον -φιλικό, συνδικαλιστικό, πολιτικό, ιδεολογικό και λογοτεχνικό- μέσα στο οποίο παρήχθη και τα ποικίλα πάθη που προκάλεσε στην εποχή της και στις αμέσως επόμενες δεκαετίες.
Έτσι ερμηνεύεται, λόγου χάρη, το γεγονός ότι ο χρονικός ορίζοντας της μελέτης δεν επεκτείνεται τόσο ώστε να αναζητήσει πολλές, νέες, αποδείξεις της καρυωτακικής «αντοχής» και «εισβολής» στα κείμενα των νεότερων και νεότατων ποιητών, ή το ότι στις σελίδες που πραγματεύονται την απόφαση του Kαρυωτάκη να «καθρεφτιστεί στον μακρινό πρόγονο» Kάλβο, ο συσχετισμός των δύο ποιητών μένει κυρίως στα βιοθεωρητικά και πολιτικά δεδομένα και δεν εκμεταλλεύεται πλήρως την ποιητική τους συνάφεια, τεκμηριωμένη από στίχους που Kάλβου που λειτούργησαν σαν μήτρες για την έμπνευση του Kαρυωτάκη (για να φτάσουμε έτσι, επί παραδείγματι, από το «Ναι, κόπος ανυπόφερτος / είναι η ζωή» στο «νήμα / των άδειων ημερών που τώρα ζούμε /σαν από μια κακή, παλιά, συνήθεια», ή από το «Το πνεύμα μου σκοτίζεται / η γη υπό τα ποδάρια μου / γέρνει» στο «Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου κι ο νους»).
Στόχος του μελετήματος, που στιγμές στιγμές ξετυλίγεται σαν ερεθιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι να αναδείξει όσα τεκμήρια χρειάζονται, ώστε να επαληθευτεί η θέση-άξονας πως η μεν ποίηση του Kαρυωτάκη προκάλεσε «μια συντονισμένη αντίδραση, μοναδική μάλλον στην ιστορία της λογοτεχνίας μας», η δε συνδικαλιστική δράση του (εκτιμώντας την, οι συνάδελφοί του τον εξέλεξαν γενικό γραμματέα της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών) ερέθισε τον μνησίκακο κρατικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα τις εις βάρος του διώξεις, αλλά και τους συντηρητικών ή και αντιδραστικών φρονημάτων λογοτεχνικούς κύκλους, οι οποίοι με τα περιοδικά τους ανέλαβαν να συνετίσουν τον Kαρυωτάκη, να τον απαξιώσουν ποιητικά, ώστε να τον συντρίψουν ως πρόσωπο και ως «αντικανονικώς» δρώντα πολίτη.
Εξέχουσα θέση σε αυτή τη «συντονισμένη δράση» κατέχει η αρνητικότατη κριτική του Βασίλη Ρώτα, για τα «Ελεγεία και Σάτιρες», δημοσιευμένη στο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα». Με τα χρόνια, από λειψή γνώση ή προχειρότητα, το κείμενο του Ρώτα πέρασε άκριτα και αστόχαστα σαν «αριστερή» αντίδραση στον ηττοπαθή Kαρυωτάκη, όμως όπως πολύ σωστά υπενθυμίζει η Ντουνιά, και επιμένει ιδιαίτερα σε αυτό, τον καιρό που το έγραψε ο Ρώτας «ανήκει σε ένα ιδεολογικό χώρο ξεκάθαρα αντικομμουνιστικό και σε έντυπο αυτού του χώρου καταθέτει την άποψή του». Ιδεολογική επίσης καταγωγή και σκοπιμότητα εντοπίζεται και στη δριμύτατη κριτική που άσκησε η γενιά του '30 κατά του Kαρυωτάκη, εφόσον με τα δικά του «ερείπια», με τα κατά Ανδρέα Kαραντώνη «κλαψιάρικα, νευρασθενικά ιδανικά της εποχής του Kαρυωτάκη», δεν ήταν δυνατόν να προκόψει το όραμα για την «αναγέννηση» της χώρας.
Ιδιαίτερα επιμένει επίσης η ερευνήτρια, στην προσπάθειά της να σχηματίσει ένα σαφές ιδεολογικό προφίλ του Kαρυωτάκη, στη «σημαδιακή σχέση» του με τον ποιητή Ιωσήφ Ραυτόπουλο, «πρότυπο αγωνιστή-καλλιτέχνη στις αρχές της δεκαετίας του '20», που πέθανε νεότατος, από φυματίωση, καθώς και στην (εξαρχής και για πολλές δεκαετίες) αμφιθυμική στάση «έλξης-απώθησης» της Αριστεράς (των ποιητών και της και των θεωρητικών της) απέναντι σε έναν ποιητή «διαμαρτυρόμενο και σαρκαστή, είρωνα και στυγνό», αλλά «παρακμιακό».
Αναξέοντας με επιμέλεια τις πληγές που άνοιξαν στο σώμα της λογοτεχνικής πράξης και θεωρίας οι ιδεολογικές εμπλοκές, οι δογματικές αγκυλώσεις και η πολιτικά προκατειλημμένη κριτική, η Ντουνιά επαναφέρει στο προσκήνιο ένα ερώτημα του Τέλλου Άγρα: «Πώς γράφεται η... φιλολογική ιστορία». Δύο φορές γράφεται βέβαια, τουλάχιστο δύο. Τη μια όταν γίνεται, όταν τα οξυμμένα πάθη (πολιτικά, ιδεολογικά ή προσωπικά) αποφασίζουν για το ποιοι αξίζουν την αθανασία και ποιοι προορίζονται για τον καιάδα της λήθης, την άλλη -τις άλλες- όταν, με τη νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης (ή τα καινούργια πάθη;), οι πίσω σελίδες ελέγχονται, αναθεωρούνται, ανασυντάσσονται. Kάπως έτσι, αλλά κυρίως χάρη στο καθαυτό έργο τους, οι «άδοξοι» ποιητές κατακτούν η διάρκεια, την αντοχή, ενώ αρκετοί απ' όσους δοξάστηκαν στον καιρό τους αποκαλύπτονται στη μετριότητά τους.
Ακριβώς στην κοινωνική διάσταση και στη σαρκαστική πολιτική της ευθύτητα επιμένει η Χριστίνα Ντουνιά, που διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Kρήτης, και η οποία έχει καταθέσει πολλά και καλά τεκμήρια της μεθοδικής ερευνητικής υπομονής της στην προηγούμενη εργασία της, «Λογοτεχνία και Πολιτική. Τα περιοδικά της Αριστεράς στο μεσοπόλεμο» (1996). Επισκοπώντας διεξοδικά την εκτενή βιβλιογραφία, και σταθμεύοντας προσεκτικά σε λήμματά της που είτε παραγνωρίστηκαν είτε παραναγνώστηκαν, αφήνει -σύμφωνα και με τη λογική του σχεδίου της- σε δεύτερη μοίρα τη μελέτη της καθαυτό ποίησης και ερευνά το περιβάλλον -φιλικό, συνδικαλιστικό, πολιτικό, ιδεολογικό και λογοτεχνικό- μέσα στο οποίο παρήχθη και τα ποικίλα πάθη που προκάλεσε στην εποχή της και στις αμέσως επόμενες δεκαετίες.
Έτσι ερμηνεύεται, λόγου χάρη, το γεγονός ότι ο χρονικός ορίζοντας της μελέτης δεν επεκτείνεται τόσο ώστε να αναζητήσει πολλές, νέες, αποδείξεις της καρυωτακικής «αντοχής» και «εισβολής» στα κείμενα των νεότερων και νεότατων ποιητών, ή το ότι στις σελίδες που πραγματεύονται την απόφαση του Kαρυωτάκη να «καθρεφτιστεί στον μακρινό πρόγονο» Kάλβο, ο συσχετισμός των δύο ποιητών μένει κυρίως στα βιοθεωρητικά και πολιτικά δεδομένα και δεν εκμεταλλεύεται πλήρως την ποιητική τους συνάφεια, τεκμηριωμένη από στίχους που Kάλβου που λειτούργησαν σαν μήτρες για την έμπνευση του Kαρυωτάκη (για να φτάσουμε έτσι, επί παραδείγματι, από το «Ναι, κόπος ανυπόφερτος / είναι η ζωή» στο «νήμα / των άδειων ημερών που τώρα ζούμε /σαν από μια κακή, παλιά, συνήθεια», ή από το «Το πνεύμα μου σκοτίζεται / η γη υπό τα ποδάρια μου / γέρνει» στο «Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου κι ο νους»).
Στόχος του μελετήματος, που στιγμές στιγμές ξετυλίγεται σαν ερεθιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι να αναδείξει όσα τεκμήρια χρειάζονται, ώστε να επαληθευτεί η θέση-άξονας πως η μεν ποίηση του Kαρυωτάκη προκάλεσε «μια συντονισμένη αντίδραση, μοναδική μάλλον στην ιστορία της λογοτεχνίας μας», η δε συνδικαλιστική δράση του (εκτιμώντας την, οι συνάδελφοί του τον εξέλεξαν γενικό γραμματέα της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών) ερέθισε τον μνησίκακο κρατικό μηχανισμό, με αποτέλεσμα τις εις βάρος του διώξεις, αλλά και τους συντηρητικών ή και αντιδραστικών φρονημάτων λογοτεχνικούς κύκλους, οι οποίοι με τα περιοδικά τους ανέλαβαν να συνετίσουν τον Kαρυωτάκη, να τον απαξιώσουν ποιητικά, ώστε να τον συντρίψουν ως πρόσωπο και ως «αντικανονικώς» δρώντα πολίτη.
Εξέχουσα θέση σε αυτή τη «συντονισμένη δράση» κατέχει η αρνητικότατη κριτική του Βασίλη Ρώτα, για τα «Ελεγεία και Σάτιρες», δημοσιευμένη στο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα». Με τα χρόνια, από λειψή γνώση ή προχειρότητα, το κείμενο του Ρώτα πέρασε άκριτα και αστόχαστα σαν «αριστερή» αντίδραση στον ηττοπαθή Kαρυωτάκη, όμως όπως πολύ σωστά υπενθυμίζει η Ντουνιά, και επιμένει ιδιαίτερα σε αυτό, τον καιρό που το έγραψε ο Ρώτας «ανήκει σε ένα ιδεολογικό χώρο ξεκάθαρα αντικομμουνιστικό και σε έντυπο αυτού του χώρου καταθέτει την άποψή του». Ιδεολογική επίσης καταγωγή και σκοπιμότητα εντοπίζεται και στη δριμύτατη κριτική που άσκησε η γενιά του '30 κατά του Kαρυωτάκη, εφόσον με τα δικά του «ερείπια», με τα κατά Ανδρέα Kαραντώνη «κλαψιάρικα, νευρασθενικά ιδανικά της εποχής του Kαρυωτάκη», δεν ήταν δυνατόν να προκόψει το όραμα για την «αναγέννηση» της χώρας.
Ιδιαίτερα επιμένει επίσης η ερευνήτρια, στην προσπάθειά της να σχηματίσει ένα σαφές ιδεολογικό προφίλ του Kαρυωτάκη, στη «σημαδιακή σχέση» του με τον ποιητή Ιωσήφ Ραυτόπουλο, «πρότυπο αγωνιστή-καλλιτέχνη στις αρχές της δεκαετίας του '20», που πέθανε νεότατος, από φυματίωση, καθώς και στην (εξαρχής και για πολλές δεκαετίες) αμφιθυμική στάση «έλξης-απώθησης» της Αριστεράς (των ποιητών και της και των θεωρητικών της) απέναντι σε έναν ποιητή «διαμαρτυρόμενο και σαρκαστή, είρωνα και στυγνό», αλλά «παρακμιακό».
Αναξέοντας με επιμέλεια τις πληγές που άνοιξαν στο σώμα της λογοτεχνικής πράξης και θεωρίας οι ιδεολογικές εμπλοκές, οι δογματικές αγκυλώσεις και η πολιτικά προκατειλημμένη κριτική, η Ντουνιά επαναφέρει στο προσκήνιο ένα ερώτημα του Τέλλου Άγρα: «Πώς γράφεται η... φιλολογική ιστορία». Δύο φορές γράφεται βέβαια, τουλάχιστο δύο. Τη μια όταν γίνεται, όταν τα οξυμμένα πάθη (πολιτικά, ιδεολογικά ή προσωπικά) αποφασίζουν για το ποιοι αξίζουν την αθανασία και ποιοι προορίζονται για τον καιάδα της λήθης, την άλλη -τις άλλες- όταν, με τη νηφαλιότητα της χρονικής απόστασης (ή τα καινούργια πάθη;), οι πίσω σελίδες ελέγχονται, αναθεωρούνται, ανασυντάσσονται. Kάπως έτσι, αλλά κυρίως χάρη στο καθαυτό έργο τους, οι «άδοξοι» ποιητές κατακτούν η διάρκεια, την αντοχή, ενώ αρκετοί απ' όσους δοξάστηκαν στον καιρό τους αποκαλύπτονται στη μετριότητά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου