Σχεδόν μέ τό ζόρι τόν κατάφερε νά πᾶνε νά δοῦν τόν διευθυντή τῆς Μονάδας Φροντίδας Ἡλικιωμένων. Ὁ γέρος περιεργαζόταν τόν χῶρο μέ ἀμηχανία κι ἔτρεμε σάν τά κουνέλια πού τά πᾶνε γιά σφάξιμο...
-«Κύριε Κώστα», τοῦ εἶπε ὁ διευθυντής, ἕνας κουστουμαρισμένος καί πολύ καθωσπρέπει κύριος.
-«Ἐδῶ θά περάσετε ὑπέροχα! Τό φαγητό εἶναι πολύ προσεγμένο καί οἱ ὑπηρεσίες πού θά σᾶς προσφερθοῦν ὑψηλῶν προδιαγραφῶν. Ὁ γιός σας φρόντισε νά διαμείνετε στήν πρώτη θέση. Θά ἔχετε δικό σας δωμάτιο καί μάλιστα δωμάτιο μέ θέα τόν Ὑμηττό. Εἰλικρινά, πιστέψτε με, δέν θά σᾶς λείψει τίποτε. Θά ζεῖτε σάν νά βρίσκεστε στό καλύτερο ξενοδοχεῖο».
Ὁ γιός φίλησε τόν πατέρα, τόν σκούντησε φιλικά μέ τρυφερότητα στόν ὧμο καί τόν ἀποχαιρέτισε μέ ἕνα χαμόγελο.
Ὁ γἐρος ἀνταπέδωσε ἕνα ψεύτικο μειδίαμα καί ψέλλισε κάτι σάν χαιρετισμό. Τά μάτια του ἦταν θολά καί θλιμμένα. Μέ δυσκολία συγκρατοῦσε τά δάκρυά του.
«Σάν ξενοδοχεῖο», ψιθύρισε καί κούνησε τό κεφάλι του.
«Μέ κλείσανε στή φάκα χωρίς νά τό καταλάβω», σκέφτηκε κι ἕνας βαθύς ἀναστεναγμός βγῆκε ἀπό τά σωθικά του.
Σέ πέντε λεπτά βρισκόταν στό δωμάτιό του.
«Δωμάτιο μέ θέα»! ἐπανέλαβε κάπως φωναχτά καί κούνησε πάλι τό κεφάλι του. Ὅλα ἔλαμπαν ἀπό καθαριότητα. Κάθε μέρα θά τόν παρακολουθοῦσε ὁ γιατρός τῆς Μονάδας, τοῦ εἶπαν.
«Νά, ἐδῶ εἶναι καί τό προσωπικό σας μπάνιο», τοῦ εἶπε ἡ καλοσυνάτη καμαριέρα πού τόν ἔφερε. Τοῦ τακτοποίησε τή βαλίτσα καί φεύγοντας ἔσπευσε νά τόν πληροφορήσει: «Γιά ὅ,τι χρειαστεῖτε, μή διστάσετε νά χτυπήσετε τό κουδούνι δίπλα στό κομοδίνο σας καί σέ δυό λεπτά θά εἶμαι κοντά σας».
Τό ἄλλο πρωί πού τοῦ ἔφερε τό πρωινό ἡ καλοσυνάτη καμαριέρα, τόν βρῆκε πεσμένο στό πάτωμα. Δίπλα του ἦταν σκορπισμένα τά χάπια πού ἔπαιρνε γιά τήν κατάθλιψη.
«Ἀπόπειρα αὐτοκτονίας ἐξαιτίας ὑπερβολικῆς λήψης χαπιῶν», ἀποφάνθηκε ὁ γιατρός τῆς Μονάδας πού τόν ἐξέτασε. «Φτηνά τή γλίτωσε ὁ Κυρ-Κώστας», εἶπε. «Ὅταν συνέλθει νά τοῦ δώσετε ἐλαφριά τροφή» συνέστησε κι ἔφυγε.
῞Οταν μετά ἀπό δύο ὧρες συνῆλθε, ἀντίκρυσε τήν καλοσυνάτη καμαριέρα καί τόν στοργικό γιό του.
«Γιατί τό ἔκανες αὐτό, πατέρα;» τόν ρώτησε μέ τόνο αὐστηρό κι ἐπιπληκτικό. Ὁ γέρος ἔσκυψε τό κεφάλι κάτω καί δέν ἔβγαλε ἄχνα. Ἔφαγε τό ἐλαφρύ πρωινό πού τοῦ προσφέρανε, σηκώθηκε ὄρθιος καί πλησίασε τήν μπαλκονόπορτα. Ἄνοιξε τά παραθυρόφυλλα νά πάρει λίγο ἀέρα καί εἶπε μ᾽ ἕνα πικρό καί εἰρωνικό συνάμα χαμόγελο:
-«Δωμάτιο μέ θέα»!
-«Καί τί θέα, πατέρα, ὁ Ὑμηττός στό πιάτο»!, σχολίασε ὁ στοργικός υἱός του.
- «Ναί, παιδί μου, στό πιάτο»! ἐπανέλαβε ὁ γέρος καί ἔμεινε νά τόν κοιτάζει γιά ὥρα στά μάτια μέ ἕνα βλέμμα πού σέ σκότωνε…
Ἁγία Παρασκευή 21 / 03 / 2015
π. Σταῦρος Τρικαλιώτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου