σε ημερίδα που οργάνωσε το
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
για τα 2.400 χρόνια από τη γέννηση
του Σταγειρίτη φιλοσόφου,
στις 26 Νοεμβρίου 2016
ΔΙΔΑΧΕΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
Του
Βύρωνα Γ. Πολύδωρα
Ένα
κοπάδι από καρακάξες επιτίθενται μετά μανίας σ’ ένα μικρό αηδόνι, γιατί το
εύρισκαν παράφωνο και τους χαλούσε τη χορωδία (!)
Κρατήστε τη στο αρχείο σας. Είναι εκπληκτική η δουλειά που έκανε ο Βύρων Πολύδωρας. Τι την ήθελε την πολιτική Βύρωνα; Εσύ είσαι διανοητής. Σε αυτά είσαι...άπαιχτος:
(Αισώπειος μύθος ή λαϊκή παροιμία;)
Ι.
Εισαγωγή - Ορισμός της Τραγωδίας κατ’ Αριστοτέλη
Ήμουν μαθητής στην Ε΄
Γυμνασίου, στη Β΄ Λυκείου, όπως λέμε για τα...
σημερινά δεδομένα, στο Γυμνάσιο
Χολαργού. Τέτοιος καιρός, Νοέμβριος του 1964. Ένας καινούργιος καθηγητής μπήκε
στην τάξη. Φιλόλογος. Δηλαδή αρχηγός της τάξης, όπως αναγνωρίζονταν τότε. Δεν
υπηρετούσε πέρυσι στο σχολείο μας σε άλλη τάξη. Μάθαμε πως ήρθε από το Γυμνάσιο
Χαλανδρίου. Ψηλός, εύσωμος και ευσταλής, σωματοδομή σφαιροβόλου, Τάκης Βεργίνης,
τ’ όνομά του. Λευκαδίτης την καταγωγή,
σωστός Βαλαωρίτης. Έτσι τον θυμάμαι. Και
θα τον θυμάμαι πάντα. Στάθηκε μπροστά στην έδρα και χωρίς εισαγωγές ή άλλες
εθιμοτυπικές εκφράσεις, ακούσθηκε να λέει: «Ποιός θα μας πει τον ορισμό της
τραγωδίας κατ’ Αριστοτέλη;». Ούτε αυστηρά, ούτε επιτακτικά. Αλλά με μια
ευγενική και διακριτικότερη χροιά. Εγώ ήξερα. Κοίταξα γύρω μου. Κανένας δεν
σήκωνε το χέρι. Ησυχία. Κάποιος συμμαθητής μου – ήμασταν το τμήμα αρρένων σαράντα
μαθητές περίπου – ψιθύρισε το όνομά μου. «Βύρων». Σαν προτροπή. Σαν μαρτυρία ή
προσδοκία, ότι εγώ θα ήξερα. Ήμουν πρώτος μαθητής. Σχεδόν δειλά – ποτέ δεν
προκαλούσα με τις γνώσεις μου, από οικογενειακή μου παιδεία και ανατροφή, όντας
ο μικρότερος, ο έκτος μετά τα πέντε αγόρια αδέρφια μου – σήκωσα το χέρι μου.
Και απήγγειλα στα αρχαία τον ορισμό της τραγωδίας του Αριστοτέλη. Τον είχα
μάθει από… το αλληλοδιδακτικό σχολείο του σπιτιού μου. Και από τη θαυμάσια
εισαγωγή του Θ. Σταύρου, συν-συγγραφέα τού σχολικού αναγνώσματος «Ευριπίδου
Τραγωδίαι» (Ιφιφένια η εν Αυλίδι – Ιφιγένεια η εν Ταύροις), έκδοσης ΟΕΣΒ, 1962.
Ο άλλος συγγραφέας ήταν ο Φ. Βουσβούνης. Είπα δυνατά και ευκρινώς τον ορισμό. Από
στήθους φυσικά. Οι τέσσερις σειρές (στίχοι, στα αρχαία) έχουν ένα εσωτερικό
μέτρο που σε βοηθάει στην αποστήθιση και στην απαγγελία. Είναι ο ορισμός που
περιέλαβε, μας έδωσε και ανέλυσε στην Ποιητική
του ο maître των ορισμών, ο Σταγειρίτης
φιλόσοφος:
«Ἔστιν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας
καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδὼν ἐν τοῖς
μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν
τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν» (Περί Ποιητικής, 1449β,
23-28)
Ο Όμηρος και οι
τραγικοί υπήρξαν το μέγα ταμείο γνώσεων της αρχαιότητας για την Ελλάδα και τον
κόσμον όλο, επί αιώνες. Από το 1000 π.Χ. σε προφορική παράδοση μέχρι τον 6ο
αιώνα, και από τότε και ύστερα σε γραπτό λόγο από τους καταγραφείς του
Πεισίστρατου. Η διδαχή των θεμάτων και του ήθους αυτών στον Αλέξανδρο τον έκαμε
τον πρώτο στρατηλάτη-εκπολιτιστή της Ιστορίας. Δεν είναι ασήμαντη η λεπτομέρεια
που μας μεταφέρει ο Αρριανός ότι όταν ο Μέγας Αλέξανδρος πήγε στην Τροία
μακάρισε τον Αχιλλέα ότι είχε τον Όμηρο κήρυκα της υστεροφημίας του, ότι Ομήρου κήρυκος εις την έπειτα μνήμην
έτυχε (Αλεξάνδρου Ανάβασις, Βιβλίο Α΄, 12). Ας σημειωθεί εδώ ότι ο
Αριστοτέλης εφοδίασε τον Αλέξανδρο με μια Ιλιάδα,
«την από νάρθηκος» (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος, 8), την οποία
είχε αντιγράψει και εκδώσει ο ίδιος, και την οποία έφερε μαζί του στο
προσκεφάλι του ο Αλέξανδρος σ’ όλη την εκστρατεία του.
ΙΙ.
Δικαιοσύνη-ελευθερία
Έκτοτε, από τα χρόνια
της εφηβείας μου και μετά, ο Αριστοτέλης έγινε δάσκαλός μου, συνοδοιπόρος μιας
ζωής. Ήταν η δεσπόζουσα αναφορά-παραπομπή στις Νομικές σπουδές μου στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών και στα άλλα του Εξωτερικού. «Αριστοτέλης έφα», όπως έλεγαν για τον δάσκαλο Πυθαγόρα οι
Πυθαγόρειοι μαθητές του.
Στα νομικά, θα ένοιωθες
ανάπηρος αν δεν ήξερες τις τρεις μορφές αδικίας που διακρίνει και μας
παρουσιάζει ο μέγας ταξινόμος: α) Άνιση
μεταχείριση ίσων ή ομοίων (προσώπων, πραγμάτων, καταστάσεων), β) ίση μεταχείριση των ανίσων. Αυτές τις
δύο μορφές τις εισάγει και αναλύει στα Ηθικά Νικομάχεια, υπό το κατηγόρημα της διορθωτικής δικαιοσύνης. Στη γ) διανεμητική, εξάλλου, μιλάει για τη
δικαιοσύνη που απονέμεται από τους πολίτες στο κάθε άτομο σαν δικαιϊκή αξία, με
βάση την ταξική καταγωγή του ατόμου. Για τους δημοκρατικούς αξία διακρίνουσα
είναι η ελευθερία. Για τους
ολιγαρχικούς, ο πλούτος, και για τους
αριστοκρατικούς, η αρετή. Ο
Αριστοτέλης στην όλη σκέψη του εμπιστεύεται και επιδιώκει την ελευθερία ως sine qua non συνθήκη για την πορεία προς την
αρετή και την ευδαιμονία. Για τον πρόσθετο λόγο ότι η ελευθερία και η ισότητα
των πολλών στη δημοκρατία καταλαμβάνει πρώτη σημασία και θέση, ο Αριστοτέλης
«σπάει» την αντικειμενικότητα τού επιστήμονα τής συγκριτικής πολιτειολογίας και
γίνεται θιασώτης και συνήγορος τής δημοκρατίας.
Στη συγκλονιστική
ανάλυσή του περί δικαιοσύνης ο Αριστοτέλης γίνεται ο θεσμικός τελειοθήρας
εισάγοντας την επιείκεια (aequitas),
ως στοιχείο συμπληρωματικό της πρωτογενούς δικαιοσύνης, που λειτουργεί σαν
κλειδί που καλύπτει (ουσιαστικά και ερμηνευτικά) την έλλειψη και το κενό του
νόμου. Για να λειτουργήσει ο άτεγκτος νόμος, χωρίς να σπάσουν τα σφικτά από την
αυστηρότητα της υπερβολής (summum
jus,
summa
injuria)
γρανάζια του, επιστρατεύεται η επιείκεια.
Ο ίδιος ο Αριστοτέλης επικαλείται, για την αξία της επιείκειας, ως συστατικού της δικαιοσύνης (του φυσικού δικαίου),
διορθωτικού του θετικού δικαίου και του σκληρού νόμου στις τυχόν αντινομίες του
και στην αυστηρότητά του, λόγω των οποίων παραβιάζεται η αναλογική ισότητα, το
θεαματικό παράδειγμα της Αντιγόνης του Σοφοκλή. Η οποία επιλέγει να τηρήσει τον
άγραφο φυσικό νόμο της ταφής των νεκρών και να μην υπακούσει στη διαταγή (την
άδικη) του Κρέοντα. Να σημειώσουμε εν παρόδω, πως στα «μαγικά» παράλληλα μεταξύ
τραγικής ποίησης και φιλοσοφίας, ο Πλάτων είναι ο Αισχύλος και ο Αριστοτέλης, ο
Σοφοκλής. Μολονότι ο ίδιος ο Αριστοτέλης αποκαλεί τον Ευρυπίδη «τραγικώτατον»
των ποιητών.
ΙΙΙ.
Βυζαντινοί και Ευρωπαίοι Εγκυκλοπαιδιστές
Και όσο «σέρφαρα» στον
ωκεανό των νομικών και πολιτικών επιστημών, τόσο διεπίστωνα την παρουσία των
μεγάλων μυστών της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (Πλάτωνα, Αριστοτέλη,
Θουκυδίδη κ.ο.κ.) στον μυητικό και διδακτικό ρόλο τους σε όλους τους μεγάλους
τής Δυτικής σκέψης, των Ρωμαϊκών χρόνων, του Μεσαίωνα, της Αναγέννησης, του
Διαφωτισμού. Δεν υπάρχει, ακόμη, ούτε Βυζαντινή πνευματική κίνηση π.χ. του 9ου
και 10ου αιώνα, με το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας (Magna Aula), όπου ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός και ο
Φώτιος, μεταξύ των άλλων, εδίδαξαν τη «νέα θεολογία», εμπλουτισμένη με τη γνώση
και τη σοφία από τα αρχαία ελληνικά συγγράμματα, στα οποία η σκέψη του
Αριστοτέλη εδέσποζε. Λόγιοι από όλη την Αυτοκρατορία συνεισέφεραν με την
αντιγραφή και συλλογή ανθολογιών και επιτομών των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Ο
Αριστοτέλης μετεφέρετο «ολόκληρος» από Άραβες αντιγραφείς από τα ελληνικά στα
αραβικά και τέλος στα λατινικά, με πρώτον τον μέγαν Αβερόην (1126-1198), χάρη
στον οποίο διεσώθη ολόκληρο το έργο του Φιλοσόφου. Επί Φωτίου εμελετήθη και
κατεγράφη η κληρονομιά της Ελληνικής αρχαιότητας με τη μέγιστη δυνατή
πληρότητα. Αυτή είναι η εποχή των Βυζαντινών Εγκυκλοπαιδιστών (850-1050). Στη
Μυριόβιβλο του Φωτίου καταχωρούνται 280 αρχαία συγγράμματα! Το Βυζάντιο εγένετο
πνευματικό κέντρο οικουμενικών διαστάσεων. Όχι μόνο ένα στρατιωτικό, οικονομικό
και διοικητικό κέντρο, οιονεί θεοκρατούμενο, της εποχής. Οι «εγκυκλοπαίδειες»
του Βυζαντίου ήσαν το προάγγελμα των Γάλλων Εγκυκλοπαιδιστών του 18ου
αιώνα, των Ντιντερό, ντ’ Αλαμπέρ, Βολτέρου, Μοντεσκιέ, Ρουσσώ κ.λπ., 700 χρόνια
πριν. Οι πραγματικές ρίζες του Διαφωτισμού. Ποιός μπορεί να το αρνηθεί; Και πώς
να χαρακτηρίσει κανείς εκείνους που το κρύβουν, το αγνοούν επιδεικτικά και
εκβιάζουν όλους εμάς να το λησμονούμε; Και μόλις η φιλαλήθεια και η φιλιστορία
μάς κάνει να το μνημονεύσουμε, εκείνοι μας τρομοκρατούν εκδίδοντες
κατηγορητήρια κατά ενός τάχα ένοχου πατριωτισμού και μιας ύποπτης εθνοκαπηλείας!
Δεν είναι, λοιπόν, η συνάντησή μας σήμερα εδώ ουδέτερη, δηλαδή συνάντηση αργόσχολων
σχολαστικιστών, βυζαντινολογούντων. Είναι συνάντηση μάχης, μνήμης και εθνικής
αυτογνωσίας.
IV. Δικαιοσύνη και αρετή
Μιλώντας για τους Γάλλους Εγκυκλοπαιδιστές και
διαφωτιστές δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε τον μέγα «λογοκλόπο» του Αριστοτέλη,
τον Μοντεσκιέ. Υπάρχει, για να χρησιμοποιήσουμε μια πιο ήπια έκφραση, μια
διαχρονική πλάνη. Ότι την αρχή της διάκρισης των εξουσιών διετύπωσε ο Μοντεσκιέ
(στο έργο του «Το Πνεύμα των Νόμων»), ενώ πρώτος ο Αριστοτέλης 2000 χρόνια πριν
την είχε διδάξει στα «Πολιτικά» του λέγοντας: «Είναι δε τρία μέρη όλων των πολιτευμάτων. Το ένα είναι το
κοινοβούλιο-νομοθετικό, το άλλο το εκτελεστικό και το τρίτο το δικαστικό»
(Πολιτικά Δ΄, 1297β, 37 – 1298α, 2). Με τέτοια πληρότητα. Ο Αριστοτέλης εκ
παραλλήλου θεωρεί τη δικαιοσύνη ως ύπατη πολιτική και κοινωνική αρετή. Ολόκληρη
η αρχαία ελληνική γραμματεία είναι ένα απέραντο φροντιστήριο περί δικαιοσύνης,
ήθους και αρετής. Εδώ πρέπει να θυμηθούμε τον Διογένη Λαέρτιο (Βίοι καὶ γνῶμαι τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ εὐδοκιμησάντων,
Βιβλίο Ε΄, 7-8), ο οποίος στο κεφάλαιο που αφιερώνει στη ζωή και στο
έργο τού Αριστοτέλη, μας παραδίδει και τον «Ύμνο
προς την Αρετή» που έγραψε ο Αριστοτέλης:
«Αρετά, πολύμοχθε γένει βροτείω,
θήραμα κάλλιστον βίω,
σάς πέρι, Παρθένε, μορφάς
σάς πέρι, Παρθένε, μορφάς
καί θανείν ζηλωτός εν Ελλάδι πότμος
καί πόνους τλήναι μαλερούς ακάμαντας.
καί πόνους τλήναι μαλερούς ακάμαντας.
Τοίον επί φρένα βάλλεις
καρπόν ισαθάνατον
χρυσού τε κρείσσω καί γονέων
μαλακαυγήτοιό θ’ ύπνου.
Σου δ’ ένεχ’ ουκ Διός Ηρακλέης
Σου δ’ ένεχ’ ουκ Διός Ηρακλέης
Λήδας τε κούροι πόλλ’ ανέτλασαν έργοις
σάν αγρεύοντες δύναμιν.
Σοίς τε πόθοις Αχιλεύς
Σοίς τε πόθοις Αχιλεύς
Αίας τ’ Αίδαο δόμον ήλθον.
Σάς δ’ ένεκεν φιλίου μορφάς
Σάς δ’ ένεκεν φιλίου μορφάς
και Αταρνέος έντροφος
αελίου χήρωσεν αυγάς.
Τοίγαρ αοίδιμος έργοις
Τοίγαρ αοίδιμος έργοις
αθάνατόν τε μιν αυδήσουσι Μούσαι,
Μναμοσύνης θύγατρες,
Μναμοσύνης θύγατρες,
Διός ξενίου σέβας αύξουσαι
φιλίας τε γέρας βεβαίου».
«Αρετή, εσύ που
γίνεσαι προσιτή στο γένος των θνητών, έπειτα από πολλούς μόχθους και είσαι το πιο ωραίο θήραμα
στην ζωή. Παρθένα, που για τη δική σου μορφή και ο θάνατος θεωρείται στην
Ελλάδα ζηλευτή μοίρα, όπως και το να υποφέρη κανείς με καρτερία φλογερούς και ακατάπαυστους
κόπους.
Τέτοιον αθάνατο
καρποφορείς στα μυαλά των ανθρώπων καρπό, ανώτερο και από χρυσό και από τους
ευγενείς γονείς (που σηκώνουν το παιδί τους) από τον ύπνο που την αυγή ακτινοβολεί
μια τρυφερή λάμψη.
Για χάρη σου ο Διογενής
Ηρακλής και τα τέκνα της Λήδας, οι Διόσκουροι, υπέφεραν πολλά καθώς έκαμαν
άθλους αντλώντας από τη δική σου δύναμη. Εσένα δε ποθούντες ο Αχιλλεύς και ο
Αίας έφθασαν μέχρι στα ενδιαιτήματά του Άδου. Ένεκα δε της δικής σου προσφιλούς
μορφής και ο Αταρνέος Ερμίας εγκατέλειψε τις ακτίνες του ηλίου. Ένεκα τούτου,
ανεδείχθη άξιος να υμνείται με άσματα για τα κατορθώματά του και με ύμνους τον
εξυμνούν ως αθάνατο οι Μούσες, οι θυγατέρες της Μνημοσύνης και του ξενίου Διός αυξάνοντας
τον σεβασμό επιβραβεύοντας και την πιστή φιλία.»
Να συλλογισθούμε
ακόμη εδώ και να δεχθούμε τη συνακόλουθη βασική αρχή τής πολιτικής: Ότι καμμία
κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει σαν σύνολο
φαύλων. Από αυτή την παραδοχή γεννήθηκε η αναγκαιότητα τής παιδείας σαν
διδασκαλείο αρετής. Χάριν της επιβίωσης τού συνόλου, της πόλεως. Δεν είναι το
διδακτό της αρετής στοιχείο και τρόπος για τα «πολυτελή» και τα βέλτια. Είναι
για τα στοιχειώδη και τα θεμελιακά. Τα της επιβίωσης!
V. Ρητορική
Το
μεγάλο και βαθύ υπόστρωμα του ήθους και της αρετής, ως θεμέλιο κάθε
ευνομούμενης πολιτείας και ειδικά της δημοκρατικής Αθήνας, διέπει και τη Ρητορική
του Αριστοτέλη:
«Ο ρητορικός λόγος λειτουργεί πειστικά με τρεις τρόπους: α)
μέσω του χαρακτήρα-ήθους του ρήτορα («τω ήθει του λέγοντος»), β) μέσω της
συγκεκριμένης διάθεσης στην ψυχή του ακροατή (εν τω τον ακροατήν διαθείναι πως)
και γ) με τα αποδεικτικά επιχειρήματα που περιέχει ο λόγος (εν αυτώ τω λόγω διά
του δεικνύναι). Δηλαδή: ποιός λέει, πώς λέει, τί λέει;» (Ρητορική Α΄, 1356α, 1-20)
Η
δημοκρατία είναι το πολίτευμα του λόγου
και μάλιστα του δημόσιου λόγου, με κυρίαρχο χαρακτηριστικό την ισηγορία. Όλα τα άλλα πολιτεύματα
μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πολιτεύματα
της σιωπής, της στεγνής διαταγής ή της ιαχής και κραυγής (του όχλου). Γι’
αυτό έγραψε ο Αριστοτέλης για το «έργο τέχνης» του λόγου, τη Ρητορική του, που
την ορίζει ότι βρίσκεται σε αναλογική σχέση με τη διαλεκτική (έστιν αντίστροφος τή διαλεκτική). Ακόμη,
την έγραψε διότι η ρητορική ήταν το αιώνιο φαινόμενο της Αθηναϊκής δημοκρατίας.
Έζησε (ο Αριστοτέλης 384-322 π.Χ.) εκατό χρόνια μετά το έπος των Μηδικών. Από
τα Μηδικά έλαβε το δίδαγμα, α) της μη παράδοσης στον «μέγα βασιλέα» που ζητούσε
γην και ύδωρ, β) της ιερότητας των συνόρων – κατ’
αντιδιαστολή προς την πολιτική των ανοικτών συνόρων που διδάσκουν σήμερα οι
εκμαυλιστές των εθνών και των λαών – και γ) της μη υποταγής στην αριθμητική υπεροχή των εισβολέων Περσών – αυτό που
συμβαίνει χωρίς να κατονομάζεται σήμερα ως μουσουλμανικός εποικισμός. Έζησε στον
απόηχο του Περικλέους, του πρότυπου ρήτορα και statesman του 5ου
αιώνα. Και ακόμη έζησε μαζί με τους πολιτικούς και δικανικούς ρήτορες, τους καλύτερους
τής αρχαιότητας, τον Ισοκράτη, τον Δημοσθένη και τον Αισχίνη, και τον πυρετό
της αγοράς που προκαλούσαν οι αντιμαχίες τους. Ως μαθητής του Πλάτωνα γνώρισε
τη διάκριση μεταξύ των σοφιστών και των ρητόρων-φιλοσόφων. Και έκαμε την
επιλογή του, όπως τη δίδαξε με την ταξινόμηση των κριτηρίων που προείπαμε: «ποιός λέει, πώς λέει, τί λέει».
Παρατηρεί
τη σχέση και το βαθμό επιρροής μεταξύ του ρητορικού λόγου και της πολιτικής
ισχύος, φωτίζει αρνητικά την έννοια των δημαγωγών-σοφιστών και προβαίνει στη
θαυμάσια ανάλυση και επιλογή τού «έργου τέχνης», της ρητορικής του. Η
διδασκαλία του είναι πάντα επίκαιρη και γίνεται σήμερα πιο έντονη και
αντιπαραθετική, με την ανάδειξη και αναγόρευση ενός νέου «μορμολύκειου», ως του
απόλυτου φοβήτρου. Το λένε λαϊκισμό.
Και συχνά αντιδραστικό λαϊκισμό, που
σημαίνει την αντίδραση, αντίσταση και ανυπακοή στις πολιτικές εξαφάνισης της
μεσαίας τάξης, στην εξαθλίωση, στην ανεργία και στον κοινωνικό αποκλεισμό. Ο
νέος όρος στη θέση της δημαγωγίας. Επελέγη αυτός για να ακυρωθεί εκ πλαγίου η
αρετή, η αξία και ιερότητα του λαϊκού (στοιχείου, φρονήματος, ρήτορα). Και μέσω
της σύγχυσης να καταστεί το «λαϊκό» συνώνυμο του άσοφου, άκριτου, ιδιοτελούς,
αντιδημοκρατικού, αντιεπιστημονικού και επικίνδυνου.
Με τον
«λαϊκισμό», λοιπόν, στόχος ο λαός.
Μη θυμώσει, μην απαιτήσει, μην επαναστατήσει. Όμως, ήταν λαϊκιστής ο Σόλων, όταν υποδυόμενος τον τρελλό
απήγγειλε στην αγορά των Αθηνών τη «Σαλαμίνα»
του και συνήγειρε τους Αθηναίους σε πόλεμο για την ανακατάληψή της; Ή όταν
εισήγαγε τη «σεισάχθειά» του και
απαγόρευσε «το δανείζειν επί σώματι»;
Ήσαν λαϊκιστές ο Τυρταίος, ο Ρήγας και όλοι οι ποιητές όλων των εποχών που
ενθάρρυναν και εμψύχωναν τον λαό; Και δεν είναι λαϊκιστές και περίτεχνοι
χειραγωγοί και ποδηγέτες, slave drivers
πραγματικοί, οι κήρυκες και πάστορες της «παγκοσμιοποίησης» και της «νέας
τάξης», οι ομιλούντες μια ξύλινη και «πολιτικώς ορθή» γλώσσα, με ήχο ευθύγραμμο
και «ρομποτοκομπιουτερικό» μάλιστα, τα κείμενα της οποίας έχουν αντληθεί από τα
«λογιστήρια» του διεθνούς διευθυντηρίου που απεργάζεται την υποδούλωση των
λαών; Ο Αριστοτέλης, όπως λέγεται, έγραψε ειδικώς την «Ρητορική εις Αλέξανδρον» για να του διδάξει ως πρωτεύον μάθημα
ηγεσίας την τέχνη της «ξιφασκίας» του λόγου. Ασφαλώς βασισμένη στην αλήθεια και
στα κριτήρια (του χαρακτήρα, της ψυχικής πρόσληψης του ακροατή και του
επιχειρήματος) που αναφέραμε ήδη. Σήμερα οι σοφιστές επιστρέφουν. Με τον
«σοφιστικέ» γενικόλογο και εσκεμμένα ασαφή όρο, μεταρρυθμίσεις. Αν δείτε εξειδικευμένο στην πράξη τον όρο θα
τρομάξετε, βλέποντας τα αποτελέσματα: ανασφάλεια, αβεβαιότητα και επικράτηση
των νόμων της ζούγκλας!
VI. Τυπική λογική
και Πολιτικά
Αλλά
ό,τι και αν διδαχθήκαμε από τον Αριστοτέλη για την απέραντη περιοχή της
φυσιογνωσίας (στα Φυσικά) ή στα φιλοσοφικά itinéraires του
(τα Μεταφυσικά) ή ακόμη, στις ασκήσεις της άψογης εργαλειομηχανής τής Τυπικής
Λογικής του (στο Όργανον) και στα Πολιτικά του (όπου συναιρούνται οι 158
Πολιτείες του – σώθηκε μόνον η Αθηναίων Πολιτεία), στα Ηθικά του (Νικομάχεια
και Ευδήμεια), με τον εξαντλητικά αποδεικτικό του τρόπο, τον πανεπιστήμονα
τρόπο, μπορούμε να εκτείνουμε τη σκέψη μας, όπως έκαναν όλοι οι μετά τον
Αριστοτέλη, με αφετηρία (και τέρμα) το πρώτο συμπέρασμά του:
«ο άνθρωπος φύσει πολιτικόν και το μόνο ομιλούν ζώον» ο
άπολις είναι ή φαύλος ή ανώτερος («κρείττων») (Πολιτικά Α΄, 1253α, 1-5).
Ή θηρίον ή θεός. Είναι αυτός που ο Όμηρος αποκαλεί «αφρήτορα» (χωρίς
οικογένεια), «αθέμιστο» (χωρίς νόμους), «ανέστιον» (χωρίς εστία) (Ιλιάδα, Ι΄,
63).
Και να
υποθέσουμε βασίμως πως τον άνθρωπο της οικουμένης, ως λογικό και ομιλούν όν, τον
έμαθε να σκέπτεται ο μέγας δάσκαλος.
Η Τυπική Λογική με το Όργανον είναι το πνευματικό εργαστήρι γενέσεως και
αναπτύξεως του συστήματος των συλλογισμών όλων των επιστημών. Μ’ ένα λόγο,
δύσκολο να φαντασθούμε ποιά θα ήταν η πνευματική εξέλιξη τού κόσμου χωρίς τη
Λογική του Αριστοτέλη.
Ο ακρογωνιαίος
λίθος της δίκης, παραδείγματος ένεκεν, είναι ο δικανικός συλλογισμός. Ήτοι,
μείζων πρόταση, ο κανόνας δικαίου. Ελάσσων πρόταση, τα πραγματικά
στοιχεία-περιστατικά. Συμπέρασμα-απόφαση, η υπαγωγή των πραγματικών στη μείζονα
πρόταση, στον κανόνα δικαίου. Η αριστοτελική σκέψη παρούσα και δεσπόζουσα
αιωνίως. Τα εργαλεία και τις μεθόδους ανάπτυξης της σκέψης παρέδωσε άνευ
διδάκτρων ο Αριστοτέλης στην ανθρωπότητα και κατέστη έτσι ο οδηγητής και
δάσκαλος σε όλους τους κλάδους της ανθρώπινης επιστήμης. Και όπου δεν υπήρχαν
δεδομένα για επιστημονική ολοκλήρωση, μας έδωσε τις τροχιοδεικτικές νύξεις για
τις επιστήμες του μέλλοντος κατά τρόπον «μυστικόν» για να μην πω μαγικό. Η
μεγάλη πολιτική ανάλυση πολιτειολογικού χαρακτήρα βρίσκεται στα Πολιτικά του
Αριστοτέλη. Συλλέγει τα δεδομένα, τα ταξινομεί, τα αξιολογεί και επιλέγει, όχι
ονειρικά σαν το «σπήλαιο του Πλάτωνα», αλλά πραγματιστικά.
Αντίθετα
με τους σοφιστές που έβλεπαν την πολιτική δομή και σύνθεση, την πόλη δηλαδή, ως
συμβατικό θεσμό – όπως κάνουν σήμερα οι «νεοταξίτες» για το έθνος-κράτος, που
το θεωρούν περίπου ως τεχνητό κατασκεύασμα χωρίς ηθικό και αξιακό φορτίο – ο
Αριστοτέλης θεωρεί ότι η πόλη-κράτος
της εποχής του, για όλον τον γνωστό τότε κόσμο, είναι φυσικό φαινόμενο και δημιούργημα. Η γραμμή γενέσεως που εκείνος
παρατηρεί, υιοθετεί και διδάσκει είναι: άτομο, οικογένεια, γένος (εκτεταμένη
οικογένεια με τη γη και περιουσία που κατείχε), πολιτική κοινωνία και τέλος πόλη-κράτος.
Εκεί τα άτομα σκέπτονται, αισθάνονται και ενεργούν ως πολιτικά όντα. Εκεί
γίνονται πολίτες. Ήτοι, ως το ιερό
και αναγκαίο συστατικό τής πόλεως. Τότε αναγνωρίζουν και διακρίνουν συνειδητά
το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, το ωφέλιμο και το βλαπτικό. Αυτές
και άλλες ομόλογες έννοιες τις επεξεργάζονται οι πολίτες με τη λογική, τις
ταξινομούν και τηρούν με συλλογικά κριτήρια και προπαντός με συλλογική μνήμη, όχι
με τυφλούς ατομικούς εγωϊσμούς και παράγουν έτσι τον θέσμιο πολιτισμό της
πόλης.
Αυτή
είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της αρχαιοελληνικής και Αριστοτελικής έννοιας
της πόλης-κράτους (που μετεξελίχθηκε σε έθνος-κράτος στην απώτερη συνέχεια) και
των «τυραννίδων» της Ασίας ή των «μαζοποιημένων» ετερόκλητων πολιτειών της
«νέας τάξης» του σήμερα! Να μην παροράται και η δραματική αντίφαση των σημερινών σχεδιαστών της «παγκοσμιοποίησης»:
Ενώ όλα τείνουν στον σχηματισμό της πολιτικής, πολιτιστικής, οικονομικής
ομοιομορφίας, αυτό που λέμε «μαζοποίηση», με συνεπακόλουθη την κατάλυση του
έθνους-κράτους, την ίδια στιγμή ενισχύεται σε πολλές περιπτώσεις ένας «μικροεθνικισμός»,
της διάλυσης δεδομένων ιστορικών εθνών-κρατών και της δημιουργίας νέων,
υβριδικών και εν πολλοίς τεχνητών εθνικών οντοτήτων, όπως τους… συμφέρει
ευκαιριακά και τυχοδιωκτικά. Κλασσικό και διδακτικότατο δείγμα η πρώην
Γιουγκοσλαβία! Εν σχεδίω θα δει κανείς και πολλά άλλα «Κοσσυφοπέδια» σε
ενδιαφέρουσες περιοχές.
VII. Μεταμορφώσεις
και παραχαράξεις της Δημοκρατίας
Και τί
γίνεται όταν ο άνθρωπος και οι δομές της κοινωνίας μεταμορφώνονται από άπειρα
τεχνάσματα που μετέρχονται οι ολιγάρχες όλων των εποχών –και κατ’ εξοχήν σήμερα
– οι άπληστοι, οι «χρηματιστές», σε «αφρήτορα», «ανέστιον» και «αθέμιστον»; Με
τεχνάσματα δήθεν δημοκρατίας, ακόμη και δήθεν αριστοκρατίας (η τυραννίδα ευτυχώς
χάθηκε από το οπλοστάσιό τους) και με εργαλεία παντοτινά και σε πρώτη χρήση την
ανάγκη και τον φόβο, έτσι όπως λειτουργούν, μπορεί να διερωτηθεί κανείς τί αξία
και ποιά ισχύ έχουν τότε οι ορισμοί του Σταγειρίτη περί ήθους και αρετής ή περί
των διδαγμάτων τής τραγωδίας; Ακόμη, αν η τεχνολογία, η αστικοποίηση και η «χρηματιστική»
οικονομία ξεπερνούν με διαστημικές αποστάσεις τα δεδομένα του 4ου
π.Χ. αιώνα, που αποτελούσαν την πρώτη ύλη και τα πρώτα δεδομένα για την
αρχιτεκτονική και τη δόμηση της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, τότε ποιά θα είναι σήμερα
η εφαρμοσιμότητα της σκέψης του, θεωρητικής, διδακτικής, πραγματιστικής; Μήπως
είναι όλο το οικοδόμημα, απλά εκτός εποχής; Χυδαϊστί, ξεπερασμένο; Μήπως
διατηρούσε το Αριστοτέλειο σύστημα σκέψης την εφαρμοσιμότητά του, την ισχύ και
την επικαιρότητά του, ας πούμε, μόνο μέχρι και τον εικοστό αιώνα;
Μήπως
ο εικοστός πρώτος είναι ο αιώνας των αναθεωρήσεων των συνθηκών επιβίωσης του
ανθρώπου και των όρων ειρήνης του παρελθόντος; Μήπως έχει ήδη κατακρημνισθεί
στο στερέωμα όλο το ηθικό και αξιακό καταπίστευμα του παλιού κόσμου; Μήπως
άρχισε η επέλαση της «παγκοσμιοποίησης»;
Και δεν μιλούμε βέβαια για τις συνώνυμες συνθήκες της εξέλιξης που καταργεί
αποστάσεις, που αναπτύσσει ιλιγγιώδεις ψηφιακές επικοινωνίες, που φροντίζει
κοινές-παγκόσμιες επιδιώξεις π.χ. προστασία του περιβάλλοντος και περίθαλψη των
νοσούντων, των πεινώντων και διψώντων. Αλλά μιλούμε για εκείνο το πολιτικό και
πολιτισμικό γεγονός που μοιάζει με παγκόσμια τυραννική ολιγαρχία. Εκείνο της νέας τάξης πραγμάτων που αναγνωρίζει μόνο μία ιεραρχία (του πλούτου), μία
πηγή ισχύος (του χρήματος και της μιντιοκρατίας), μία ιεραρχία, αυτή των
τσομπανόσκυλων και των golden boys
– ταυτολογία – και μία ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (την των εταιρικών
υπερεθνικών ομίλων), που τείνει στην κατάργηση των εθνών-κρατών, με ενδιάμεση
λύση τη συγκρότηση οικονομικό-πολιτικών ενώσεων, αντί της φυσικής οντότητας του
έθνους-κράτους, έστω πειραματικών και εύθραυστων και που έχει ως αποτέλεσμα τον
μηδενισμό (;) του Αριστοτέλειου (και Πλατωνικού) ενάρετου ανθρώπου. Ενώ
παράλληλα, ο επίκαιρος άνθρωπος, ο διαλυμένος και αποσυντεθειμένος, με
ενστικτώδη έφεση οργανώνεται σε «συμμορίες, σέχτες και αυτοσχέδιες
συλλογικότητες» για επιβίωση και πολιτική επικράτηση ανά «περιοχή». Τους
επάλληλους κύκλους «εμφυλίων» συρράξεων τούς βλέπει και τους αποδέχεται το
«αόρατο επιτελείο» των σύγχρονων κοινωνιών. Ή και τους συντονίζει χαοτικά! Βλέπε
πρώην Γιουγκοσλαβία, Βόρειο Αφρική και Μέση Ανατολή. Ματαίως ο Αριστοτέλης
τονίζει το του Ευρυπίδη, στα Πολιτικά του: «Χαλεποί
γαρ πόλεμοι αδελφών» (Πολιτικά Ζ΄, 1328α, 15).
Τα νέα
δεδομένα, που έσπευσαν να τα χαρακτηρίσουν μετανεωτερικά και μονοδρομικά, που
ακυρώνουν την πολιτική ηθική και τον φιλοσοφικό στοχασμό, που αφήνουν τις «χρηματιστικές»
συναλλαγές ασύδοτες (με σβησμένη τη σελίδα των «πραγμάτων εκτός συναλλαγής», res extra commercium, γιατί «όλα πωλούνται και όλα αγοράζονται») και που
θεοποιούν την παμφάγα και λεηλατούσα τα εισοδήματα των φτωχών «λιτότητα», και
στον αντίποδα, που θεοποιούν ειδωλολατρικά τήν ακόρεστη απληστία του 1% των
πλουσίων, φαίνεται ευτυχώς να χάνουν τη δογματική αξία τους καθώς και τον
φανατισμό των νεοφώτιστων. Κάπως πρόωρα μάλιστα. Τη θέση τους ανακαταλαμβάνουν
πιο σταθεροί ορισμοί και σκοποί. Οι Αριστοτέλειοι. Δεν είναι μόνον ευχή. Είναι
και πρόβλεψη που προκύπτει από τις τελευταίες εξελίξεις και από τις συλλαβιστές
ομολογίες των μεταμελουμένων υπαιτίων. Εάν δεν αυτοδιορθωθούν τάχιστα, θα αυτοκαταστραφούν
δραματικά.
Οι
ψευδεπίγραφοι προστατευτισμοί των μεταναστών και προσφύγων, μετά τον άκριτο
πόλεμο στη Συρία και στη Μέση Ανατολή ευρύτερα, για τον οποίο δεν κόπτονται και
πολύ (οι δυνατοί της γης) να σταματήσει, όπως προηγουμένως και οι σκοποί και
σκοπιμότητες των «ανθρωπιστικών βομβαρδισμών» στη Σερβία και των, έγχρωμων,
πορτοκαλί κ.α., «Ανοίξεων» (Ουκρανίας, Αραβίας, Μεσανατολής) απεκαλύφθησαν
δραματικά. Τα παραπετάσματα έγιναν διάφανα και διδακτικά. Και φάνηκαν τα
πραγματικά νοήματα των λέξεων και των όρων του Newspeak (του Όργουελ). Οι νέες θεωρίες για τον διωγμό των «μαγισσών»
του «εθνολαϊκισμού» ως εγκλήματος καθοσιώσεως, του «πολιτικώς ορθού» ως νέας μορφής
τυραννίας και ως άγραφου κώδικα «λυντσαρίσματος», της «πλύσης εγκεφάλου» που
δρα αποτελεσματικά με αυτολογοκρισία φόβου και τρόμου, φαίνονταν ότι θα είναι
τα αναμφισβήτητα τετελεσμένα. Γιατί έτσι όριζε το πολιτικοδημοσιογραφικό
κατεστημένο, το ετερόφωτο και υποταγμένο στα χρηματοπιστωτικά αφεντικά του.
Ύστερα οι υποκριτικές διδασκαλίες περί των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ως μεγάλων
προσχημάτων για τη δράση των περίεργων και αργυρώνητων σύγχρονων σαλτιμπάγκων-ΜΚΟ,
και ως αφορμών των νέων συρράξεων και νέων μορφών πολέμου (με τις λεπίδες των
τζιχαντιστών από τη μια, και τα drones των
«νεοαποικιοκρατών» από την άλλη). Αυτά όλα, σαν νέα τακτική επιβολής και
δεσποτείας (του 21ου αιώνα) αποδεικνύεται συν τω χρόνω ότι δεν είναι
πλέον θέσφατα. Πειράματα γλωσσικής πλαστότητας ήσαν. Εκ γενετής αποτυχημένα.
Για την επιβολή τής νέας πολιτικής θρησκείας: της «παγκοσμιοποίησης».
VIII. Μεσότητα και
ελευθερία
Η αρχή
της Αριστοτελικής μεσότητας, με απόρριψη της «παρά φύσιν», όπως χαρακτηρίζει ο
ίδιος, «χρηματιστικής» λογικής της απληστίας και της σπατάλης, είναι το
πολιτικό δίδαγμα των τωρινών καιρών περί του πρακτέου. Η ανεξέλεγκτη συσσώρευση
πλούτου, μέσω της «χρηματιστικής οικονομίας», του μόνου τρόπου πλην της αρπαγής
και λεηλασίας, σε συνδυασμό με το ακόρεστο των απολαύσεων, ιδού ο ορισμός της
καταδικαστέας απληστίας. Αυτήν καταδικάζει, ως εκτός μεσότητας συμπεριφορά, ο
φιλόσοφος πανεπιστήμων. Γιατί έβλεπε ότι ο άμετρος πλουτισμός οδηγεί στον
μέχρις εσχάτων, ζωής ή θανάτου, ανταγωνισμό. Τα έβλεπε τότε, χωρίς να υπάρχουν
τράπεζες και χρηματαγορές. Τα προέβλεπε, θαρρείς για το σήμερα. Η «νέα
αλήθεια», μετά τις τελευταίες εξελίξεις σε Ευρώπη και Αμερική, πάνω σ’ αυτά τα
χνάρια φαίνεται να ξαναγράφει την πορεία της. Ο Αριστοτέλης τονίζει τη σχέση
τής μεσότητας με τη δημοκρατία και της δημοκρατίας με την ελευθερία:
«Θεμελιώδης δημοκρατική αρχή είναι η
ελευθερία. Βασικό χαρακτηριστικό τής ελευθερίας είναι ότι κάθε πολίτης γίνεται
πότε άρχοντας και πότε αρχόμενος» (Πολιτικά Ζ΄, 1317b). Αυτό
είναι η ευθεία καταδίκη του συστήματος των ελίτ και των golden boys, της «κάστας» και της «καμόρας».
Δηλαδή, του συστήματος που αγνοεί τους πολλούς (ως ελεύθερους, ισότιμους,
μέσους – της μεσαίας τάξης – και δυνητικούς άρχοντες) και ορίζει κάποιους ως
χρυσή ολιγαρχία, και όχι αριστοκρατία,
μόνιμη άρχουσα τάξη αυτοχαρακτηριζόμενη και ως ευεργέτιδα των δικών της «δημιουργημάτων»,
των νεόπτωχων, των δουλοποιημένων, των ανέστιων και των πλανήτων και πενήτων,
δηλαδή πάνω στο πλατύ και διευρυμένο «νέο-λούμπεν», της «παγκοσμιοποίησης». Ευεργέτες
οι θύτες! Οποία κατάντια! Μέρες του 1789! Ας ξεφύγουμε από αυτές τις τανάλιες
του χρηματοπιστωτικού τρόμου όσο πιο ειρηνικά γίνεται. Δηλαδή, χωρίς γκιλοτίνες
και τρομοκρατία! Αυτό θα είναι το επικαιροποιημένο Αριστοτελικό μήνυμα. Αυτό θα
ήθελα να ξαναδιδαχθούμε.
ΙΧ. Ποιός παίρνει, τί, πότε και πώς
Ένας
Αριστοτελικός καθηγητής μου στην Αμερική, ο Χάρολντ Λάσγουελ (Harold Lasswell, 1902-1978), έγραψε
μεταξύ άλλων ένα βιβλίο όπου έδινε και ανέλυε με ενάργεια έναν ορισμό της
πολιτικής. Με βάση και κριτήριο τον διανεμητικό και αναδιανεμητικό χαρακτήρα
της, ίσως τον πιο θεμελιώδη: Ποιός
παίρνει, τί, πότε και πώς. Ίσως ο πιο πανάρχαιος ορισμός. Πριν από την
ιστορία ακόμη. Από τις εποχές των σπηλαιοδιτών, των λιμναίων και των
καρποσυλλεκτών. Και παίρνει (τους καρπούς, το θήραμα, την καλύτερη θέση στη
σπηλιά, το σκήπτρο της εξουσίας, την αρχηγία στην αγέλη-ομάδα) ο πιο δυνατός, ο
πιο τιτανομάχος, ο πιο μηχανικός, ο πιο μάγος, ο πιο θεϊκός (Απολλώνιος ή
Διονυσιακός) κ.ο.κ. Και πώς; Με βία, με δόλο, ή με αξιοσύνη και άμιλλα; Αυτός είναι
ο προϊστορικός κύκλος της ηγεσίας και της ταξικής στρωμάτωσης. Κανείς δεν είδε
με την έναρξη του 21ου αιώνα το φοβερό και αφύσικο 1% των τερατωδώς
πλουσίων; Ποιά λογική το νομιμοποιεί; Και η φτωχοποιημένη μεσαία τάξη,
περιμένουν αυτοί οι άσοφοι οι πλούσιοι, να το αποδεχθεί; Πώς; Με τη νάρκωση των
ναρκωτικών ή με την κατάθλιψη; Για να οικονομήσουμε τη συζήτηση, δεν εξαντλούμε
όλους τους κύκλους της ιστορίας των συνεπειών της ανισότητας και της αδικίας. Δηλαδή,
της επανάστασης. Αυτοί οι τελευταίοι προκαλούν. Με απάθεια αντιμετωπίζουν το
ενδεχόμενο οι «κολασμένοι» και οι «καταπιεσμένοι» της εποχής να εξεγερθούν.
Πολλές φορές δίνουν την εντύπωση πως το ενδεχόμενο είναι επιδιωκόμενο. Γιατί
άραγε; Νοιώθουν τόσο δυνατοί; Ή είναι τόσο τυφλοί από τα πάθη τους; Τους
βλέπουμε στον Όμηρο (όπου βλέπουμε τον «μηνύοντα» Αχιλλέα να ονομάζει τον ίδιο
τον Αγαμέμνονα «δημοβόρο» δηλ. «λαοφάγο», Ιλιάδα, Α΄, 231), στον Μακιαβέλι, στους
βασιλείς και φεουδάρχες του Μεσαίωνα, στους Αυτοκράτορες, στους αποικιοκράτες, μέχρι
στους ολιγάρχες της εποχής μας, τους κλασσικούς παραχαράκτες της δημοκρατίας. Τώρα
έχουν εκτραχηλισθεί εντελώς. Η άριστη επιστημονική ταξινόμηση του Αριστοτέλη με
την επαγωγική του σκέψη (για τα πολιτεύματα, τη δικαιοσύνη, την αξιοκρατία και
την αρετή) παραμένει πάντοτε η πρώτη ύλη των νέων συλλογισμών και των νέων
εθνικοπολιτικών επιδιώξεων. Μόνη όμως δεν αρκεί. Χρειάζεται μια επικαιροποίηση
και μια συγκριτική συλλογή δεδομένων (ανάλογη με τις 158 πολιτείες του) για να
αντιμετωπίσει, όχι απλά με φιλοσοφική διαφωνία και απόρριψη, τη νέα τυραννίδα
και νέα δεσποτεία, αλλά πρακτικά και οπωσδήποτε συγκρουσιακά. Με αβρότητες δεν
γυρίζει ο τροχός της ιστορίας.
Χ. Επίλογος-Συμπέρασμα
Η
παιδαγωγική διδασκαλία στο μαθητή του Αλέξανδρο, για την οποία, άλλωστε, δεν
έχουμε ικανή διδακτέα ύλη, εκτός από υποθετικούς συγκερασμούς σαν εκείνον του
Πλουτάρχου: «ως Αριστοτέλης συνεβούλευεν
αυτώ, τοις μεν Έλλησιν ηγεμονικώς τοις δε βαρβάροις, δεσποτικώς χρώμενος…» (Περὶ
τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἢ ἀρετῆς, Λόγος Α΄, 6),
ο Αριστοτέλης χτίζει τον χαρακτήρα των νέων (και του Αλέξανδρου) πάνω στον
ενάρετο βίο, με στοιχεία που αρμόζουν σε ελεύθερους και ίσους
ανθρώπους-«εταίρους», όπως καταδεικνύεται στο περιστατικό στην έρημο της
Γεδρωσίας που μας μεταφέρει πάλι ο Αρριανός! Δεν πίνει νερό ούτε ο
εταίρος-αρχηγός όταν οι στρατιώτες του διψούν! Άλλη αντίληψη ηγεσίας, άλλος
πολιτισμός, Αριστοτελικός και γνήσια ελληνικός, εν αντιθέσει προς τον Ασιατικό
σατραπισμό και τον σημερινό ελίτικο τρόπο των εταιρικών ηγεμόνων. Θέλω σήμερα να
διδαχθώ μ’ έναν λόγο ξανά τον ορισμό της τραγωδίας, χωρίς την πλήρη «ανάπτυξη»
του δράματος, με «κάθαρση» τιμωρό ή
με ήπια deus ex machina
παρέμβαση. Μια ενστικτώδης ηθική και μια λογική οικονομίας αίματος και ένας
τίμιος φιλανθρωπισμός με κάνουν να αναζητώ τη λύση μιας προληπτικής ειρηνικής επανάστασης. Και τούτο ενισχύεται από δύο
πρόσθετα αποδεικτικά επιχειρήματα: Ότι οι επαναστάσεις άπασες είναι πολύ
αιμόφιλες. Όχι μόνον για αίμα των υπαιτίων. Αλλά και με άφθονες «παράπλευρες
απώλειες» αθώων. Και ότι η «κάθαρση» έρχεται πάντοτε αργά. Μετά την εκ λάθους ή
την εκ δραματικής υπαίτιας συμπεριφοράς αιμορραγία των αθώων! Από σένα,
Σταγειρίτη δάσκαλε της οικουμένης, ζητούμε εμείς οι παντοτινοί μαθητές σου, μια
νέα διδασκαλία, επικαιροποιημένη και προσαρμοσμένη στην απόκρουση των νέων
κτηνωδών δεδομένων.
Γιατί
οι νεοδεσπότες και οι νεοτύραννοι, οι παμπόνηροι «χρηματιστές», δεν διστάζουν να
προβούν ακόμη και σε άλλου είδους «τελικές λύσεις» και σε εκκαθαρίσεις αθώων
λαών. Αν δεν υπήρχε η ηθική διδασκαλία του Αριστοτέλη και τα αιματηρά διδάγματα
από τα ιστορικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας του Α΄ και κυρίως του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου, έτσι όπως παροξύνονται τα πράγματα, δεν θα απείχαν πολύ από
το να επαναλάβουν στις νέες συνθήκες τής νέας αποικιοκρατίας των «χρηματιστών»,
τον τρόπο που εφάρμοζαν οι πρόγονοί τους επί των Ινδιάνων της Αμερικής, των aborigines της Αυστραλίας και των Αφρικανών. Πρέπει αυτοί οι
νεοτύραννοι να ανασχεθούν και να αναιρεθούν τάχιστα. Αυτό ζητούμε και θα θέλαμε
να μας διδάξει πρακτικά και ρεαλιστικά στον περίπατό μας στον Ιλισσό και στην
ισόβιο μαθητεία μας στο Λύκειό του ο Αριστοτέλης. Και εμείς να κάμουμε τις
διδαχές του πράξη σωτηρίας των λαών και πρωταρχικά του λαού μας. Πριν είναι
πολύ αργά.–
Β.Γ.Π.
26.ΧΙ.16
Ελα μωρε με τον γρανα, ιδια μυαλα και αυτος. η δεν ψηφισε μνημονιο και αυτος? ψηφισε ψηφισε!
ΑπάντησηΔιαγραφή