Παρά τη σχετική βελτίωση των οικονομικών δεικτών, τα προβλήματα υπερχρέωσης παραμένουν στο «κόκκινο», τουλάχιστον...
για 1 στις 4 επιχειρήσεις, όπως διαπιστώνεται στην Εξαμηνιαία αποτύπωση οικονομικού κλίματος στις μικρές επιχειρήσεις από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το υψηλότερο ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές αφορά εκείνες με χρέη προς το πρώην ασφαλιστικό ταμείο των επαγγελματιών (ΟΑΕΕ, 26,2%). Το ποσοστό αυτό, παραμένει σχεδόν σταθερό (26,7% στην προηγούμενη έρευνα Φεβρουαρίου 2017) και αφορά περίπου 300.000 ενεργές επιχειρήσεις.
Το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία παραμένει σταθερά υψηλό στο 23,8%, παρά τις διάφορες ρυθμίσεις, οι οποίες φαίνονται αναποτελεσματικές εξ αιτίας της αδυναμίας ταυτόχρονης καταβολής τρεχουσών και παλαιότερων φόρων.
Το στοιχείο αυτό συμβαδίζει με το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών που προστέθηκε μέσα στο 2017, οι οποίες ανήλθαν στα 5,47 δισ. ευρώ (στοιχεία ΑΑΔΕ).
Είναι ενδεικτικό ότι περίπου 65.000 μικρές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι έχουν βρεθεί αντιμέτωπες το προηγούμενο εξάμηνο με κατάσχεση/ ή δέσμευση λογαριασμών για οφειλές.
Ωστόσο, αποκλιμακούμενος βαίνει ο αριθμός των επιχειρήσεων που εκτιμά ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές υποχρεώσεις του έτους (23,7% έναντι 33,2% στην προηγούμενη έρευνα).
Αυξάνονται στο εξάμηνο οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ότι καθυστερούν να καταβάλλουν οφειλές για ενοίκια καθώς και για δόσεις δανείου. Η αύξηση της έκθεσης στο χρέος ιδιωτών αντανακλά την περιορισμένη πρόσβαση σε κεφάλαια και πιστώσεις, γεγονός που επιτείνεται από τους κεφαλαιακούς περιορισμούς, αλλά και τη μειωμένο κύκλο εργασιών και τη χαμηλή ζήτηση των καταναλωτών.
Οι στατιστικές εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ δείχνουν ότι συντηρείται ένα καθεστώς υψηλής έκθεσης των επιχειρήσεων σε οφειλές προς το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Το 9,2% (64,000 επιχειρήσεις) έχει ταυτόχρονα οφειλές σε δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία.
Τα συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες πλέον υπερβαίνουν τα 220 δισ. (και κατά πολύ το ΑΕΠ της χώρας), ενώ η τάση τους παραμένει αυξανόμενη. Το 17,5% των μικρών επιχειρήσεων (πάνω από 120.000 φυσικά ή νομικά πρόσωπα) οφείλουν πάνω από 20.000€, που είναι το κατώφλι για να μπορεί να υποβάλλει κανείς αίτηση υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης ιδιωτικού χρέους.
Όπως σημειώνεται στο Εξαμηνιαίο Δελτίο, η νομοθετική παρέμβαση για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης ιδιωτικού χρέους αναμένεται ασφαλώς να προσελκύσει το ενδιαφέρον των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Συνολικά, με βάση τα στοιχεία της έρευνας εκτιμάται ότι 59.000 επιχειρήσεις αποτελούν το βασικό πυρήνα των δυνητικών δικαιούχων που θα αιτηθούν των ευεργετημάτων της νέας ρύθμισης. Η επιτυχής εφαρμογή του νόμου αποτελεί κλειδί για τις επιχειρήσεις, τις τράπεζες και την εμπέδωση ενός θετικού οικονομικού κλίματος. Θα πρέπει όμως να υπάρξει πρόνοια για τους εξαιρούμενους του νόμου (με οφειλές κάτω των 20,000€, ή με οφειλές σε ένα πιστωτή κ.λπ.), καθώς επίσης θεωρείται αναγκαία η επέκταση του πεδίου παρέμβασης στα νοικοκυριά και τους πρώην επαγγελματίες. Παράλληλα με τον εξωδικαστικό μηχανισμό, θα πρέπει να θεσμοθετηθούν δράσεις για την διάσωση και την παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας για τις επιχειρήσεις, με έμφαση στη μεταβίβαση από γενιά σε γενιά και ουσιαστική στήριξη όσων επιθυμούν να επιχειρήσουν ξανά.
Τα κυριότερα συμπεράσματα της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ που έγινε σε συνεργασία με την εταιρεία ΜARC ΑΕ σε πανελλαδικό δείγμα 1006 πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), στο διάστημα 10 έως 20 Ιουλίου 2017 έχουν ως εξής:
Α. ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ – ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ / ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
Η αποτίμηση του α’ εξαμήνου 2017 σηματοδοτεί τη σημαντική υποχώρηση των αρνητικών δεικτών οικονομικού κλίματος, και συνδυάζεται με ιστορικό υψηλό 2ετίας στους δείκτες σταθεροποίησης (αύξηση κατά 9,3 μονάδες) και βελτίωσης (οριακή αύξηση κατά 1,2%) στο σύνολο των επιχειρήσεων.
Για τις επιχειρήσεις που απασχολούν περισσότερα από 5 άτομα, με υψηλό κύκλο εργασιών και με ηλικία έως 5 ετών, το άθροισμα θετικών- σταθερών αποτιμήσεων υπερβαίνει για πρώτη φορά τις αρνητικές αποτιμήσεις.
Το εμπόριο, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι επιχειρήσεις ηλικίας 10-15 ετών, εμφανίζονται ως αδύναμος κρίκος, καθώς σημειώνουν σημαντικά υψηλότερο ποσοστό αρνητικών αποτιμήσεων.
Οι προσδοκίες σχετικά με την πορεία των επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο διατηρούν αρνητικό πρόσημο, αλλά σημειώνουν τις καλύτερες επιδόσεις από το Φεβρουάριο του 2015. Το 47,4% των επιχειρήσεων αναμένει επιδείνωση (από 58,8%), μόλις το 10,9% βελτίωση (από 11%), ενώ 1 στις 3 επιχειρήσεις δεν αναμένει καμιά μεταβολή.
Β. ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ- ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΔΕΙΚΤΕΣ
Α. Κύκλος Εργασιών
1) Εμφανείς είναι οι περιορισμένες δυνατότητες της εγχώριας κατανάλωσης να συμβάλλουν στην αναπτυξιακή δυναμική, καθώς υπάρχουν απτές ενδείξεις στασιμότητας στους δείκτες ζήτησης και κύκλου εργασιών (επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία φορέων του λιανεμπορίου και την ΕΛΣΤΑΤ). Η επιδείνωση του κύκλου εργασιών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελεί άλλωστε αντανάκλαση του μειωμένου διαθεσίμου εισοδήματος και της ισχνής αποταμιευτικής ικανότητας των νοικοκυριών.
2) Στον κύκλο εργασιών των ΜμΕ σημειώνεται κάμψη για το 57,5% (αύξηση για 12,6%) των επιχειρήσεων. Ο μέσος όρος μείωσης του κύκλου εργασιών κυμάνθηκε στο 13,2% (από 17,8% στην προηγούμενη έρευνα). Τη μεγαλύτερη συρρίκνωση καταγράφουν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις του κλάδου εμπορίου. Οι έρευνες που διεξήχθησαν το τελευταίο διάστημα σχετικά με την καταναλωτική εμπιστοσύνη και τις επιδόσεις του λιανεμπορίου (ΕΛΣΤΑΤ, ΙΟΒΕ) δείχνουν το παράδοξο της επιδείνωσης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, γεγονός ανακόλουθο σε σχέση με τις θετικές τάσεις μεγέθυνσης της οικονομίας, ένδειξη συγκέντρωσης των μεριδίων αγοράς σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις.
3) Ως προς το δείκτη κερδοφορίας, το 26,7% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι είχε κέρδη κάτω των 5,000€ στο 2016, ενώ το 24,6% κατέγραψε ζημίες. Κέρδη άνω των 10,000€ καταγράφει το 24,4%.
4) Μείωση της ζήτησης και των παραγγελιών καταγράφεται για το 56,2% και 57,6% των επιχειρήσεων αντίστοιχα.
Β. Ρευστότητα- Επενδύσεις
1) Καθώς η ελληνική οικονομία υπερβαίνει τη καθοδική φάση του κύκλου, η έρευνα αναδεικνύει τα διαρθρωτικά προβλήματα των μικρών επιχειρήσεων που αφορούν τη μειωμένη ρευστότητα και το έλλειμμα πρόσβασης στη χρηματοδότηση. Ειδικότερα, ο δείκτης ρευστότητας διατηρεί σταθερά υψηλά επίπεδα αρνητικών αποτιμήσεων (2 στις 3 επιχειρήσεις), ενώ ιδιαίτερα υψηλό παραμένει το απόθεμα αναξιοποίητου παραγωγικού δυναμικού (καθώς ο μ.ο. χρησιμοποίησης στις ΜμΕ μεταποίησης ανέρχεται στο 51,3%).
2) Ο δείκτης ρευστότητας εξακολουθεί να διατηρείται σε εμφανώς χαμηλά επίπεδα αφού για 2 στις 3 επιχειρήσεις (65,1%) παρατηρείται επιδείνωση.
3) Η χαμηλή επενδυτική εμπιστοσύνη παρουσιάζει στοιχεία παγίωσης και τείνει να μετασχηματιστεί σε διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της ελληνικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, και ως τέτοιο επηρεάζει τις προοπτικές ανάκαμψης των κλάδων στους οποίους κυριαρχούν οι μικρές επιχειρήσεις. Μόνο το 4,2% των επιχειρήσεων προγραμματίζει να πραγματοποιήσει κάποια επένδυση στο επόμενο εξάμηνο. Οι περιορισμένες προοπτικές για ανάληψη νέων επενδύσεων συνδέονται και με τη στάση αναμονής που διατηρούν οι επιχειρήσεις σχετικά με την εκταμίευση κεφαλαίων και απορρόφηση κονδυλίων για την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρηματικών μονάδων (πρόγραμμα ΕΣΠΑ, αναπτυξιακός, πακέτο Γιούνκερ, ΕΤΕΑΝ).
Γ. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ- ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Η αργή αλλά σταθερή αποκλιμάκωση της ανεργίας που αποτυπώνεται στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (21,7% τον Μάιο του 2017) καταγράφεται για πρώτη φορά στην αποτίμηση της έρευνας κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για την απασχόληση όπου ο λόγος απολύσεων/ προσλήψεων τείνει στο 1. Για κάθε μια πρόσληψη αντιστοιχεί μια απόλυση, με σαφείς τάσεις βελτίωσης, καθώς οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αύξησαν το προσωπικό τους προσέλαβαν περισσότερα άτομα από εκείνες που δήλωσαν ότι απέλυσαν.
Οι προοπτικές για το επόμενο διάστημα παραμένουν αρνητικές καθώς το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι θα προχωρήσουν σε περικοπές θέσεων εργασίας είναι διπλάσιο από εκείνων που δηλώνουν πως θα τις αυξήσουν (8,4% έναντι 4,5%). Αυτή η τάση αντανακλά το αίσθημα επιφυλακτικότητας και αναμονής των ΜμΕ για την πορεία της οικονομίας. Συγκριτικά όμως, στην πρόβλεψη εξαμήνου ο Ιούλιος του 2017 αποτυπώνει καλύτερες επιδόσεις από τον Ιούλιο του 2016.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ υπάρχει κίνδυνος απώλειας 4,100 επιπλέον θέσεων μισθωτής απασχόλησης στις μικρές επιχειρήσεις, χωρίς να υπολογίζονται οι απώλειες από τα πιθανά λουκέτα που θα προκύψουν στο επόμενο εξάμηνο. Συνολικά, αναμένεται να απολεσθούν 25,500 θέσεις απασχόλησης στις μικρές επιχειρήσεις, αν συμπεριλάβουμε και τις απώλειες που θα προκύψουν από εκείνους που θα αναστείλουν την επιχειρηματική δραστηριότητα (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι). Λαμβανομένου υπόψη του θετικού μακροοικονομικού προφίλ, που διατηρεί η οικονομία, είναι πιθανότερο οι καθαρές θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν να έχουν θετικό πρόσημο.
Η έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ επαληθεύει τα ευρήματα των προηγούμενων ερευνών αλλά και επίσημων στατιστικών (ΕΡΓΑΝΗ, ΕΛΣΤΑΤ): α) Εμφάνιση υψηλού ποσοστού των ευέλικτων μορφών απασχόλησης (οι νέες θέσεις μερικής απασχόλησης τον Ιούλιο 2017 ήταν περισσότερες από τις νέες θέσεις πλήρους απασχόλησης). β) Υποκατάσταση θέσεων πλήρους απασχόλησης με αντίστοιχες θέσεις μερικής απασχόλησης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ το 42,7% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που έχουν προσωπικό το απασχολούν με ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Παράλληλα με τη σταδιακή βελτίωση του ισοζυγίου προσλήψεων αποχωρήσεων επιτείνεται το φαινόμενο της κινητικότητας και της επίδρασης της εποχικότητας στην αγορά εργασίας, με θετικό ωστόσο πρόσημο για την συνολική μισθωτή εργασία. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται και από τα στατιστικά δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ για την υποαπασχόληση όπου παρουσιάζει μια συνεχή και αυξητική τάση τα οποία και υποδεικνύουν ότι μπορεί να αυξάνονται οι θέσεις εργασίας αλλά με χαμηλότερης ποιότητας θέσεις εργασίας (χαμηλότεροι μισθοί, λιγότερες μέρες και ώρες κλπ).
Η αύξηση των ευέλικτων μορφών εργασίας, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το 36,4% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι αναγκάστηκε να μειώσει περιστασιακά ώρες/ ημέρες εργασίας, ποσοστό χαμηλότερο σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2017 αλλά υψηλότερο σε σχέση με τον Ιούλιο του 2016. Επιπρόσθετα, το 33,8% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι αντιμετωπίζουν προβλήματα έγκαιρης καταβολής μισθοδοσίας.
Δ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ- ΟΦΕΙΛΕΣ
Παρά τη σχετική βελτίωση των οικονομικών δεικτών, τα προβλήματα υπερχρέωσης παραμένουν στο «κόκκινο», τουλάχιστον για 1 στις 4 επιχειρήσεις. Το υψηλότερο ποσοστό των επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές αφορά εκείνες με χρέη προς το πρώην ασφαλιστικό ταμείο των επαγγελματιών (ΟΑΕΕ, 26,2%). Το ποσοστό αυτό, παραμένει σταθερό (26,7% στην προηγούμενη έρευνα Φεβρουαρίου 2017) και αφορά περίπου 300,000 ενεργές επιχειρήσεις.
Το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνει ότι έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία παραμένει σταθερά υψηλό στο 23,8%, παρά τις διάφορες ρυθμίσεις που έχουν εισαχθεί. Το στοιχείο αυτό συμβαδίζει με το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών που προστέθηκε μέσα στο 2017, οι οποίες ανήλθαν στα 5,47 δις ευρώ (στοιχεία ΑΑΔΕ). Περίπου 65,000 μικρές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι έχουν βρεθεί αντιμέτωπες το προηγούμενο εξάμηνο με κατάσχεση/ ή δέσμευση λογαριασμών για οφειλές.
Αυξάνονται στο εξάμηνο οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ότι καθυστερούν να καταβάλλουν οφειλές για ενοίκια καθώς και για δόσεις δανείου. Οι στατιστικές εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ δείχνουν ότι συντηρείται ένα καθεστώς υψηλής έκθεσης των επιχειρήσεων σε οφειλές προς το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Το 9,2% (64,000 επιχειρήσεις) έχει ταυτόχρονα οφειλές σε δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία. Τα συνολικά ληξιπρόθεσμα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες πλέον ξεπερνούν τα 220 δις.
Το 17,5% των μικρών επιχειρήσεων (πάνω από 120,000 φυσικά ή νομικά πρόσωπα) οφείλουν πάνω από 20,000€, που είναι το κατώφλι για να μπορεί να υποβάλλει κανείς αίτηση υπαγωγής στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης ιδιωτικού χρέους. Συνολικά, με βάση τα στοιχεία της έρευνας εκτιμάται ότι 59,000 επιχειρήσεις αποτελούν το βασικό πυρήνα των δυνητικών δικαιούχων που θα αιτηθούν των ευεργετημάτων της νέας ρύθμισης.
Σχετικά με την παρακολούθηση των ροών του νέου ασφαλιστικού συστήματος, τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των υπόχρεων (75,7%) δηλώνει ότι καταβάλλει λιγότερες (63,6%) ή ίδιες εισφορές (12,1%), ενώ το 17,4% ότι καταβάλλει περισσότερες. Σε ευνοϊκότερη θέση είναι οι ατομικές επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό και με πολύ χαμηλό τζίρο (79,2% πληρώνουν λιγότερα).
Ε. ΔΕΙΚΤΕΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ- ΛΟΥΚΕΤΑ
Στο α’ εξάμηνο του 2017 καταγράφηκε για πρώτη φορά θετικό ισοζύγιο εγγραφών- διαγραφών, γεγονός που φαίνεται να σηματοδοτεί την έξοδο από τη φάση ύφεσης και την είσοδο σε μια περίοδο κανονικότητας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ το ισοζύγιο εγγραφών – διαγραφών επιχειρήσεων για το α’ εξάμηνο του 2017 ήταν θετικό κατά 2,400 επιχειρήσεις.
Από τα στοιχεία των ερευνών του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ προκύπτει ότι τα «λουκέτα» αρχίζουν να μειώνονται. Παρά το θετικό οικονομικό κλίμα, ο δείκτης ανασφάλειας και φόβου για την πορεία της επιχείρησης διατηρεί υψηλές τιμές. Το 38,1% των επιχειρήσεων θεωρεί αρκετά και πολύ πιθανό να κλείσει το επόμενο διάστημα (έναντι 40,3% του προηγούμενου εξαμήνου). Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι μεταποιητικές παρουσιάζουν μεγαλύτερο κίνδυνο διακοπής της λειτουργίας τους (πάνω από 44%) σε σχέση με τις μεγαλύτερες.
Εκτιμάται ότι η μείωση επιχειρήσεων το επόμενο εξάμηνο θα είναι περίπου ίση με το προηγούμενο εξάμηνο (αναμένεται να διακόψουν τη δραστηριότητά περίπου 12,500 – 13,000 επιχειρήσεις, κυρίως πολύ μικρές και αυτοαπασχολούμενοι. Ωστόσο, από τα μακροοικονομικά δεδομένα και τις προβολές για την πορεία της οικονομίας (εκτίμηση για μεγέθυνση 1,5%-2%), διαφαίνεται πως διανύουμε μια περίοδο στην οποία οι επιχειρήσεις που θα διακόπτουν την επιχειρηματική δραστηριότητα θα είναι λιγότερες από τις νέες επιχειρήσεις που δημιουργούνται.
Η παγιοποίηση των υψηλών φορολογικών επιβαρύνσεων (αύξηση προκαταβολής φόρου, αύξηση ΦΠΑ και ειδικών τελών, αύξηση φορολογικού συντελεστή στο 29%), η συσσώρευση οφειλών και η αδυναμία εξεύρεσης αγορών για την αντιστάθμιση της ισχνής καταναλωτικής ζήτησης επιδρούν αρνητικά στις προοπτικές μιας επιχείρησης. Το φαινόμενο της άτυπης επιχειρηματικής δραστηριότητας εμφανίζεται σε έξαρση σε ορισμένα επαγγέλματα και διαβρώνει τον ανταγωνισμό.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, από τα πιθανά λουκέτα των επιχειρήσεων, προκύπτει υψηλός κίνδυνος απώλειας για 21,000 θέσεις συνολικής απασχόλησης (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί). Παράλληλα, από τα ευρήματα προκύπτει ότι περίπου 7,000 συμβοηθούντα μέλη θα βρεθούν εκτεθειμένα σε συνθήκες ανεργίας.
ΣΤ. ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ ΜΙΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ- ΕΜΠΟΡΙΟ & ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ
Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο αλλά και η σταδιακή μεταβολή των συναλλακτικών ηθών διεύρυνε σημαντικά το ποσοστό των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά μέσα πληρωμών. Έτσι, μετά τη σχετική καθήλωση που υπήρξε στο προηγούμενο εξάμηνο, οι επιχειρήσεις που διαθέτουν πλέον τερματικό μηχάνημα συναλλαγών αυξήθηκαν κατά 25% (2 στις 3 δηλώνουν ότι έχουν, ενώ στην προηγούμενη έρευνα το ποσοστό ήταν 52,4%). 4 στις 5 εμπορικές επιχειρήσεις διαθέτουν πλέον ηλεκτρονικό μέσο πληρωμής.
Συνολικά, οι μικρές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι πραγματοποιούν το 1/3 του κύκλου εργασιών μέσα από ηλεκτρονικές πληρωμές. Αυτό σημαίνει ότι στο τραπεζικό σύστημα εκτιμάται ότι μοχλεύονται περίπου 50 δις με τη χρήση του πλαστικού χρήματος- με αντίστοιχη αύξηση κερδοφορίας του χρηματοπιστωτικού κλάδου-, γεγονός που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την ελαχιστοποίηση των τραπεζικών χρεώσεων και λοιπών προμηθειών.
Εκτός από την υποχρεωτικότητα που επιβάλλει το ρυθμιστικό πλαίσιο, η αύξηση του αριθμού των διαθεσίμων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής που παρατηρείται σε αυτό το εξάμηνο αποδίδεται και στη σχετική αποκλιμάκωση του ύψους προμηθειών που ζητούν οι τράπεζες, καθώς το ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι καταβάλλουν άνω του 1% σε προμήθεια, μειώθηκε από 53% σε 33%. Το ποσοστό παραμένει ωστόσο υψηλό, και πλήττει ιδιαίτερα τους αυτοαπασχολούμενους και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, που εκ των πραγμάτων σημειώνουν χαμηλούς τζίρους.
Σημαντικό εμπόδιο στην περαιτέρω διάδοση και εμπέδωση των ηλεκτρονικών συναλλαγών στη λιανική κατανάλωση αποτελεί αναμφίβολα η άνιση μεταχείριση που ασκούν τα τραπεζικά ιδρύματα στις επιχειρήσεις ως προς την παροχή των τερματικών μηχανών. Αυτή η στάση όμως αντιβαίνει τους κανόνες ανταγωνισμού και θέτει περιορισμούς στην επιχειρηματικότητα, δεδομένου της υποχρεωτικότητας που ορίζει το ρυθμιστικό πλαίσιο.
Αντίστοιχα, η αδυναμία του κράτους να παρέχει ένα ελάχιστο βαθμό προστασίας από κατασχέσεις δημιουργεί επίσης αντικίνητρο διατήρησης αλλά και τακτικής χρησιμοποίησης των ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής. Η θεσμοθέτηση του ηλεκτρονικού ακατάσχετου επαγγελματικού λογαριασμού, που θα εξασφαλίζει προστασία για τις πληρωμές εργαζομένων, προμηθευτών, ενοικίων και λοιπών λειτουργικών εξόδων, θα δημιουργήσει το κατάλληλο περιβάλλον για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και τη βελτίωση των επιχειρηματικών πρακτικών.
Περιορισμένη είναι η διείσδυση του ηλεκτρονικού εμπορίου στη μικρομεσαία επιχείρηση, καθώς μόλις το 14,6% των εμπορικών επιχειρήσεων έχει αναπτύξει τη συγκεκριμένη μέθοδο πωλήσεων και επέκτασης των δικτύων πελατών.
Ζ. ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ ΜΙΚΡΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ- ΔΙΑΚΟΠΕΣ
Στα θετικά στοιχεία της έρευνας συγκαταλέγεται η αύξηση του αριθμού των επαγγελματιών, εμπόρων και βιοτεχνών που θα καταφέρει να πάει διακοπές με την οικογένεια. Συνολικά, το 37% θα κάνει διακοπές για τον ίδιο ή και μεγαλύτερο αριθμό ημερών από πέρυσι, ενώ το 51,5% δηλώνει ότι δεν θα κάνει διακοπές.
πηγή: eea.gr (ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΑΘΗΝΩΝ)
Αυτά να τα βλέπουν αυτοί που ψηφιζαν Δεξιά, Αριστερά και Κεντροδεξιά, Κεντροαριστερά και λοιπούς που αποτελούν το λαθρομνημονιακό τόξο.
ΑπάντησηΔιαγραφή