επιμελειται η Ζωή Ηλία
Τα παράγωγα αυτά του πετρελαίου που απαντώνται πλέον σε όλες τις ακτές του κόσμου, δεν αποκλείεται να επηρεάζουν τη θαλάσσια ζωή ή ακόμα και τον άνθρωπο, όπως προειδοποιεί η διεθνής ομάδα ερευνητών.
Γι’ αυτό τον λόγο, ο Μάρκ Μπράουν, καθηγητής του τμήματος Βιολογίας και Περιβάλλοντος στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (UCD) , θέλησε να διερευνήσει το ζήτημα των μικροσκοπικών πλαστικών σκουπιδιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Ζήτησε λοιπόν από συνάδελφούς του σε έξι ηπείρους να συγκεντρώσουν και να εξετάσουν δείγματα άμμου από 18 παραλίες σε όλο τον κόσμο,όπου βρέθηκαν τουλάχιστον 1.900 ίνες.
Τα μέλη της ομάδας του δρα Μπράουν επεδίωκαν να εντοπίσουν την πηγή της συγκέντρωσης πλαστικών μικροσωματιδίων στις παραλίες. Ειδικότερα, οι ερευνητές συνέλεξαν άμμο από επιλεγμένες ακτές και διαπίστωσαν ότι στην πλειονότητά τους τα σωματίδια αποτελούντο από πολυεστέρα 56%, ακρυλικό 23%, πολυπροπυλένιο 7%, πολυαιθυλένιο 6% και πολυαμίδιο 3% και κυμαινόταν για κάθε 250 ml (ένα φλιτζάνι) ιζήματος σε από 2 (στην Αυστραλία) έως 31 (στην Πορτογαλία) ίνες.
Παράλληλα, εξέτασαν δείγματα από χώρους που καταλήγει λυματολάσπη και απόβλητα από διάφορα εργοστάσια επεξεργασίας λυμάτων, τα οποία φτάνουν εν τέλει στη θάλασσα. Οι πλειονότητα των ινών στα πολυμερή συνθετικά ταίριαζαν σε αυτές των συνθετικών ρούχων.
Το πλαστικό χνούδι ήταν παρόν σε όλες τις περιπτώσεις -κάθε δείγμα των 250 ml (περίπου ένα φλιτζάνι) βρέθηκε να περιέχει από δύο έως 31 ίνες. Η παρατήρηση ότι η ρύπανση ήταν μεγαλύτερη κοντά σε κατοικημένες περιοχές δημιούργησε στους ερευνητές την υποψία ότι οι ίνες πλαστικού έπεφταν στη θάλασσα από τις εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού, στα νερά των οποίων είχαν βρεθεί και παλαιότερα σωματίδια πλαστικού.
Τότε, οι ερευνητές για να επιβεβαιώσουν ότι οι ίνες φτάνουν στον υπόνομο από τα πλυντήρια ρούχων, πραγματοποίησαν ένα επιπλέον πείραμα. Παρακολουθούσαν τις πλύσεις σε τρία οικιακά πλυντήρια τριών εθελοντών όπου επί 3 μήνες έπλεναν ακρυλικά πουλόβερ, μπλουζάκια και κουβέρτες σε διάφορες θερμοκρασίες και έκαναν το ίδιο σε κύκλους πλυσίματος χωρίς ρούχα, ενώ δεν χρησιμοποιούσαν απορρυπαντικό και μαλακτικό γιατί έφραζε τα φίλτρα. Μετά μάζεψαν τα απόβλητα και μέτρησαν τα σωματίδια πλαστικού. Ο κίνδυνος για τη μόλυνση της θάλασσας, αλλά και των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων από αυτά τα αμέτρητα παράγωγα του πετρελαίου είναι εμφανής.
Το πείραμα έδειξε ότι οι πλαστικές ίνες προέρχονταν από λύματα πλυντηρίων ρούχων, από πυκνοκατοικημένες περιοχές και τα νερά των πλυντηρίων είναι μικροσκοπικά και ξεφεύγουν από τα πλέγματα των φίλτρων. Συγκεκριμένα, κάθε ακρυλικό πουλόβερ «φλις» απελευθερώνει έως και 2.000 ίνες σε κάθε πλύση, αναφέρουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση Environmental Science and Technology.
H μελέτη δεν εξέτασε τις δυνητικές επιπτώσεις των ινών στο περιβάλλον, οι ερευνητές όμως επισημαίνουν ότι τα σωματίδια πλαστικού που καταλήγουν στις θάλασσες έχουν βρεθεί να απορροφούν ρύπους και τοξικές ουσίες όπως το εντομοκτόνο DDΤ. Γι’ αυτό τον λόγο, η επιστημονική ομάδα προτρέπει τους σχεδιαστές ενδυμάτων, αλλά και πλυντηρίων ρούχων, να βρουν τρόπους να μειωθεί η απελευθέρωση των πλαστικών ινών. Αυτό μπορεί να γίνει, είτε μέσω αποδοτικότερων φίλτρων στα πλυντήρια, είτε με τον περιορισμό των συνθετικών υλών για ρούχα.
Προηγούμενη έρευνα του Δρ Μπράουν είχε επίσης δείξει ότι οι ίνες καταλήγουν στον οργανισμό θαλάσσιων οργανισμών όπως τα μύδια, και εμφανίζονται ακόμα και μέσα στα κύτταρά τους. Όπως σχολιάζει ο ερευνητής στο δικτυακό τόπο του Science, αυτό σημαίνει ότι το χνούδι από τα συνθετικά ρούχα «μπορεί να καταλήξει στο πιάτο μας». Η θάλασσα μολύνεται και τα φυτά, οι άνθρωποι και τα ζώα κινδυνεύουν.
Όπως αναφέρει, η χημικός Ευγενία Κολοβού οι επιπτώσεις του πλαστικού ποικίλουν ανάλογα με το είδος των πολυμερικών υλών (των πλαστικών). Ο χρόνος παραμονής του σωματιδίου στο θαλάσσιο περιβάλλον είναι από 50 έως 300 χρόνια. Η μόλυνση των ευαίσθητων θαλάσσιων οικοσυστημάτων (φύκη, φυτοπλαγκτόν) με πλαστικά ενέχει υψηλό κίνδυνο δηλητηρίασης των ψαριών και των θαλασσίων ζώων, αλλά και του ανθρώπου, μέσω της τροφικής αλυσίδας
Επίσης, η κ. Κολοβού εξηγεί ότι τα συνθετικά υφάσματα μπορούν να αντικατασταθούν από φυσικά πολυμερή, όπως το καουτσούκ ή τη γουαταπέρκα, που όμως για τη μαζική παραγωγή είναι ασύμφορα, ή από φυσικά υλικά όπως μετάξι, μαλλί, βαμβάκι, λινό και κάνναβη.
Επιπρόσθετα, πρέπει να γίνουν ακόμα μελέτες για να αποδειχθεί ο μεγάλος κίνδυνος των στοιχείων αυτών που προαναφέραμε παραπάνω για την παγκόσμια υγεία, καθώς η εισπνοή πλαστικών μικροσωματιδίων σχετίζεται με την εμφάνιση όγκων και οι βαφές που χρησιμοποιούνται στα συνθετικά ρούχα με δερματίτιδες.
Τα παράγωγα αυτά του πετρελαίου που απαντώνται πλέον σε όλες τις ακτές του κόσμου, δεν αποκλείεται να επηρεάζουν τη θαλάσσια ζωή ή ακόμα και τον άνθρωπο, όπως προειδοποιεί η διεθνής ομάδα ερευνητών.
Γι’ αυτό τον λόγο, ο Μάρκ Μπράουν, καθηγητής του τμήματος Βιολογίας και Περιβάλλοντος στο Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (UCD) , θέλησε να διερευνήσει το ζήτημα των μικροσκοπικών πλαστικών σκουπιδιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Ζήτησε λοιπόν από συνάδελφούς του σε έξι ηπείρους να συγκεντρώσουν και να εξετάσουν δείγματα άμμου από 18 παραλίες σε όλο τον κόσμο,όπου βρέθηκαν τουλάχιστον 1.900 ίνες.
Τα μέλη της ομάδας του δρα Μπράουν επεδίωκαν να εντοπίσουν την πηγή της συγκέντρωσης πλαστικών μικροσωματιδίων στις παραλίες. Ειδικότερα, οι ερευνητές συνέλεξαν άμμο από επιλεγμένες ακτές και διαπίστωσαν ότι στην πλειονότητά τους τα σωματίδια αποτελούντο από πολυεστέρα 56%, ακρυλικό 23%, πολυπροπυλένιο 7%, πολυαιθυλένιο 6% και πολυαμίδιο 3% και κυμαινόταν για κάθε 250 ml (ένα φλιτζάνι) ιζήματος σε από 2 (στην Αυστραλία) έως 31 (στην Πορτογαλία) ίνες.
Παράλληλα, εξέτασαν δείγματα από χώρους που καταλήγει λυματολάσπη και απόβλητα από διάφορα εργοστάσια επεξεργασίας λυμάτων, τα οποία φτάνουν εν τέλει στη θάλασσα. Οι πλειονότητα των ινών στα πολυμερή συνθετικά ταίριαζαν σε αυτές των συνθετικών ρούχων.
Το πλαστικό χνούδι ήταν παρόν σε όλες τις περιπτώσεις -κάθε δείγμα των 250 ml (περίπου ένα φλιτζάνι) βρέθηκε να περιέχει από δύο έως 31 ίνες. Η παρατήρηση ότι η ρύπανση ήταν μεγαλύτερη κοντά σε κατοικημένες περιοχές δημιούργησε στους ερευνητές την υποψία ότι οι ίνες πλαστικού έπεφταν στη θάλασσα από τις εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού, στα νερά των οποίων είχαν βρεθεί και παλαιότερα σωματίδια πλαστικού.
Τότε, οι ερευνητές για να επιβεβαιώσουν ότι οι ίνες φτάνουν στον υπόνομο από τα πλυντήρια ρούχων, πραγματοποίησαν ένα επιπλέον πείραμα. Παρακολουθούσαν τις πλύσεις σε τρία οικιακά πλυντήρια τριών εθελοντών όπου επί 3 μήνες έπλεναν ακρυλικά πουλόβερ, μπλουζάκια και κουβέρτες σε διάφορες θερμοκρασίες και έκαναν το ίδιο σε κύκλους πλυσίματος χωρίς ρούχα, ενώ δεν χρησιμοποιούσαν απορρυπαντικό και μαλακτικό γιατί έφραζε τα φίλτρα. Μετά μάζεψαν τα απόβλητα και μέτρησαν τα σωματίδια πλαστικού. Ο κίνδυνος για τη μόλυνση της θάλασσας, αλλά και των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων από αυτά τα αμέτρητα παράγωγα του πετρελαίου είναι εμφανής.
Το πείραμα έδειξε ότι οι πλαστικές ίνες προέρχονταν από λύματα πλυντηρίων ρούχων, από πυκνοκατοικημένες περιοχές και τα νερά των πλυντηρίων είναι μικροσκοπικά και ξεφεύγουν από τα πλέγματα των φίλτρων. Συγκεκριμένα, κάθε ακρυλικό πουλόβερ «φλις» απελευθερώνει έως και 2.000 ίνες σε κάθε πλύση, αναφέρουν οι ερευνητές στην επιθεώρηση Environmental Science and Technology.
H μελέτη δεν εξέτασε τις δυνητικές επιπτώσεις των ινών στο περιβάλλον, οι ερευνητές όμως επισημαίνουν ότι τα σωματίδια πλαστικού που καταλήγουν στις θάλασσες έχουν βρεθεί να απορροφούν ρύπους και τοξικές ουσίες όπως το εντομοκτόνο DDΤ. Γι’ αυτό τον λόγο, η επιστημονική ομάδα προτρέπει τους σχεδιαστές ενδυμάτων, αλλά και πλυντηρίων ρούχων, να βρουν τρόπους να μειωθεί η απελευθέρωση των πλαστικών ινών. Αυτό μπορεί να γίνει, είτε μέσω αποδοτικότερων φίλτρων στα πλυντήρια, είτε με τον περιορισμό των συνθετικών υλών για ρούχα.
Προηγούμενη έρευνα του Δρ Μπράουν είχε επίσης δείξει ότι οι ίνες καταλήγουν στον οργανισμό θαλάσσιων οργανισμών όπως τα μύδια, και εμφανίζονται ακόμα και μέσα στα κύτταρά τους. Όπως σχολιάζει ο ερευνητής στο δικτυακό τόπο του Science, αυτό σημαίνει ότι το χνούδι από τα συνθετικά ρούχα «μπορεί να καταλήξει στο πιάτο μας». Η θάλασσα μολύνεται και τα φυτά, οι άνθρωποι και τα ζώα κινδυνεύουν.
Όπως αναφέρει, η χημικός Ευγενία Κολοβού οι επιπτώσεις του πλαστικού ποικίλουν ανάλογα με το είδος των πολυμερικών υλών (των πλαστικών). Ο χρόνος παραμονής του σωματιδίου στο θαλάσσιο περιβάλλον είναι από 50 έως 300 χρόνια. Η μόλυνση των ευαίσθητων θαλάσσιων οικοσυστημάτων (φύκη, φυτοπλαγκτόν) με πλαστικά ενέχει υψηλό κίνδυνο δηλητηρίασης των ψαριών και των θαλασσίων ζώων, αλλά και του ανθρώπου, μέσω της τροφικής αλυσίδας
Επίσης, η κ. Κολοβού εξηγεί ότι τα συνθετικά υφάσματα μπορούν να αντικατασταθούν από φυσικά πολυμερή, όπως το καουτσούκ ή τη γουαταπέρκα, που όμως για τη μαζική παραγωγή είναι ασύμφορα, ή από φυσικά υλικά όπως μετάξι, μαλλί, βαμβάκι, λινό και κάνναβη.
Επιπρόσθετα, πρέπει να γίνουν ακόμα μελέτες για να αποδειχθεί ο μεγάλος κίνδυνος των στοιχείων αυτών που προαναφέραμε παραπάνω για την παγκόσμια υγεία, καθώς η εισπνοή πλαστικών μικροσωματιδίων σχετίζεται με την εμφάνιση όγκων και οι βαφές που χρησιμοποιούνται στα συνθετικά ρούχα με δερματίτιδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου