Τό Ναυάγιο
π. Σταύρου Τρικαλιώτη
π. Σταύρου Τρικαλιώτη
Ἀκούω τούς ὕστατους τριγμούς ἑνός πλοίου πού βυθίζεται. Ἡ θάλασσα σάν κακιά μητρυιά βγάζει πάνω του ὅλο της τό ἄχτι. Ὁ σκοτεινός ὠκεανός τό περικυκλώνει σάν ἀκάνθινο στεφάνι. Ἡ πρωτινή χαρούμενη καί ἀνέμελη ζωή στό κατάστρωμα τώρα μετατρέπεται σέ μιά κόλαση.
Οἱ «τριγμοί» τοῦ πλοίου γίνονται «καί δικοί μου», ἐσωτερικοί, βαθύτατοι, ὑπαρξιακοί. Σάν ἀναπάντεχο ναυάγιο γίνεται μερικές φορές ἡ ζωή μας. Περιστάσεις ἀπρόσμενες μᾶς φέρνουν τά πάνω κἀτω. Νιώθουμε...
νά βυθιζόμαστε σέ μιά προσωπική ἄβυσσο χωρίς ἐπιστροφή. Τό περιβάλλον ἀρνητικό. «Σκοτεινοί οὐρανοί» καί μέσα καί ἔξω. Αἰφνίδιες ἀστραπές τσουρουφλίζουν τό ἤδη ταλαιπωρημένο κορμί μας ἀπό τήν ἁρμύρα καί τόν καλοκαιριάτικο ἥλιο. Ἡ ζωή δέν θά μᾶς χαμογελᾶ γιά πολύ. Ἀλλάζει ρότα.
«Σκοτεινοί οὐρανοί» καί μέσα καί ἔξω. Ἴχνος ἐλπίδας στόν ὁρίζοντα. Προδοσία, ἐγκατάλειψη, θλίψη, ἀπόγνωση, ἀπογοήτευση, ἀμηχανία, ἀδιέξοδο, νά μερικές λέξεις πού μποροῦν νά χαρακτηρίσουν τήν κατάστασή μας. Οὔτε ἕνα μικρό ἀστεράκι δέν λάμπει στό οὐρανό νά μᾶς δείξει ἁμυδρά τόν δρόμο γιά τήν ἐπιστοφή στό ὑπήνεμο λιμάνι τῆς ἀναχώρησης, τή λύτρωση ἀπό τόν βέβαιο θάνατο. «Δέν ὑπάρχει ἐλπίδα», ὑπογραμμίζει μέ ἔμφαση ὁ ποιητής.
Οἱ φλόγες ἔζωσαν γιά τά καλά τό πλοῖο. Πύρινες γλῶσσες ζώνουν γιά τά καλά καί τήν ὕπαρξή μας πού στέκεται μισό μέτρο πρίν τήν καταβύθιση στό κενό. Ἡ ὅρασή μας ἐλαττώνεται λόγῳ τῆς ἀνυπαρξίας φωτός. Τό μαῦρο πυκνό σκοτάδι μέσα καί ἔξω μᾶς πλακώνει τήν ψυχή. Νιώθουμε ὅτι πλησιάζει τό τέλος τῆς ζωῆς δεκάδων ἐπιβατῶν, πού πανικόβλητοι τρέχουν οὐρλιάζοντας στό κατάστρωμα καί ψάχνουν τίς σωτήριες λέμβους. Ψυχές πεινασμένες, ἀγριεμένες, ἀλαφιασμένες, ἀπεγνωσμένα γυρεύουν μιά σανίδα σωτηρίας. Τοῦτες τίς ὧρες ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀπάνθρωπος. Ἀδιαφορεῖ γιά τό «τοῦ ἑτέρου συμφέρον» . Κυριαρχεῖ προπάντων τό ἀτομικό του συμφέρον. Τό συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου πού χαροπαλεύει μέ τά φουρτουνιασμένα κύματα.
Ὁ καπετάνιος «ἀλαφιασμένος» καί δίνοντας τήν αἴσθηση τοῦ «τρελοῦ», ἀδυνατεῖ νά δώσει μιά λογική ἐξήγηση γιά ὅσα συμβαίνουν. Καταλήγει σιγά σιγά στό συμπέρασμα τῆς ἀπόδοσης εὐθυνῶν στόν Θεό. Ἀρχίζουν σιγά σιγά νά ἀναδύονται ἀμείλικτα τά «γιατί». Ὅλοι θέλουν νά ἐναποθέσουν τήν προσωπική τους ἐνοχή κάπου. Ὁ Θεός Δημιουργός εἶναι τό πιό καταλληλο καί πιό εὔχερο πρόσωπο γιά τόν καθένα. Αὐτός εἶναι Παντοδύναμος, ἄρα αὐτός φταίει γιά ὅσα συμβαίνουν. Ἡ ὀργή τῶν πικραμένων καί τῶν ἀπελπισμένων πέφτει πάνω του. Ἐκείνη τήν ὥρα δέν ὑποψιάζονται τυχόν ἄνομα συμφέροντα τῆς πλοιοκτήτριας ἑταιρίας, πού μπορεῖ νά ἄφησε νά πλεύσει ἕνα ἀκατάλληλο σαπιοκάραβο ἤ τίς συσσωρευμένες ἁμαρτίες πολλῶν ἀνθρώπων, πού ἐπισύρουν τή δίκαιη μά καί παιδαγωγική ὀργή του Θεοῦ!
Οἱ εἰδικοί γιά τήν ὁμαλή πορεία τοῦ πλοίου , οἱ μηχανικοί, «τρομάζουν», «χειρονομοῦν» καί ἀπευθύνουν ἐρωτήματα ἀπελπισίας στή φωτιά. «Γιατί»; Ἕνα «γιατί» συχνά ἐπαναλαμβανόμενο πού σάν κοφτερό δίκοπο μαχαίρι ξύνει ἐπώδυνα τίς πληγές τῆς κλυδωνιζόμενης ὕπαρξής μας.
Οἱ ναῦτες τρέχουν κι αὐτοί νά σωθοῦν. Τά κύματα ἀπό ἀλλοτινοί φίλοι γίνανε τώρα τρομεροί ἐχθροί πού πάνε νά τούς κατασπαράξουν. Μάταια τά ρωτοῦν «γιατί»;
Ἑκατομμύρια «γιατί» ἀπευθύνει ἡ ἀνθρωπότητα στίς κάθε εἴδους ὁριακές καταστάσεις πού βιώνει. Ὅλοι ζητοῦν μιά λογική ἐξήγηση. Ὁ καπετάνιος, οἱ μηχανικοί, οἱ ναῦτες, οἱ ἐπιβάτες καί ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς.
Ὅλα αὐτά τά «γιατί » - μᾶς λέει ὁ ποιητής (Ἠλίας Σιμόπουλος) – συνθέτουν μιά «θυελλώδη σιωπή»! Τί μπορεῖ νά πεῖ ὁ μικρός ἄνθρωπος μέ τίς πεπερασμένες του δυνάμεις στό πρόβλημα τῶν ἀνθρώπινων συμφορῶν. ῾Απλά, στέκεται ἐνεός, προβληματισμένος καί προσπαθεῖ νά ἀνιχνεύσει τό θέλημα καί τό σχέδιο του Θεοῦ. Βέβαια, αὐτή ἡ σιωπή εἶναι «θυελλώδη», προκαλεῖ στήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἐσωτερικές θύελλες, προβληματισμούς, ἀναταράξεις, ἀμφιβολίες. Ὅμως ἄν ἀναλογισθεῖ τήν ὑπομονή τοῦ Ἰώβ καί τό σταυρικό τέλος τοῦ Κυρίου, ἴσως ὁδηγηθεῖ στή λύση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπινου πόνου. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἔπαθαν δύο ἀθῶοι, ὁ δίκαιος Ἰώβ καί ὁ ἀναμάρτητος Κύριος. Ὅλα αὐτά βέβαια προϋποθετουν ἀκλόνητη πίστη καἰ τελεία ἐναπόθεση τῶν ἐλπίδων τοῦ ἀνθρώπου μόνο στόν Θεό καί ὄχι στούς ἀνθρώπους, διότι ὅπως λέει κι ὁ Δαυίδ «πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης» καί δυστυχῶς ἡ σκληρή πραγματικότητα μᾶς τό ἐπιβεβαιώνει καθημερινά.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέσει τό καράβι τῆς ζωῆς του στήν «ἄγκυρα ἐλπίδος» πού λέγεται Χριστός καί δείξει ἀποφασιστικότητα καί γεννναιότητα - ὄχι παθητικότητα καί ἔλλειψη ἀγωνιστικότητας- εἶναι σίγουρο ὅτι «ἡ ἄγκυρα» αὐτή δέν θά τόν ἀφήσει νά ξεφύγει ἀπό τήν ὀρθή πορεία του, ἔστω κι ἄν τό πλοῖο τό χτυποῦν δυνατοί ἄνεμοι, ὅμως τό σταθεροποιεῖ ἡ ἐλπίδα. «Ὅταν γαντζωθοῦμε στήν ἀπόλυτη ἀσφάλεια πού λέγεται Χριστός, τό καράβι τῆς ζωῆς μας θά ταλαντεύεται καί ταυτόχρονα δέν θά ταλαντεύεται» (ἱερός Χρυσόστομος). Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήσει πλήρως μέ ἐπιστοσύνη τήν ὕπαρξή του στήν παντοδύναμη χεῖρα Ἐκείνου καί ὄχι στούς ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου «οἷς οὐκ ἔστιν σωτηρία» («ἀπό τούς ὁποίους δέν πρέπει νά ἔχουμε καμμία ἐλπίδα ὅτι θά μᾶς σώσουν» ,προφητάναξ Δαυίδ), τότε θά χαίρεται καί δέν θά ἀγωνιᾶ, ἀλλά θά ἀγάλλεται γιατί θά κατέχει τήν «ἄγκυρα τῆς Πίστεως» (ὑμνολογία).
Τότε τά ἑκατομμύρια «γιατί» πού μᾶς πνίγουν, θά μεταποιηθοῦν σέ εὐχαριστία, γιατί ὁ Θεός θά δώσει «σύν τῷ πειρασμῷ καί τήν ἔκβασιν» (=τό αἴσιο τέλος). Φτάνει νά ὑπομείνουμε μἐχρι τό τέλος, διότι ὁ «ὑπομείνας εἰς τέλος σωθήσεται» (Ἰησοῦς Χριστός)…
῾Υ. Γ. Ἀφορμή καί ἔμπνευση γιά τό παραπάνω κείμενο πήραμε ἀπό τό ποίημα τοῦ Ἠλία Σιμόπουλου (πού πέθανε πρόσφατα, 30 / 08 / 2015) «Τό Ναυάγιο» δίνοντας τήν δική μας ἀνάλυση καί ἀνάγνωση. (Ποίηση, τ. 2, σελ. 46- 47, ἐκδ. Γκοβόστη, 1990)
π. Σταῦρος Τρικαλιώτης
5 / 09 / 2015, Μνήμη προφήτου Ζαχαρίου, πατρός Ἰωάννου Προδρόμου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου