Το φωνάζουμε εδώ και χρόνια: ότι την Ελλάδα θέλουν να την κάνουν Νότιο Σουδάν. Δείτε τι γράφαμε και πέρσι, κατά σύμπτωση ίδια μέρα-14 Οκτωβρίου. Σήμερα η ΕΛΣΤΑΤ μας επιβεβαιώνει (μερικώς) λέγοντας ότι η Ελλάδα βουλγαροποιείται. Όλα μοιάζουν εδώ στη χώρα μας με τη Βουλγαρία. Εμείς υποστηρίζουμε ότι είμαστε ήδη πιο κάτω από τη γείτονα χώρα η οποία έχει πλέον μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης. Ιδού τι αναφέρει το ρεπορτάζ του Προκόπη Χατζηνικολάου στο liberal.gr:
Με γοργούς ρυθμούς η ελληνική οικονομία προσεγγίζει τη Βουλγαρία. Με ...
εξαίρεση τους μισθούς όπου υπάρχει ακόμα μία σχετικά διακριτή αλλά σταθερά μειούμενη διαφορά, τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής δείχνουν ότι αποκτούμε όλο και περισσότερα κοινά καταναλωτικά χαρακτηριστικά με τη γειτονική χώρα η οποία συγκαταλέγεται στις φτωχότερες της Ευρώπης.
Πρόκειται για κοινά στοιχεία που διαπιστώνονται στα φτωχά νοικοκυριά. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Έρευνας Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ) για το έτος 2016, η Ελλάδα και η Βουλγαρία είναι λ.χ οι δύο ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες οι πολίτες ξοδεύουν τα περισσότερα λεφτά για είδη διατροφής και για υπηρεσίες ιατρικής περίθαλψης.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βουλγαρία το μεγαλύτερο μερίδιο δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής. Στη χώρα μας πλέον το 20,7% των εισοδημάτων κατευθύνεται στα τρόφιμα. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο από τα προ κρίσης επίπεδα καθώς έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 30% από το 2008 λόγω της μείωσης των αποδοχών και της αύξησης των τιμών. Στη Βουλγαρία που κατέχει την πρωτιά, το ποσοστό των δαπανών που κατευθύνονται στα τρόφιμα φτάνει το 37,3%. Σε άλλες χώρες, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο η μέση δαπάνη για είδη διατροφής είναι στο 11%.
Σε Ελλάδα και Βουλγαρία καταγράφεται επίσης η μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, με 7,4% και 6,7% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αντιστοίχως. Αυτό συμβαίνει καθώς τα δημόσια νοσοκομεία υπολειτουργούν, ενώ ταυτόχρονα έχει αυξηθεί κατακόρυφα η συμμετοχή των ασφαλισμένων στην ιατροφαρμευτική περίθαλψη.
Η ίδια εικόνα και στην κατανάλωση οινοπνευματωδών. Οι δύο χώρες φαίνεται να κρατούν τα σκήπτρα. Στη Βουλγαρία διατίθεται το 5,3 του εισοδήματος για αγορά οινοπνευματωδών, ενώ χτη χώρα μας το 3,9%. Σημειώνεται ότι στην Ιταία διατόθεται το 1,8% του εισοδήματος, ενώ στην Βρετανία το 1%.
Στα ίδια επίπεδα, είναι οι δαπάνες για διαρκή αγαθά (ηλεκτρικές συσκευές, Ι.Χ.κ.λ.π.) Στη Βουλγαρία η μέση δαπάνη ανέρχεται στο 4,5% του εισοδήματος και στην Ελλάδα στο 4,4%.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία η φτωχοποίηση των νοικοκυριών είναι κάτι παραπάνω από εμφανής καθώς το μείζον για τις περισσότερες ελληνικές οικογένειες είναι να διασφαλίζουν τα απαραίτητα αγαθά για τη διαβίωσή τους. Στις δύο χώρες εκτός του γεγονότος ότι σε αρκετές περιπτώσεις καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά όπως για παράδειγμα στα είδη διατροφής, ενώ σε άλλες διαφαίνεται ότι η καταναλωτική δαπάνη σχεδόν ταυτίζεται.
Είναι ενδεικτικό ότι σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως για παράδειγμα την Ιταλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία τα καταναλωτικά πρότυπα διαφέρουν και οι υψηλότερες δαπάνες αφορούν τη στέγαση, ενώ για το Ηνωμένο Βασίλειο τις μεταφορές και τη στέγαση.
Ακόμη και στου μισθούς οι διαφορές με τη Βουλγαρία έχουν αρχίσει να περιορίζονται. Στην Ελλάδα η μερική απασχόληση των 300 ευρώ επεκτείνεται με ραγδαίους ρυθμούς, και δίνει το αέρα στην κυβέρνηση να υπερηφανεύεται ότι μειώνει την ανεργία με πλασματικό τρόπο.
Από την επεξεργασία των στοιχείων προκύπτει ότι τα τελευταία 9 χρόνια η μέση μηνιαία δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών έχει συρρικνωθεί κατά 34,4% ή διαφορετικά κατά ένα ποσό που αντιστοιχεί σε έναν καθαρό μισθό των 730 ευρώ.
Σύμφωνα, με τα αποτελέσματα για το έτος 2016 η συνολική μηνιαία δαπάνη των ελληνικών νοικοκυριών διαμορφώθηκε στα 5,7 δισ. ευρώ, καταγράφοντας μείωση 2,5% σε σύγκριση με το 2015. Κατά μέσο όρο ένα νοικοκυριό στην Ελλάδα δαπανά για τις ανάγκες του 1.392,03 ευρώ ενώ το 2008, στις εποχές της δανειακής ευμάρειας η μέση δαπάνη των νοικοκυριών ήταν 2.120,4 ευρώ το μήνα.
Σε σύνολο 12 βασικών κατηγοριών δαπανών, η μέση μηνιαία δαπάνη υποχώρησε σε 10 εξ αυτών το 2016 σε σύγκριση με το 2015. Η μεγαλύτερη μείωση (7,5%) παρατηρείται στα διαρκή αγαθά, ενώ ακολουθούν η δαπάνη για αναψυχή και πολιτισμό (6,4%) και η δαπάνη για οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (5,4%). Με άλλα λόγια τα ελληνικά νοικοκυριά δεν προβαίνουν σε μείζονες αγορές (όπως για παράδειγμα η αγορά αυτοκινήτου, επίπλων, μεγάλων ηλεκτρικών συσκευών) ενώ θεωρούν περιττή πολυτέλεια τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία. Οι κατηγορίες για τις οποίες παρατηρείται αύξησης της μέσης μηνιαίας δαπάνης το 2016 σε σύγκριση με το 2015 είναι στέγαση (κατά 1,8%) και οι μεταφορές (κατά 0,1%).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου