Πήραμε φέτος στην Ολυμπιάδα 6 μετάλλια, τρία χρυσά, ένα ασημένιο και δυο χάλκινα. Αυτά ήταν τα φανερά που μας έκαναν πολύ υπερήφανους. Υπερήφανοι είμαστε και για τα υπόλοιπα, επιδόσεις και παρουσία...
Ελλήνων αθλητών και ας μην πήραν μετάλλιο.Σε ένα περιβάλλον εθνικής απαισιοδοξίας και κατήφειας η τονωτική ένεση του Αυγούστου μας υπενθυμίζει ότι μπορούμε να αντλούμε χαρά από πράγματα που δεν κοστίζουν, μάλλον κοστίζουν κάτι περισσότερο από χρήματα.
Μας δίνει και ένα παράδειγμα για όσους επιμένουν και αγωνίζονται σε συνθήκες που τις περισσότερες φορές δε γνωρίζουμε και δε θα μάθουμε ποτέ. Εκτός και αν ανέβουν στο βάθρο και στραφούν επάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας. Είναι ας πούμε μια στιγμή που βλέπεις έναν αθλητή στο βάθρο και αναρωτιέσαι τι σημαίνει να θέλεις να γίνεις αθλητής σε μια μικρή ελληνική πόλη ή σε ένα χωριό. Γιατί αυτό το ταλέντο, το αθλητικό, το πνεύμα της άμιλλας, η πίστη και η επιμονή δεν έχουν να κάνουν με το κοινωνικό ή το οικονομικό επίπεδο, με δημοσιότητα, λάμψη και πολλά λόγια.
Ο Έλληνας αθλητής ξέρει από πρώτο χέρι αυτό που στην Ελλάδα της κρίσης βιώνει ο νέος επιστήμονας. Την απουσία της ενίσχυσης από το κράτος, την έλλειψη υποδομών, τη μοναχική συνέχεια, ακόμα και την ξενιτειά. Κανένας δρόμος που οδηγεί στην Ολυμπιάδα και τα μεγάλα στάδια δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, το αντίθετο μάλλον.
Σε μια Ελλάδα που από τους Ολυμπιακούς του 2004 μέχρι σήμερα δεν είχε πολλά να δείξει στον αθλητισμό και έμεινε με ένα σωρό ακριβοπληρωμένες εγκαταστάσεις να σαπίζουν και χωρίς αθλητές να καυχιέται, το ελληνικό καλοκαίρι ήταν το πιο ελπιδοφόρο των τελευταίων χρόνων. Γιατί από μια γωνιά ξεπήδησε η εικόνα που μέσα στην κρίση ξεχνάμε: υπάρχουν άνθρωποι που δεν είναι μίζεροι, που η δυσκολία μοιάζει με πίστα, δεν είναι ποτέ ανυπέρβλητη, ότι υπάρχουν άνθρωποι με όνειρα που ξεπερνάνε το μέσο όρο, το «βολεύομαι», το «μου αξίζει κάτι καλύτερο», ότι υπάρχουν κουβέντες που ξεπερνούν την καθημερινή γκρίνια του «είμαστε όλο και χειρότερα» και στερήσεις που μοιάζουν αυτονόητες.
Τα ολυμπιακά μετάλλια πάντως αποκαλύπτουν και μια άλλη πτυχή μας. Όσο περισσότερα κερδίζουμε, τόσο περισσότερο τρωγόμαστε. Και τόσο περισσότερο προσπαθούμε να πάρουμε έστω και ένα ψίχουλο από την πίτα του νικητή. Όσο όμως και αν το κράτος οργανώνει φιέστες υποδοχής, τα κόμματα που δεν έχουν βγάλει ένα δελτίο τύπου για να μιλήσουν για τις συνθήκες στις οποίες προπονούνται κάποιοι Έλληνες αθλητές και ο κόσμος τσακώνεται αν πρέπει ή δεν πρέπει να θριαμβολογήσει για έναν αθλητή, όλοι στο βάθος ξέρουμε την αλήθεια που υπάρχει στη ζωή όσων αποφασίσουν να ασχοληθούν με τον αθλητισμό. Το κάνουν γιατί έχουν θέληση και την στήριξη ενός πολύ περιορισμένου κύκλου ανθρώπων, η μάνα και ο πατέρας που πηγαινοφέρνουν ένα πιτσιρίκι σε προπονήσεις, γυμναστήρια και πισίνες και το πιστεύουν όσο κανένας, ένας σύντροφος, ένας προπονητής και δυο τρεις φίλοι που μοιράζονται με ένα αθλητή μια ζωή πολύ διαφορετική, κατανοούν τον ύπνο στις 9 το βράδυ, δε τον βλέπουν όσο θέλουν και δεν ξενυχτάνε μαζί σχεδόν ποτέ.
Η μεγαλύτερη κόντρα στην ελληνική μιζέρια είναι οι αναρτήσεις ή οι δηλώσεις των αθλητών μας. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για τίποτα μικρόψυχο. Όταν όλοι γκρινιάζουν αυτοί γράφουν, όπως οι Μάντης- Καγιαλής :
"Αφιερώνουμε το Ολυμπιακό μας μετάλλιο στην Ελλάδα, μια μικρή χώρα με μεγάλη ψυχή!
Όλες τις ημέρες, 11.000.000 ευχές μας συνόδευαν καθημερινά!
Σας ευχαριστούμε όλους!"
Όλες τις ημέρες, 11.000.000 ευχές μας συνόδευαν καθημερινά!
Σας ευχαριστούμε όλους!"
Και με μια δήλωση 3 αράδων στέλνουν στον πάγκο τον φιλύποπτο, τον καχύποπτο και αυτόν που βρίσκει σε κάθε τι μια αιτία να γκρινιάξει. Γιατί ο Έλληνας αθλητής είναι φοβερό το ότι σκέφτεται τη χώρα του την ώρα που κάνει ρεκόρ. Και ότι στην «μικρή αυτή χώρα» το αφιερώνει. Και σκέφτεται με τον πιο αγνό και καθαρό τρόπο ότι όλοι οι Έλληνες είναι μαζί του. Γιατί αν δε το σκεφτόταν έτσι δε θάχε ξεκινήσει ποτέ να αγωνίζεται, ποτέ να ταξιδεύει, ποτέ να επιμένει. Λίγοι ξέρουν ότι χωρίς του χορηγούς τους δύσκολα θα μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικοί ακόμα και να έχουν σκάφος, καθώς η ιστιοπλοΐα είναι κάτι το πανάκριβο.
«Ήθελε να ικανοποιήσει τους Έλληνες» δήλωνε η μητέρα του Λευτέρη Πετρούνια. «Ήθελε να πάρει το χρυσό γιατί κάποιοι Έλληνες τον αγαπάνε». «Ναι ρε Ελλάδα» ήταν το μότο του ίδιου, όταν μας χάρισε το χρυσό. Και δε γκρίνιαξε καθόλου για την κατάσταση στο προπονητήριο του Αγίου Κοσμά, τα παγωμένα χωρίς θέρμανση γυμναστήρια το χειμώνα και χωρίς κλιματισμό το καλοκαίρι, ότι αυτό που του επέτρεψε να συνεχίσει ήταν το φιλότιμο και οι χορηγίες, ενώ κάποτε για να ταξιδέψει η ομοσπονδία του έκανε ... έρανο.
«Είμαι και θα παραμείνω Ελληνίδα. Κουβαλάω την Ελλάδα μέσα μου, όσο κι αν η πατρίδα μου -υπό τις σημερινές συνθήκες- κάποιες φορές με πληγώνει. Η ελληνική σημαία δεν θα φύγει ποτέ από το στέρνο μου. Είναι υπέροχο να νιώθεις ότι χάρη σε σένα η χώρα σου εκπροσωπείται με τον καλύτερο τρόπο στο εξωτερικό. Οι αθλητές είμαστε και λίγο πρεσβευτές. Και μάλιστα πρεσβευτές σε μια εποχή όπου η Ελλάδα έχει ανάγκη την έξωθεν καλή μαρτυρία», λέει η Κατερίνα Στεφανίδη η χρυσή μας επικοντίστρια.
Η πιο μικρή μας Ολυμπιονίκης, η 20χρονη Άννα Κορακάκη, ήταν η πιο αιχμηρή από όλους του φετινούς νικητές. «Αφιερώνω το μετάλλιο σε όσους ήταν δίπλα μου από την αρχή, αυτούς που θα είναι και στη συνέχεια» σκιτσάροντας όλες τις αντιξοότητες της αθλητικής της καριέρας σε μια ολιγόλογη αφιέρωση.
«Από την αρχή υπήρχαν μόνο... αντιξοότητες. Στην ομοσπονδία δεν ήθελαν τον πατέρα μου και προσπαθούσαν να απομακρύνουν την Αννα από τον χώρο. Ήθελαν να τη σταματήσουν. Σπάνια της έλεγαν συγχαρητήρια για κάποια επιτυχία. Ο μπαμπάς, όμως, ήταν δίπλα της και τη θωράκιζε, δήλωσε ο 19χρονος αδελφός της και πρωταθλητής του χώρου, Διονύσης. Οι συνθήκες στις οποίες προπονούνταν η Κορακάκη έγιναν τόσο φανερές ακόμα και μετά το γκρέμισμα της παράγκας στην οποία προετοιμαζόταν για όλους τους αγώνες και όλα τα μετάλλια της ζωής της.
"Επιμονή, υπομονή, πόνος. Αυτά τα τρία. Αυτά τα λένε όλα" δήλωσε ο Σπύρος Γιαννιώτης, που έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο την καριέρα του στον αθλητισμό.
Θέλουν και κάτι άλλο οι αθλητές. Να ξεφύγουμε λίγο από τον κακό και μίζερο εαυτό μας και να τους θυμόμαστε λίγο πιο συχνά. Να σκεφτόμαστε λίγο πιο σοβαρά για τις θυσίες τους. Να είμαστε εκεί παρόντες σε αγώνες που δεν έχουν μόνο χρήμα και χούλιγκανς, όχι μόνο κάθε 4 χρόνια στους Ολυμπιακούς. Για να είμαστε και εμείς ένα μέρος της νίκης, για να έχουμε γίνει και εμείς σε ένα τόπο χτυπημένο από την κρίση χρυσοί και λίγο λιγότερο γκρινιάρηδες και αρνητικοί. Ατενίζοντας για λίγο, ψηλότερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου