Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2014

"ΤΑ ΣΚΑΜΠΑΝΕΒΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ" Διήγημα του π. Σταύρου Τρικαλιώτη

-Ἕναν βαρύ γλυκό!
Ὁ πελάτης ἔχει πάντα δίκιο!  Ἡ παραγγελία ἔπρεπε νά ἐκτελεστεῖ  τάχιστα. Τό καφενεῖο τοῦ μπαρπα-Ἀρίστου φημιζόταν γιά τήν ταχεία ἐξυπηρέτηση τῶν πελατῶν του. Τώρα μάλιστα πού θά ἔλειπε γιά δέκα μέρες   τό ἀφεντικό,  τά πάντα ἔπρεπε νά εἶναι στήν ἐντέλεια.
    Ἡ μητέρα πού θά ἔμενε στό πόδι του ἔφερε ὅλο τό βάρος τῆς εὐθύνης γιά τήν εὔρυθμη λειτουργία τοῦ καταστήματος.  Ἑτοίμαζε τίς παραγγελίες, ἔκανε τίς ἀπαραίτητες προμήθειες, πλήρωνε τούς τρέχοντες λογαριασμούς, καθάριζε μέ ἐπιμέλεια τό καφενεῖο τῆς μικρῆς μας συνοικίας.
   Ἐγώ μέ τόν ἀδερφό μου τόν Περικλῆ ἤμασταν τά γκαρσόνια  τά καλοκαίρια πού δέν εἴχαμε σχολεῖο. Σκέτοι ἀητοί! Ἄς κάναμε κ ἀλλιῶς. Μόνη μας ἀμοιβή τά φιλοδωρήματα πού ἄφηναν οἱ πελάτες, ἄν ἄφηναν…
  Στήν ἀρχή δυσκολευόμουν. Ἔχυνα πολλές φορές τόν καφέ, γιατί καθώς τόν μετέφερα μέσα στόν δίσκο,  τόν κοίταζα συνεχῶς. Ἀργότερα μοῦ εἶπαν τό κόλπο: «νά μήν κοιτᾶς καθόλου τόν καφέ, ἀλλά μπροστά σου. Ἔτσι δέν θά σοῦ χύνεται.
   Ὁ ἀδερφός μου ἦταν δύομισι χρόνια μεγαλύτερος. Εἶχε κάποια σχετική πεῖρα ἀπό τή ζωή. Σέρβιρε μέ περισσότερη ἄνεση καί εἶχε μάθει τά μυστικά τοῦ ἐπαγγέλματος. Φρόντιζε λοιπόν μέ κάθε τρόπο νά μέ μυήσει κι ἐμένα σ᾽αὐτά. Γιά νά τά ἐμπεδώνω μάλιστα καλύτερα, πού καί πού ἔπεφτε καί καμιά καρπαζιά. Βέβαια ἐγώ ὡς μικρότερος κι ἐπαναστάτης ἀντιδροῦσα καί στήν κατἀλληλη στιγμή ἔπαιρνα τήν ἐκδίκησή μου. Τοῦ ἔριχνα καμιά μπουνιά στά κλεφτά κι ἐκεῖνος ἀγκομαχώντας ἔτρεχε νά μέ φτάσει. Ποῦ ὅμως;  Γινόμουν ἄφαντος! Σκέτος λαγός!
   Μέ τόν καιρό καί μέ τά «μαθήματα»  τοῦ ἀδερφοῦ μου συνήθισα. Μέχρι πού κόντευα νά πάρω ντοκτορά στό σερβίρισμα. Ὄχι λίγες φορές χανόμουν στό μεγάλο ψυγεῖο καί τάραζα τούς μπακλαβάδες. Ἦταν ὑπέροχοι! Ἡ μητέρα μου μοῦ φώναζε: θά  ᾽ρθει τό ἀφεντικό καί ἀλίμονό μας. Τήν λυπόμουν καί περιόριζα κάπως τή λαιμαργία μου.
   Οἱ μέρες περνοῦσαν εὐχάριστα. Ποτέ δέν πλήτταμε. Τό καφενεῖο ἄνοιγε γύρω στίς ὀκτώ τό πρωί κι ἔκλεινε τά μεσάνυχτα. Τά καλοκαίρια στό καφενεῖο ἦταν μιά πανδαισία. Περνοῦσε ἀπό ἐκεῖ κάθε καρυδιᾶς καρύδι. Γέροι συνήθως τά πρωινά, τ᾽ ἀπογέματα καί τά βράδυα συνήθως νεώτεροι ἄνθρωποι.  Ἐκείνη τήν ἐποχή σπάνια ἔβλεπες γυναῖκες στό μαγαζί (μιλᾶμε γιά τήν ἐποχή τῆς δικτατορίας στήν Ἑλλάδα γύρω κυρίως στά 1971 μέ 1972). Τό πρωί πού δέν εἴχαμε πολλή δουλειά, καθαρίζαμε τήν αὐλή τοῦ μαγαζιοῦ  ἀπό τά καπάκια τῶν ἀναψυκτικῶν, τά χαρτάκια καί τίς γόπες ἀπό τά τσιγάρα. Τακτοποιούσαμε τίς καρέκλες καί τά τραπέζια, σαπουνίζαμε τήν ἐπιφάνεια τῶν τραπεζιῶν.  Νωρίς τό ἀπόγευμα ρίχναμε πιτσιλιστά νερό μέ τό λάστιχο πάνω στά χαλίκια γιά νά μήν σηκώνεται σκόνη καί γενικά τακτοποιούσαμε ὁτιδήποτε ἔπεφτε στήν ἀντίληψή μας πού ἔπρεπε νά διορθωθεῖ.
    Τά μεσημέρια πού ἔπιαναν οἱ μεγάλες ζέστες καί ἔσκαγε ὁ τζίτζικας, καθόμασταν κάτω ἀπό τά μεγάλα πεῦκα τῆς αὐλῆς καί προσπαθούσαμε νά   ξεκουραστοῦμε λιγάκι, μιᾶς καί σπάνια ἐκείνη τήν ὥρα ἔμπαινε  κάποιος πελάτης στό μαγαζί.
   Γύρω στίς τρεῖς τό μεσημέρι ἄρχιζαν τά μπάνια τοῦ λαοῦ.  Τό ἀπέναντι περίπτερο τῆς δεσποινίδας Αἰκατερίνης διοργάνωνε πρωινά καί ἀπογευματινά μπάνια μέ ποῦλμαν σέ κοντινές παραλίες τῆς Ἀττικῆς. Δευτέρα: Λοῦτσα, Τρίτη: Αὐλάκι, Τετάρτη: Πόρτο Ράφτη, Πέμπτη:  Ἅγιο Ἀνδρέα κ.ο.κ. Ἡ δεσποινίς Αἰκατερίνη  -  «δεσποινίς» τή λέγαμε ἀπό συνήθειο, ἄν καί εἶχε τά χρονάκια της- ἀπό τήν προηγούμενη μέρα κατέστρωνε τόν κατάλογο τῶν αὐτῶν πού θά συμμετεῖχαν στά θαλάσσια μπάνια. Καμιά φορά  - ὅταν τά οἰκονομικά μας μᾶς τό ἐπέτρεπαν- συμμετείχαμε καί τά δύο ἀδέρφια σέ αὐτές τίς ὑπέροχες ἐξορμήσεις.
   Στό καφενεῖο ἔβλεπες καί τήν ἄλλη ὄψη τῆς ζωῆς. Τή σκληρή. Ἐδῶ δέν εἶχε παῖξε- γέλασε. Ἔτρωγες τά χαστούκια  τῆς ζωῆς καί δέν εἶχες περιθώρια ν᾽ ἀντιδράσεις. Δέν χωροῦσαν εὐθιξίες. Ἔπρεπε νά εἶσαι ταπεινός καί ἐξυπηρετικός, ἄν ἤθελες νά ἔχεις καί τίς ἑπόμενες μέρες τόν ἄρτο τόν ἐπιούσιο. Τό ἀφεντικό μπορεῖ νά ἔλειπε γιά μερικές μέρες, ἀλλά κάποτε θά ἐρχόταν. Θά μάθαινε τά πάντα καί ἀπό τούς τακτικούς πελάτες καί ἀπό τούς διάφορους σπιοῦνους πού καιροφυλακτοῦσαν στά γύρω καταστήματα.  Ἀπό τήν περιπτεροῦ μέχρι τόν κουρέα, ἀκόμη κι ἀπό τόν ταβερνιάρη πού εἶχε τό μαγαζί του ἀπέναντι.   


    Βέβαια τά καρφώματα γιά μικροαταξίες μας ἦταν σπάνια. Γενικά οἱ γείτονες μᾶς ἀγαποῦσαν κι ἐκτιμοῦσαν τόν ἀγώνα πού δίναμε γιά τή βιοπάλη. Εἶχε ἀναπτυχθεῖ μεταξύ μας μιά φιλικότητα καί μιά ἀλληλεγγύη.  Ἡ μητέρα μου ἦταν πάντα εὐγενική καί καλοσυνάτη ἀπέναντί τους. Ὅλοι εἶχαν νά κάνουν γιά τήν  ἀξιοπρέπεια  καί τήν ἐντιμότητα πού χαρακτήριζε τήν οἰκογένειά μας. Τά πλήγματα πού εἴχαμε δεχτεῖ ἀπό τή ζωή τά κρατάγαμε γιά τόν ἑαυτό μας. Δέν ἐπιζητούσαμε τόν οἶκτο τῶν ἄλλων. Ξέραμε πολύ καλά ὅτι ὅλοι κλείνονταν στό καβοῦκι τους καί ἄν κάποτε ἔδειχναν κάποιο ἐνδιαφέρον, αὐτό θά ἦταν ἐπιφανειακό. Ἀκόμη ἠχεῖ  στ᾽αὐτιά μου ἡ λαϊκή ρήση πού  ἔλεγε συχνά ἡ μητέρα: «Ἄν δέν ἔχεις νύχια νά ξυστεῖς, μήν περιμένεις νά σέ ξύσει ὁ ἄλλος».
    Ὅταν γύρισε τό ἀφεντικό ἡ μητέρα ἔπιασε δουλειά ὡς λαντζέρισσα σέ μιά ταβέρνα πού ἦταν πιό κάτω ἀπό τό καφενεῖο. Πήγαινε τά πρωινά  κι ἔπλενε τά πιάτα πού εἶχαν μαζευτεῖ ἀπό τό προηγούμενο βράδυ. Τά βράδια βοηθοῦσε στήν κουζίνα. Μαζί της κι ἐμεῖς. Ἔμπειροι σερβιτόροι πλέον. Εὐγενικοί, καθαροί, σβέλτοι. Τό καινούργιο μας ἀφεντικό ἦταν πολύ εὐχαριστημένο. Ἡ γυναῖκα του μᾶς εἶχε συμπαθήσει πολύ.
Ἡ ζωή κυλοῦσε χωρίς ἰδιαίτερα σκαμπανεβάσματα. Ἡ μητέρα κουραζόταν πολύ. Οἱ ὧρες τῆς ξεκούρασης λίγες. Μαζί μέ ὅλα τ´ ἄλλα εἶχε καί τή λάτρα τοῦ σπιτιοῦ. Πλύσιμο, μαγείρεμα κι ἕνα σωρό ἄλλες εὐθῦνες. Ἦταν μιά ἡρωϊδα της ζωῆς. Ὅλος ὁ κόσμος εἶχε νά τό κάνει γιά τήν τιμιότητα καί τήν ἠθική της. Δέν ἔδινε τό παραμικρό δικαίωμα στόν ἄλλο,  ὄχι μόνο νά τῆς κάνει ἀνήθικη πρόταση, ἀλλά οὔτε κἄν νά τό σκεφτεῖ. Ἕναν ἄνδρα γνώρισε στή ζωή της, τόν πατέρα μας. Ἦταν θεοσεβούμενο ἄτομο.  Κάθε Κυριακή πηγαίναμε ἀπαραιτήτως στήν Ἐκκλησία. Τίς Σαρακοστές στούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας. Μᾶς ἔμαθε νά προσευχόμαστε, νά κοινωνοῦμε, νά σεβόμαστε τούς ἱερεῖς, νά βοηθοῦμε ὅσο μποροῦμε τόν συνάνθρωπό μας. Καί τό βασικότερο: μᾶς ἔμαθε καί μέ τίς συμβουλές της, ἀλλά κυρίως  μέ τό παράδειγμά της τήν τιμιότητα.  Νά κερδίζουμε τό ψωμί μας μέ τόν ἱδρώτα μας καί ὄχι μέ πλάγιους τρόπους. «Τό ἄδικο οὐκ εὐλογεῖται», μᾶς τόνιζε πολύ συχνά. Ἀγωνίστηκε μέ τά  πενιχρά μέσα πού διέθετε νά πάρουμε ἐφόδια γιά τή ζωή μας. Τό ὄνειρό της ἦταν νά γίνουμε κάτι στήν κοινωνία.
   Κι ἐμεῖς τήν ἀκούγαμε πάντα. Τήν σεβόμασταν. Ἦταν γιά μᾶς ἕνα πρόσωπο ἱερό.  Ποτέ δέν θυμᾶμαι νά μᾶς ἔδειρε. Μᾶς ζάλιζε ὅμως μέ τίς συμβουλες της. Ὅσο καί νά θέλαμε,  δέν μπορούσαμε νά ξεχάσουμε εὔκολα τά λόγια της. Ἀντηχοῦσαν διαρκῶς στ᾽ αὐτιά μας. Ὑπῆρξε γιά μᾶς μάνα καί πατέρας, μιά καί ὁ πατέρας γιά δικούς του λόγους ἔλειπε διαρκῶς ἀπό τό σπίτι. Ἡ ζωή ὅμως μᾶς ἔδειξε τό πολύ σκληρό της πρόσωπο…
    Ἐδῶ καί καιρό τώρα ἡ μητἐρα δέν ἔνιωθε πολύ καλά στήν ὑγεία της. Αἰσθανόταν μιά κούραση, μιά ἐξάντληση, μιά ἀδυναμία. «Δέν εἶναι τίποτα», ἔλεγε καί προσπαθοῦσε νά μᾶς καθησυχάσει. Μερικές φορές τήν εἶχα δεῖ βουρκωμένη. Τώρα ἄρχισα νά καταλαβάινω τό λόγο. Εἶχε μεγάλη ψυχική δύναμη. Δέν τό ἔβαζε κάτω. Μᾶς ἔδινε θάρρος. Κάποια μέρα εἶδε λίγο αἷμα. Τήν ἄλλη μέρα πάλι τά ἴδια. Μέρα μέ τή μέρα τό αἷμα αὔξανε. Ἀνησυχοῦσε. Πῆγε στό νοσοκομεῖο «Ἀλεξάνδρα» γιά ἐξετάσεις…
    Ὅταν γύρισε στό σπίτι τό πρόσωπό της ἦταν ὠχρό. Ἦταν καταστενοχωρημένη, δέν μιλιόταν καθόλου. Δέν ἦταν ἡ μητέρα πού ξέραμε. «Πρέπει νά μπῶ στό Νοσοκομεῖο νά κάνω ὁρισμένες ἐξειδικευμένες γυναικολογικές ἐξετάσεις» μᾶς εἶπε. «Ἐσεῖς,  ἀναγκαστικά, γιά ὅσες μέρες χρειαστεῖ, θά χωριστεῖτε. Θά μείνετε σέ συγγενεῖς μου, ὡσότου γίνω καλά κ ἐπιστρέψω πάλι κοντά σας. Νά ἔχετε τήν πίστη σας στόν Θεό, νά προσεύχεσθε γιά τήν μητέρα σας, νά εἶστε ἀγαπημένοι».
    Δέν ξέρω τί μ᾽ ἔπιασε καί βγῆκα γρήγορα μέσα ἀπό τό μικρό δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ μας.  Ἄρχισα νά τρέχω χωρίς νά ξέρω τόν προορισμό μου. Σέ λίγο βρέθηκα στό μικρό δασύλλιο πού βρισκόταν κοντά στό σπίτι μας. Χώθηκα στή φυλλωσιά πού σχημάτιζαν δύο μεγάλα δένδρα καί κρύφτηκα νά μήν μέ βλέπει κανένας. Λίγα μέτρα πιό κάτω ἀπό τήν κρυψώνα μου ἔτρεχε τό λιγοστό νερό ἑνός ρέματος. Ἄκουγα ἀφηρημένος τό κελάρυσμα τοῦ νεροῦ καί παρατηροῦσα τά σκουπίδια πού εἶχε παρασύρει τό ρέμα ὕστερα ἀπό τήν χθεσινή νεροποντή. Ποῦ καί ποῦ κανένα βατραχάκι ἔκανε τήν ἐμφάνισή του καί ἔδινε ἕναν εὐχάριστο τόνο στό ὅλο τοπίο. Δέν μέ ἔβλεπε κανένας. Δέν ἤθελα νά δῶ κανέναν. Ἔσκυψα τό κεφάλι μου κι ἔκλεισα τά μάτια μου. Στό μυαλό μου στριφογύριζαν εἰκόνες καί  λόγια , ἡ ἔκφραση τοῦ προσώπου τῆς μητέρας, ἡ θεία Ἑλένη πού θά μέ φιλοξενοῦσε, τό σκυλάκι της ἡ Φιφή μέ τό ὁποῖο  ἀναγκαστικά θά ἔπρεπε νά συμβιώσουμε γιά κάποιο διάστημα, τό σχολεῖο μου πού ἦταν μακριά καί θά ἔπρεπε νά πηγαινοέρχομαι μέ τήν συγκοινωνία, ὁ ἀδερφός μου πού θά ἀποχωριζόμασταν καί ἕνα σωρό ἄλλες λεπτομέρειες τῆς καινούργιας μου ζωῆς.
    Ἐκεῖ πού σκεφτόμουν ὅλα αὐτά, ἔνιωσα μέσα μου ἕνα περίεργο συναίσθημα. Μιά πλάκα βαριά εἶχε καθίσει πάνω στήν καρδιά μου, μιά μαύρη πλάκα καί μέ πίεζε ἀφόρητα. Δάκρυα, πολλά δάκρυα ἀνέβλυσαν ἀπό τά μάτια μου, δάκρυα πιό  καυτά κι ἀπό πυρωμένο κάρβουνο πού ἔπεφταν στό  χῶμα καί σχημάτιζαν ἕνα μικρό αὐλάκι. Μετά ἀπό λίγο ἔνιωσα μιά ἐκτόνωση. Σκέφτηκα τή μητέρα πού τήν εἶχα ἀφήσει μόνη ξαφνικά καί μάλιστα σέ αὐτήν τήν ἄσχημη ψυχολογική της κατάσταση.
   Ἦταν πολύ πονεμένος ἄνθρωπος. «Εἶχε φάει», ὅπως ὅπως μᾶς ἔλεγε, «τήν ὀρφάνια μέ τό κουτάλι». Δύο χρονῶν χάνει τή μητέρα της ἀπό ἐχινίκοκκο. Ὁ πατέρας της ἀργότερα ξαναπαντρεύτηκε  καί μεγάλωσε μέ μητρυιά μακριά, ἀπό τή μητρική στοργή, στά ξένα κυριολεκτικά χέρια. Βέβαια, ἡ μητρυιά της τήν ἀγαποῦσε καί τῆς φερότανε καλά – σπάνιο φαινόμενο-. Δέν ἔπαυε ὅμως νά τῆς λείπει τό μητρικό χάδι, ἡ μητρική στοργή. Στά δεκάξι της χάνει καί τόν πατέρα της. Οἱ συγγενεῖς σχεδόν ἀνύπαρκτοι.
   Ὅταν μεγάλωσε γνώρισε ἕναν ἀεροπόρο ἀπό τήν Ἰκαρια, τόν Κωστάκη. Αὐτός ὑπῆρξε ὁ μεγάλος ἔρωτας τῆς ζωῆς της. Εἶχαν ἀρραβωνιαστεῖ καί σέ λίγο καιρό ἐπρόκειτο νά παντρευτοῦν. Ἡ μάνα του καί οἱ δύο του ἀδερφές τήν ὑπεραγαποῦσαν. Εἶχε ἐπισκεφτεῖ καἰ τήν Ἰκαρία καί τῆς ἄρεσε πολύ τό μέρος, ὄπως μᾶς ἔλεγε πάντα. Κάποιο πρωί ἔφτασε ἡ δυσάρεστη εἴδηση. Ὁ ἀγαπημένος της Κωστάκης εἶχε σκοτωθεῖ σέ ἀεροπορικό δυστύχημα. «Τριά χρόνια, κάθε μέρα πήγαινα ἀνελλιπῶς στό Κοιμητήριο κι ἔκλαιγα στό μνῆμα του», μᾶς ἔλεγε συχνά καί βούρκωναν τά μάτια της. «Μετά ἀπό πολλά χρόνια γνώρισα τόν προκομένο τόν πατέρα  σας. Μέ πολιορκοῦσε γιά ἀρκετό καιρό. Δέν ἤθελα νά ξαναπαντρευτῶ. Ὕστερα ἀπό τά πολλά του παρακάλια τόν λυπήθηκα καί τόν παντρεύτηκα». Ἀργότερα τόν ἀγάπησα καί τοῦ ἀφοσιώθηκα. Ἦταν ὁ πατέρας τῶν παιδιῶν μου.  Ἀλλά ὁ Κωστάκης θά παρέμενε γιά πάντα μέσα στήν καρδιά μου».
    Ἔφτασα λαχανιασμένος στό σπίτι, σκούπισα τά δάκρυά μου καί προσπαθοῦσα νά γλυκάνω γιά λίγο τόν πόνο της.  Τήν ἄλλη μέρα μπῆκε στό  Νοσοκομεῖο. Ἔμεινε γιά δύο μῆνες. Δέν τήν εἴδαμε καθόλου ὅλο αὐτό τό διάστημα. Τά νέα συγκεχυμένα. Ἡ ἀγωνία κορυφωνόταν μέρα μέ τή μέρα. ὤσπου μιά μέρα ἡ θεία Ἑλένη  τό ξεφούρνισε τό μαντάτο: «Ἡ μητέρα σας δέν εἶναι καλά. Τή βγάζει δέν τή βγάζει». Καί τό ἔλεγε ρέ παιδί μου μέ μιά ἄνεση καί μέ μιά ἀπάθεια πού σέ ἔκανε ν᾽ ἀπορεῖς γιά τά συναισθήματά της. «Νά δοῦμε πού θά πᾶτε, ὅταν ἐπέλθει τό μοιραῖο. Ἐδῶ πάντως δέν μπορεῖς νά παραμείνεις. Ἐγώ κι ὁ θεῖος σου ζοῦμε μέ μιά μικρή σύνταξη καί πληρώνουμε καί νοῖκι. Ἔχουμε καί τή Φιφί πού ἔχει τά ἔξοδά της.  Ἴσως σέ κάποιο ἵδρυμα... ὅ, τι πεῖ ἡ Κοινωνική Λειτουργός.  Ὑπάρχουν πολλά γι᾽ αὐτές τίς περιπτώσεις. Κανένας δέν χάνεται.  ῾Υπομονή».
   Πῆγα στό ἄλλο δωμάτιο μέ τίς εἰκόνες, ἔκλεισα ἑρμητικά τήν πόρτα καί γονάτισα. Τά πόδια μου τά ἔνιωθα παραλημένα. |Η Φιφή ἄρχισε νά γαυγίζει λυπητερά. Βρέ πού νά τό πάρει γιά σκυλί. Αὐτή μᾶς ἔλειπε τώρα. «Δέν μπορεῖ Χριστέ μου, δέν μπορεῖ νά φύγει ἡ μητέρα τόσο νέα. Κάποιο λάθος θά ἔγινε». Ἔκλαιγα, ἔκλαιγα ἀπαρηγόρητα.  Πρώτη μου φορά προσευχήθηκα μέ τόση δύναμη ψυχῆς. Ἤμουν σίγουρος ὅτι ὁ μεγαλοδύναμος θά μέ ἄκουγε.
   «Πάω στό Νοσοκομεῖο, νά τῆς πάρω τά καλά της ροῦχα καί τό σάβανο νά τῆς τό  φορέσουν κατάσαρκα», εἶπε ἡ θεία Ἑλένη κι ἔκλεισε βιαστικά τήν πόρτα. Ἡ Φιβή ἄρχισε πάλι αὐτό  τό ἀπαίσιο μοιρολόγι - κλάμα της. Ὁ Οὐρανός σκοτείνιασε. Σέ μισή ὥρα ἔπεφτε μιά καταρρακτώδης βροχή. Πρώτη φορά στή ζωή μου εἶδα τέτοια βροχή. Οἱ κεραυνοί ἔπεφταν ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο. Τά ψηλά ἐπενδυμένα μέ ξύλο  ταβάνια τοῦ παλαϊκοῦ σπιτιοῦ ἄρχισαν νά τρίζουν. Οἱ πόρτες ἔτριζαν λές καί ἦταν ἕτοιμες νά δυαλυθοῦν ἀπό λεπτό σέ λεπτό. Ἡ Φιφή ἄρχισε τώρα νά γαυγίζει σάν δαιμονισμένη. Ὁ μπάρμπα Μανώλης τήν ἔβαλε μές στά παπλώματα καί ἄρχισε νά τήν χαϊδεύει σάν στοργικός πατέρας. «Σήμερα θά φᾶτε κάτι πρόχειρο. Ἡ θεία σας δέν πρόλαβε νά μαγειρέψει», εἶπε, καί βάλθηκε νά καθησυχάζει τή Φιφή.
    Καμιά φορά γίνονται καί θαύματα καί ἀνατρέπουν τά δεδομένα τῆς ἐπιστήμης. Ὁ Θεός δέν ἄφησε τή μητέρα μας νά πεθάνει κι ἐμᾶς νά ὀρφανέψουμε. Μᾶς τήν ἄφησε ἄλλα εἴκοσι ἕξι χρόνια.  Προοδεύσαμε. Εἶδε καί χαρές καί ἐγγονάκια. Ἔφυγε στά 76 της ἀπό καρκίνο τοῦ πνεύμονος μιά βροχερή μέρα τοῦ Φλεβάρη. Παρακάλεσα τόν Θεό, τουλάχιστον, στήν τελευταία της κατοικία νά σταματήσει ἡ βροχή. Νά σκύψω νά τήν φιλήσω στό φέρετρο γιά τελευταία φορά. Καί πράγματι. Γιά ἄλλη μιά φορά μέ Ἄκουσε ὁ Θεός. Ἡ βροχή κόπασε. Τά σύννεφα ἄρχισαν νά φεύγουν ἕνα ἕνα κι ἕνας εὐεργετικός ἥλιος ζέσταινε τίς καρδιές μας. Ἡ μητέρα ἦταν πολύ  ὄμορφη στό φέρετρο. Καθώς τήν κατεβάζανε στήν τελαυταία της κατοικία  οἱ ἀχτίδες τοῦ ἥλιου  παιχνιδίζανε στό λεῖο της πρόσωπο καί τήν ἔκαναν ἀκόμη πιό ὄμορφη.
    Στήν κηδεία εἶχε ἔρθει κι ὁ πατέρας.
Βλέπεις σέ αὐτές τίς περιπτώσεις κανείς δέν λείπει...

      Ἁγία Παρασκευή 11/ 12 / 2014-12-11

2 σχόλια:

  1. Ρε μακη εδώ ο κόσμος καίγεται και εσυ μας λες για βαρύ γλυκό.Ρο έχουμε χάσει τελείως ?Πες
    Μου 1λογο να κανεις αυτήν την ανάρτηση μονο 1

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο βαρύς γλυκός είναι η αρχή. Μάλλον ο φιλος δεν εκανε τον κόπο να διαβάσει την συνέχεια...

    ΑπάντησηΔιαγραφή