Του Δημήτρη Μάρδα
Καθηγητή Τμήματος
Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παρά το κούρεμα που δέχθηκε και
τις μειώσεις των επιτοκίων δανεισμού της χώρας, καλά κρατεί. Οι μειώσεις του,
σε απόλυτα μεγέθη, εκτιμάται ότι θα είναι ανεπαίσθητες τo 2014 σε σχέση με το 2013, ενώ ως
ποσοστό του Ακαθαρίστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) διαρκώς αυξάνει. Το Ινστιτούτο Levy των
ΗΠΑ, εκτιμά ότι ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα αγγίξει το 208% το 2015.
Παρόλα αυτά, ένας άνεμος αισιοδοξίας πνέει, αναφορικά με τη
βιωσιμότητα του χρέους μας. Από την άλλη όμως, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)
και ένα σύνολο έμπειρων οικονομολόγων και πολιτικών στο εξωτερικό, τονίζουν την
αναγκαιότητα για νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, λόγω της μη
βιωσιμότητάς του.
Η πρόσφατη συνάντηση τρόικας-Ελληνικής κυβέρνησης στο Παρίσι και η πρόταξη στην ατζέντα των
διαπραγματεύσεων του προβλήματος αυτού, επιβεβαιώνει μάλλον τη δεύτερη θέση,
εκτός αν η όλη συζήτηση έγινε για το θεαθήναι!
Και όμως πολιτικοί της συγκυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων
και Ευρωβουλευτών μας στο Λαϊκό κόμμα, θεωρούν ότι το χρέος μας είναι βιώσιμο. Πράγματι,
οι θιασώτες τέτοιων θέσεων υποστηρίζουν ότι…. σύγχρονες απόψεις περί χρέους δεν
εξαρτούν τη βιωσιμότητα του από το ύψος του, σε απόλυτα μεγέθη(!) ή ως ποσοστό
του ΑΕΠ(!), αλλά κυρίως (ή μόνο) από την ικανότητα της χώρας σ’ ό,τι αφορά στην
εξυπηρέτησή του(!).
Αυτή η προσέγγιση ισχυροποιείται, αν λάβουμε υπόψη ότι τα
ετήσια δημοσιονομικά ελλείμματα όπως και το μέσο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους
μειώνονται, ενώ αυξάνεται ο χρόνος της διάρκειάς του κ.ά.
Το θεόρατο χρέος μας, η καλπάζουσα ανεργία, η ισχνή ανάπτυξη,
η χαμηλή φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων, η μαζική έξοδος κεφαλαίων, επιχειρήσεων
και προσώπων από τη χώρα, η μοναδική σε έκταση αποβιομηχάνιση, φοροδιαφυγή, τα άγνωστα
στο μέλλον επιτόκια δανεισμού της χώρας κ.ά. εντάσσονται στην σφαίρα των… ξεπερασμένων
απόψεων ερμηνείας της βιωσιμότητας του Δημόσιου χρέους.
Ας υποθέσουμε όμως ότι η
«σύγχρονη» άποψη για τη βιωσιμότητα του χρέους, που δίνει λοιπόν έμφαση
στο κόστος εξυπηρέτησης του είναι και η κυρίαρχη. Το ερώτημα που εύλογα
προκύπτει είναι το ακόλουθο:
Έχει την ικανότητα η χώρα να αποπληρώσει το χρέος
της σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα των ετησίων (έστω μειωμένων) δόσεων που έχουν
προβλεφθεί για τις επόμενες δεκαετίες; Και
αν ναι ; από πού πηγάζει
αυτή η θέση;
Επίσης, υποστηρίζεται ότι θα έχει την ικανότητα και την άνεση
να ξεπληρώσει τα πάντα, χωρίς περιπέτειες, έως το 2030, επειδή έχει μειωθεί απλά
και μόνο σήμερα, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σε σχέση με το
παρελθόν.
Εδώ γίνεται ένα ακόμη λάθος, το οποίο συνδέεται με την
πολιτική συγκυρία. Αναλυτικότερα, τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού της χώρας μας από
τα κράτη-μέλη, δε θα ισχύουν στο διηνεκές. Όταν έρθει λοιπόν η ώρα της
αναχρηματοδότησης του χρέους μας και προστρέξουμε στις αγορές –όπως και κάναμε
πρόσφατα– τότε ουδείς γνωρίζει πού θα κυμανθούν τα νέα επιτόκια. Αυτά με τη
σειρά τους, αν είναι υψηλά, θα επηρεάσουν εύλογα το κόστος εξυπηρέτησης του
χρέους μας.
Θεωρήθηκε επιτυχία το πρόσφατο κόστος δανεισμού της χώρας
με ετήσιο επιτόκιο γύρω στο 5%. Αν αυτό πράγματι ισχύει, τότε οι Ιρλανδοί που
δανείσθηκαν με το μισό περίπου επιτόκιο σε σχέση με εμάς τι έπρεπε να κάνουν;
Τριήμερο πάρτι;
Η άκρως στενή «σύγχρονη» αντίληψη περί βιωσιμότητας του
χρέους, κυρίως από το κόστος εξυπηρέτησής του, μας φέρει στο νου την ακόλουθη ρήση του Βρετανού πρωθυπουργού Ντισραέλι:
«Υπάρχουν ψέματα, καταραμένα (μεγάλα) ψέματα και
στατιστικές».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου