Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ-ΒΟΜΒΑ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ! ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΧΑΝΟΥΝ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΤΟΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ! ΔΕΙΤΕ ΣΕ ΠΟΙΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ...

ΔΙΚΑΙΩΣΗ-ΒΟΜΒΑ: ΑΠΟΦΑΣΗ ECLI:EU:C:2016:842 ΔΕΕ ΓΙΑ ΤΟ ΣΕΠΕ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΑΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ...

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΕΕ: ΟΤΑΝ Ο ΔΑΝΕΙΣΤΗΣ ΔΕΝ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟ Σ.Ε.Π.Ε. ΣΤΗ ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΧΑΝΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΤΟΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ
Η παράλειψη της τράπεζας να μνημονεύσει στη σύμβαση πιστώσεως όλα τα στοιχεία τα οποία, βάσει της οδηγίας, πρέπει να περιλαμβάνονται υποχρεωτικά στη σύμβαση, όπως είναι το ΣΕΠΕ, ο αριθμός και η περιοδικότητα των καταβολών στις οποίες πρέπει να προβεί ο καταναλωτής, τα συμβολαιογραφικά έξοδα και οι απαιτούμενες από τον δανειστή εγγυήσεις και ασφάλειες, δύναται να επισύρει την εκ μέρους των κρατών μελών επιβολή της κυρώσεως της εκπτώσεως του δανειστή από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων και εξόδων, οσάκις η παράλειψη μνείας των στοιχείων αυτών δύναται να θέσει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της δεσμεύσεώς του !!!

Αυτό ακριβώς διεκδικούμε οι δανειολήπτες του Κινήματος ΥΠΕΡΒΑΣΗ με το Εξώδικο Επανακαθορισμού Οφειλών προς τις τράπεζες !!!
ΚΛΙΚ ΕΔΩ :

Και από σήμερα το διεκδικούμε δυνάμει της αποφάσεως ECLI:EU:C:2016:842 του ΔΕΕ !!!

Όταν πριν 2 χρόνια αποκαλύψαμε το πρόβλημα ΣΕΠΕ των δανειακών μας συμβάσεων, με τη γνωμοδότηση του Καθητητή Οικονομετρίας της ΑΣΟΕ κου ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΜΒΟΥΚΑ, κάποιοι αφελείς, με πρώτες τις τράπεζες, γελούσαν !!!
Σήμερα μας δικαιώνει το ίδιο το ΔΕΕ !!!

Νέα απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ για τις συμβάσεις πιστώσεως με τράπεζες

Η παράλειψη του δανειστή, στην περίπτωση καταναλωτικής πιστώσεως, να περιλάβει στη σύμβαση ορισμένα στοιχεία ουσιώδους σημασίας δύναται να επισύρει την κύρωση της εκπτώσεώς του από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων και εξόδων, σύμφωνα με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η επιβολή της κυρώσεως αυτής είναι δυνατή οσάκις η παράλειψη μνείας των ως άνω στοιχείων δεν επιτρέπει στον καταναλωτή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της συμβατικής δεσμεύσεώς του.

Ιστορικό

Τον Ιούνιο του 2011, η τράπεζα Home Credit Slovakia χορήγησε στην Klára Bíróovà πίστωση ύψους 700 ευρώ, χωρίς, πάντως, να προσδιορίζονται επακριβώς στη σύμβαση πιστώσεως ορισμένα στοιχεία σχετικά με το δάνειο, όπως, μεταξύ άλλων, το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (ΣΕΠΕ). 

Η σύμβαση προέβλεπε ότι και οι γενικοί όροι της δανείστριας αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως. Κατά τη σύναψη της συμβάσεως, η K. Bíróovà βεβαίωσε, διά της υπογραφής της, ότι έλαβε γνώση των γενικών όρων και ότι τους κατενόησε, χωρίς, πάντως, να τους υπογράψει.

Αφού κατέβαλε δύο μηνιαίες δόσεις, η K. Bíróovà έπαυσε να εξοφλεί την πίστωση, οπότε η Home Credit Slovakia άσκησε αγωγή εναντίον της ενώπιον του Okresný súd Dunajská Streda (πρωτοδικείου Dunajská Streda, Σλοβακία). Η Home Credit Slovakia αξιώνει από τη δανειολήπτρια την εξόφληση του κεφαλαίου, των τόκων υπερημερίας και των ποινικών ρητρών λόγω καθυστερήσεως τις οποίες προέβλεπε η σύμβαση.

Το σλοβακικό δικαστήριο που επελήφθη της διαφοράς διατηρεί επιφυλάξεις ως προς το κύρος της συμβάσεως πιστώσεως, καθόσον οι γενικοί όροι δεν είχαν υπογραφεί από τους συμβαλλομένους. Διατηρεί επίσης επιφυλάξεις σχετικά με το αν είναι συμβατές με το δίκαιο της Ένωσης ορισμένες διατάξεις του σλοβακικού δικαίου περί προστασίας των καταναλωτών. Μεταξύ των διατάξεων αυτών καταλέγεται ιδίως εκείνη η οποία στερεί από τον δανειστή το δικαίωμα εισπράξεως τόκων και εξόδων στην περίπτωση κατά την οποία παραλείπει να μνημονεύσει στη σύμβαση ορισμένα στοιχεία. Το σλοβακικό δικαστήριο ζητεί, επομένως, τη συνδρομή του Δικαστηρίου προκειμένου να διευκρινισθούν τα ζητήματα αυτά με γνώμονα την οδηγία περί συμβάσεων καταναλωτικής πίστεως.

Απόφαση

Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι βάσει της οδηγίας δεν απαιτείται οι συμβάσεις πιστώσεως να καταρτίζονται σε ενιαίο έγγραφο. Ωστόσο, σε περίπτωση κατά την οποία τέτοια σύμβαση παραπέμπει σε άλλο έγγραφο, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι αυτό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της οικείας συμβάσεως πιστώσεως, το εν λόγω έγγραφο, όπως και η ίδια η σύμβαση, πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου και να παραδίδεται πράγματι στον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, έτσι ώστε να του παρέχεται η δυνατότητα να λάβει γνώση του συνόλου των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του.

Το Δικαστήριο επισημαίνει εν συνεχεία ότι, μολονότι η οδηγία δεν επιτάσσει την υπογραφή των συμβάσεων πιστώσεως που έχουν καταρτισθεί εγγράφως, δεν αντιβαίνει εντούτοις στην οδηγία αυτή εθνική ρύθμιση βάσει της οποίας το κύρος των εν λόγω συμβάσεων προϋποθέτει την υπογραφή τους από τα συμβαλλόμενα μέρη, τούτο δε ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία η απαίτηση αυτή περί υπογραφής ισχύει για όλα τα έγγραφα στα οποία περιέχονται τα ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως.

Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παράλειψη του δανειστή να μνημονεύσει στη σύμβαση πιστώσεως όλα τα στοιχεία τα οποία, βάσει της οδηγίας, πρέπει να περιλαμβάνονται υποχρεωτικά στη σύμβαση δύναται να επισύρει την εκ μέρους των κρατών μελών επιβολή της κυρώσεως της εκπτώσεως του δανειστή από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων και εξόδων οσάκις η παράλειψη μνείας των στοιχείων αυτών δύναται να θέσει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της δεσμεύσεώς του. Τούτο ισχύει στην περίπτωση των υποχρεωτικώς μνημονευόμενων στοιχείων, όπως είναι το ΣΕΠΕ, ο αριθμός και η περιοδικότητα των καταβολών στις οποίες πρέπει να προβεί ο καταναλωτής, τα συμβολαιογραφικά έξοδα και οι απαιτούμενες από τον δανειστή εγγυήσεις και ασφάλειες.

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ & ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ :

ECLI:EU:C:2016:842
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 9ης Νοεμβρίου 2016

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Προστασία των καταναλωτών – Συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως – Άρθρο 1, άρθρο 3, στοιχείο ιγ΄, άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, άρθρο 22, παράγραφος 1, και άρθρο 23 – Ερμηνεία του όρου “εγγράφως” και της φράσεως “επί άλλου σταθερού μέσου” – Σύμβαση παραπέμπουσα σε άλλο έγγραφο – Απαίτηση περί “εγγράφου τύπου” κατά το εθνικό δίκαιο – Μνεία των απαιτούμενων στοιχείων μέσω παραπομπής σε αντικειμενικές παραμέτρους – Στοιχεία τα οποία πρέπει να μνημονεύονται σε σύμβαση πιστώσεως που έχει σταθερή διάρκεια – Συνέπειες της ελλείψεως των υποχρεωτικών πληροφοριών – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση C‑42/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Okresný súd Dunajská Streda (πρωτοδικείο Dunajská Streda, Σλοβακία) με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Φεβρουαρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Home Credit Slovakia a.s.

κατά

Klára Bíróová,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, Μ. Βηλαρά, J. Malenovský, M. Safjan (εισηγητή) και D. Šváby, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: M. Aleksejev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

– η Σλοβακική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Ricziová,

– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και τη J. Kemper,

– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την G. Goddin και τον A. Tokár,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 9ης Ιουνίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, του άρθρου 3, στοιχείο ιγ΄, του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 2, του άρθρου 22, παράγραφος 1, και του άρθρου 23 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66, και διορθωτικά ΕΕ 2009, L 207, σ. 14· ΕΕ 2010, L 199, σ. 40· ΕΕ 2011, L 234, σ. 46, και ΕΕ 2015, L 36, σ. 15).

2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Home Credit Slovakia a.s. και της Klára Bíróová σχετικά με αξίωση καταβολής χρηματικών ποσών τα οποία εξακολουθούσαν να οφείλονται στο πλαίσιο συμβάσεως δανείου που είχε χορηγήσει η εταιρία αυτή στη δεύτερη διάδικο και τα οποία η δανειολήπτρια αδυνατούσε να καταβάλει.

Το νομικό πλαίσιο

Το δίκαιο της Ένωσης

3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 7, 9, 10, 19, 30, 31 και 47 της οδηγίας 2008/48 έχουν ως εξής:

«(7) Για να διευκολυνθεί η δημιουργία εσωτερικής αγοράς στον τομέα της καταναλωτικής πίστης καθώς και η εύρυθμη λειτουργία της, απαιτείται να προβλεφθεί η θέσπιση εναρμονισμένου κοινοτικού πλαισίου σε ορισμένους βασικούς τομείς. [...]

[...]

(9) Για να εξασφαλισθεί υψηλό και ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών της Κοινότητας και για να δημιουργηθεί γνήσια εσωτερική αγορά, χρειάζεται πλήρης εναρμόνιση. Επομένως, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικές διατάξεις διαφορετικές από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. Ωστόσο, ο περιορισμός αυτός θα πρέπει να ισχύει μόνον προκειμένου περί διατάξεων τις οποίες εναρμονίζει η παρούσα οδηγία. Όπου δεν υφίστανται τέτοιες εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν ελεύθερα να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις. [...]

(10) Οι ορισμοί που περιέχονται στην παρούσα οδηγία καθορίζουν το εύρος της εναρμόνισης. Η υποχρέωση των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει, συνεπώς, να περιορίζεται στο πεδίο εφαρμογής της, όπως οριοθετείται από τους ορισμούς αυτούς. [...]

[...]

(19) Για να μπορεί ο καταναλωτής να λαμβάνει την απόφασή του με πλήρη γνώ[σ]η των πραγμάτων, θα πρέπει να του παρέχεται, πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, επαρκές ενημερωτικό υλικό, το οποίο ο καταναλωτής να έχει τη δυνατότητα να παίρνει μαζί του και να το μελετά, για τους όρους και το κόστος της πίστωσης και για τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει. [...]

[...]

(30) Η παρούσα οδηγία δεν ρυθμίζει το δίκαιο των συμβάσεων που διέπει το κύρος των συμβάσεων πίστωσης. Κατά συνέπεια, σε αυτόν τον τομέα, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικές διατάξεις σύμφωνες προς το κοινοτικό δίκαιο. Τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε κανονιστική ρύθμιση του νομικού καθεστώτος της προσφερόμενης πιστωτικής σύμβασης, ειδικότερα ως προς το πότε πρέπει να γίνεται η σχετική προσφορά και για ποια περίοδο η προσφορά δεσμεύει τον πιστωτή. Εφόσον η προσφορά αυτή γίνεται ταυτόχρονα με την παροχή των –προ της σύναψης της σύμβασης– πληροφοριών που προβλέπει η παρούσα οδηγία, θα πρέπει να γίνεται, όπως και για κάθε πρόσθετη πληροφορία που επιθυμεί να παράσχει στον καταναλωτή ο πιστωτικός φορέας, σε χωριστό έγγραφο που μπορεί να επισυνάπτεται στις “τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης”.

(31) Για να είναι σε θέση ο καταναλωτής να γνωρίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της σύμβασης πίστωσης, η σύμβαση θα πρέπει να περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο.

[...]

(47) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που θα εφαρμόζονται στις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Η επιλογή των κυρώσεων εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, και οι προβλεπόμενες κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»

4 Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο»:

«Η παρούσα οδηγία έχει ως σκοπό την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις πίστωσης με τους καταναλωτές.»

5 Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί», προβλέπει στο στοιχείο του ιγ΄ τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[...]

ιγ) “σταθερό μέσο”: κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναδρομή επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·

».

6 Το άρθρο 10 της ιδίας οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης», ορίζει τα εξής:

«1. Οι συμβάσεις πίστωσης καταρτίζονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου.

Όλα τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν από ένα αντίτυπο της σύμβασης πίστωσης. Το παρόν άρθρο ισχύει υπό την επιφύλαξη τυχόν εθνικών κανόνων όσον αφορά το κύρος της σύναψης συμβάσεων πίστωσης, οι οποίοι είναι σύμφωνοι προς το κοινοτικό δίκαιο.

2. Η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο:

α) τον τύπο πίστωσης·

β) τα στοιχεία ταυτότητας και τις γεωγραφικές διευθύνσεις των συμβαλλομένων μερών καθώς και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του διαμεσολαβούντος μεσίτη πιστώσεων·

γ) τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

δ) το συνολικό ποσό της πίστωσης και τους όρους που διέπουν τις αναλήψεις·

ε) στην περίπτωση πίστωσης υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής για συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία ή στην περίπτωση συνδεδεμένων συμβάσεων πίστωσης, το αγαθό ή την υπηρεσία και την τιμή του τοις μετρητοίς·

στ) το χρεωστικό επιτόκιο, τους όρους που διέπουν την εφαρμογή αυτού του επιτοκίου και, εφόσον είναι διαθέσιμα, κάθε δείκτη ή επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό χρεωστικό επιτόκιο καθώς επίσης και τις περιόδους, τους όρους και τις διαδικασίες τροποποίησης του χρεωστικού επιτοκίου. Εάν ισχύουν διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια υπό διαφορετικές συνθήκες, τις προαναφερθείσες πληροφορίες σχετικά με όλα τα ισχύοντα επιτόκια·

ζ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής, υπολογιζόμενο κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης· πρέπει να αναφέρονται όλα τα τεκμήρια που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του επιτοκίου αυτού·

η) το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον καταναλωτή και, κατά περίπτωση, τη σειρά με την οποία θα κατανεμηθούν οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς της εξόφλησης·

θ) σε περίπτωση εξόφλησης του κεφαλαίου σύμβασης πίστωσης που έχει σταθερή διάρκεια, το δικαίωμα του καταναλωτή να παραλαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως και δωρεάν, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων.

Ο πίνακας χρεολυσίων περιλαμβάνει τις απαιτούμενες καταβολές καθώς και τις περιόδους και τους όρους βάσει των οποίων πρέπει να καταβάλλονται τα ποσά αυτά· ο πίνακας περιλαμβάνει ανάλυση κάθε περιοδικής εξόφλησης, ούτως ώστε να εμφαίνονται: το αποσβεσθέν κεφάλαιο, ο τόκος που υπολογίζεται βάσει του χρεωστικού επιτοκίου και, κατά περίπτωση, οι συμπληρωματικές επιβαρύνσεις· εάν το επιτόκιο δεν είναι σταθερό ή εάν οι συμπληρωματικές επιβαρύνσεις βάσει της σύμβασης πίστωσης είναι μεταβλητές, στον πίνακα χρεολυσίων επισημαίνεται με σαφή και ευσύνοπτο τρόπο ότι τα δεδομένα του πίνακα αυτού ισχύουν μόνον έως ότου επέλθει η επόμενη μεταβολή του επιτοκίου ή των συμπληρωματικών επιβαρύνσεων κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση πίστωσης·

ι) εάν υπάρχει καταβολή εξόδων και τόκων χωρίς εξόφληση κεφαλαίου, κατάσταση των περιόδων και των όρων καταβολής τόκων και τυχόν σχετικών περιοδικών και μη περιοδικών δαπανών·

ια) κατά περίπτωση, τις επιβαρύνσεις για την τήρηση ενός ή περισσότερων λογαριασμών στους οποίους να εγγράφονται τόσο οι καταβολές όσο και οι αναλήψεις, εκτός εάν είναι προαιρετικό το άνοιγμα λογαριασμού, τις επιβαρύνσεις για τη χρήση ενός μέσου πληρωμής τόσο για τις καταβολές όσο και για τις αναλήψεις, καθώς και κάθε άλλη επιβάρυνση που προκύπτει από τις συμβάσεις πίστωσης και τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να τροποποιηθούν οι επιβαρύνσεις αυτές·

ιβ) το εφαρμοστέο επιτόκιο υπερημερίας όπως ισχύει τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης και τις ρυθμίσεις για την προσαρμογή του, και, κατά περίπτωση, τα έξοδα για αθέτηση καταβολής·

ιγ) προειδοποίηση για τις συνέπειες της παράλειψης καταβολής·

ιδ) κατά περίπτωση, ενημέρωση σχετικά με την επιβολή συμβολαιογραφικών τελών·

ιε) τις τυχόν απαιτούμενες εγγυήσεις και ασφάλειες·

ιστ) την ύπαρξη ή την απουσία δικαιώματος υπαναχώρησης, την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να ασκηθεί και άλλους όρους που διέπουν την άσκησή του, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την υποχρέωση του καταναλωτή να καταβάλει το αναληφθέν κεφάλαιο και τους τόκους σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, και το ποσό των καταβλητέων τόκων σε ημερήσια βάση·

ιζ) πληροφορίες για τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 15 καθώς και για τους όρους άσκησης των δικαιωμάτων αυτών·

ιη) το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης, τη διαδικασία πρόωρης εξόφλησης καθώς και, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα αποζημίωσης του πιστωτικού φορέα και τον τρόπο καθορισμού της αποζημίωσης αυτής·

ιθ) τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης·

κ) την ύπαρξη ή μη εξωδικαστικών διαδικασιών και μηχανισμών επανόρθωσης υπέρ του καταναλωτή, σε περίπτωση δε που υπάρχουν, τις μεθόδους πρόσβασης σε αυτές·

κα) εφόσον ισχύουν, άλλους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις·

κβ) κατά περίπτωση, την ονομασία και τη διεύθυνση της αρμόδιας εποπτικής αρχής.

3. Όταν εφαρμόζεται η παράγραφος 2, στοιχείο θ΄, ο πιστωτικός φορέας διαθέτει στον καταναλωτή, δωρεάν και οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων.

4. Στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης στο πλαίσιο της οποίας τα ποσά που καταβάλλει ο καταναλωτής δεν οδηγούν σε άμεση αντίστοιχη απόσβεση του συνολικού ποσού της πίστωσης, αλλά χρησιμοποιούνται για την ανασύσταση του κεφαλαίου κατά τις περιόδους και υπό τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση πίστωσης ή σε συμπληρωματική σύμβαση, οι πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με την παράγραφο 2 περιλαμβάνουν σαφή και ευσύνοπτη δήλωση ότι αυτές οι συμβάσεις πίστωσης δεν προβλέπουν εγγύηση εξόφλησης του συνολικού ποσού της πίστωσης που αναλαμβάνεται, εκτός εάν δοθεί τέτοια εγγύηση.

[...]»

7 Το άρθρο 14 της οδηγίας 2008/48, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα υπαναχώρησης», προβλέπει, στην παράγραφό του 1, τα εξής:

«Ο καταναλωτής διαθέτει προθεσμία δεκατεσσάρων ημερολογιακών ημερών για να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πίστωσης χωρίς να αναφέρει τους λόγους.

Η προθεσμία αυτή υπαναχώρησης αρχίζει:

α) είτε την ημέρα σύναψης της σύμβασης πίστωσης· είτε

β) την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής παραλαμβάνει τους όρους της σύμβασης και τις πληροφορίες κατά το άρθρο 10, εάν η ημέρα αυτή είναι μεταγενέστερη από την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται το στοιχείο α΄ του παρόντος εδαφίου.»

8 Το άρθρο 22 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εναρμόνιση και αναγκαστικός χαρακτήρας της παρούσας οδηγίας», ορίζει τα εξής:

«1. Καθόσον η παρούσα οδηγία περιέχει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.

[...]

3. Τα κράτη μέλη μεριμνούν επίσης ώστε οι διατάξεις που θεσπίζουν κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας να μην καταστρατηγούνται μέσω του τρόπου διατύπωσης των συμβάσεων, ιδίως με την ενσωμάτωση αναλήψεων ή συμβάσεων πίστωσης, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, σε συμβάσεις πίστωσης ο χαρακτήρας ή ο σκοπός των οποίων θα επέτρεπε την αποφυγή της εφαρμογής της.

[...]»

9 Το άρθρο 23 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Κυρώσεις», προβλέπει ότι:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επισύρουν οι παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Οι κυρώσεις που προβλέπονται εν προκειμένω πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.»

10 Το παράρτημα II της οδηγίας 2008/48, το οποίο αφορά τις «Tυποποιημένες ευρωπαϊκές πιστωτικές πληροφορίες», περιλαμβάνει στο σημείο του 2, που φέρει τον τίτλο «Περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών του πιστωτικού προϊόντος», καταχώριση υπό τον τίτλο «Δόσεις και, κατά περίπτωση, σειρά με την οποία θα κατανεμηθούν οι δόσεις». Στην καταχώριση αυτή αντιστοιχεί η ακόλουθη περιγραφή:

«Θα πρέπει να καταβάλετε τα εξής:

[Ποσό, αριθμός και συχνότητα των καταβολών στις οποίες θα προβεί ο καταναλωτής]

Οι τόκοι και/ή τα τέλη θα καταβληθούν ως εξής:».

Το σλοβακικό δίκαιο

11 Ο zákon č. 129/2010 Z. z. o spotrebiteľských úveroch a o iných úveroch a pôžičkách pre spotrebiteľov a o zmene a doplnení niektorých zákonov (νόμος αριθ. 129/2010 περί συμβάσεων καταναλωτικής πίστεως και λοιπών πιστώσεων και δανείων προς τους καταναλωτές και περί τροποποιήσεως ορισμένων άλλων νόμων), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος 129/2010), σκοπεί να μεταφέρει στη σλοβακική έννομη τάξη την οδηγία 2008/48.

12 Κατά το άρθρο 9 του νόμου αυτού:

«1. Η σύμβαση καταναλωτικής πίστεως καταρτίζεται εγγράφως. Άπαντες οι συμβαλλόμενοι λαμβάνουν τουλάχιστον ένα αντίτυπο της συμβάσεως, έγγραφο ή σε άλλο σταθερό μέσο, που να είναι προσβάσιμο στον καταναλωτή.

2. Πέραν των γενικών στοιχείων που μνημονεύονται στον αστικό κώδικα [...], η σύμβαση καταναλωτικής πίστεως πρέπει να περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

[...]

k) το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των δόσεων για την αποπληρωμή του κεφαλαίου, καθώς και τους τόκους και τα επιπλέον έξοδα και, ενδεχομένως, τη σειρά με την οποία θα επιμερισθούν οι δόσεις στα διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα για τα οποία ισχύουν διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια όσον αφορά την εξόφληση,

l) σε περίπτωση τμηματικής εξοφλήσεως του κεφαλαίου συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως με σταθερή διάρκεια, το δικαίωμα του καταναλωτή να λαμβάνει κατόπιν αιτήσεως, δωρεάν και ανά πάσα στιγμή καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως πιστώσεως, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων, όπως διαλαμβάνεται στην παράγραφο 5.

[...]»

13 Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει ότι:

«Η χορηγηθείσα καταναλωτική πίστωση θεωρείται άτοκη και μη συνεπαγόμενη έξοδα σε περίπτωση κατά την οποία:

a) η σύμβαση καταναλωτικής πίστεως δεν περιβάλλεται τον έγγραφο τύπο που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 1, και δεν περιλαμβάνει τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει των άρθρων 9, παράγραφος 2, στοιχεία a έως k, r και y, και 10, παράγραφος 1,

b) η σύμβαση καταναλωτικής πίστεως δεν μνημονεύει προσηκόντως το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, κατά τρόπο επιζήμιο για τον καταναλωτή.»

14 Το άρθρο 40 του Občiansky zákonník (αστικού κώδικα) προβλέπει τα εξής:

«1. Η δικαιοπραξία είναι άκυρη αν δεν έχει περιβληθεί τον τύπο ο οποίος απαιτείται βάσει του νόμου ή της συμφωνίας των συμβαλλομένων μερών.

[...]

3. Δικαιοπραξία που περιβάλλεται τον έγγραφο τύπο είναι έγκυρη εφόσον φέρει την υπογραφή του συντάκτη της. Σε περίπτωση κατά την οποία δικαιοπραξία καταρτίσθηκε από πλείονα πρόσωπα, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να εμφαίνεται η υπογραφή όλων των δικαιοπρακτούντων στο ίδιο έγγραφο, εκτός αν ο νόμος ορίζει άλλως. Η υπογραφή επιτρέπεται να αντικαθίσταται από ηλεκτρονικά μέσα οσάκις τούτο προβλέπεται από τα συναλλακτικά ήθη.

4. Η απαίτηση περί εγγράφου τύπου τηρείται οσάκις η δικαιοπραξία καταρτίζεται διά τηλεομοιοτυπίας, τηλεγραφήματος ή με ηλεκτρονικά μέσα που καθιστούν δυνατή την αποτύπωση σε υλικό φορέα του περιεχομένου της δικαιοπραξίας και τον προσδιορισμό του συντάκτη της. Η απαίτηση περί εγγράφου τύπου τηρείται πάντα οσάκις η δικαιοπραξία που καταρτίζεται με ηλεκτρονικά μέσα φέρει πιστοποιημένη ηλεκτρονική υπογραφή.

[...]»

15 Κατά το άρθρο 46, παράγραφος 2, του αστικού κώδικα:

«Η σύναψη συμβάσεως η οποία περιβάλλεται τον έγγραφο τύπο προϋποθέτει απλώς την ύπαρξη προσφοράς και αποδοχής εγγράφως. [...]»

16 Το άρθρο 273 του Obchodný zákonník (εμπορικού κώδικα) ορίζει τα εξής:

«1. Μέρος των όρων της συμβάσεως δύναται να καθορίζεται διά παραπομπής στους γενικούς συμβατικούς όρους της συμβάσεως τους οποίους έχουν καταρτίσει επαγγελματικές οργανώσεις ή οργανώσεις συμφερόντων, ή διά παραπομπής σε άλλους εμπορικούς όρους οι οποίοι είναι γνωστοί στα μέρη της προς σύναψη συμβάσεως ή επισυνάπτονται στην προσφορά.

[...]

3. Για τη σύναψη συμβάσεως είναι δυνατή η χρήση υποδείγματος συμβάσεως το οποίο χρησιμοποιείται στην εμπορική πρακτική.»

Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17 Στις 29 Ιουνίου 2011, η Home Credit Slovakia, ως δανείστρια, και η K. Bíróová, ως δανειολήπτρια, σύναψαν σύμβαση καταναλωτικής πίστεως βάσει εντύπου υποδείγματος το οποίο περιείχε τετραγωνίδια που θα συμπληρώνονταν κατά τον χρόνο χορηγήσεως του δανείου.

18 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι τα τετραγωνίδια αυτά περιελάμβαναν στοιχεία που αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τα προσωπικά στοιχεία της δανειολήπτριας, καθώς και την απασχόλησή της, περιλαμβανομένου του εισοδήματός της. Επιπλέον, διευκρινίζονταν τα στοιχεία που αφορούσαν την ίδια την πίστωση και τη διάθεση των κεφαλαίων, συγκεκριμένα δε, μεταξύ άλλων, το συνολικό ύψος της πιστώσεως και το συνολικό ποσό που όφειλε ο καταναλωτής, το ποσό των μηναίων δόσεων, ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων και οι προθεσμίες καταβολής των δόσεων για την αποπληρωμή του δανείου, το χρεωστικό επιτόκιο και η προθεσμία αποπληρωμής της πιστώσεως, ήτοι 36 μήνες κατόπιν της χορηγήσεώς της. Δεδομένου ότι το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο υπολογιζόταν μεταξύ 35 % και 37,5 %, το ακριβές ύψος του θα καθοριζόταν κατόπιν της χορηγήσεως της πιστώσεως.

19 Δεδομένου ότι το συνολικό ποσό της επίμαχης πιστώσεως ανερχόταν στα 700 ευρώ, το συνολικό ποσό που όφειλε η δανειολήπτρια καθορίσθηκε βάσει της συμβάσεως στα 1 087,56 ευρώ.

20 Επιπλέον, η σύμβαση αυτή προέβλεπε ότι το έγγραφο που φέρει τον τίτλο «Όροι της συμβάσεως δανείου της εταιρίας Home Credit Slovakia, a.s. – Xρηματικό δάνειο» (στο εξής: γενικοί όροι) αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της εν λόγω συμβάσεως.

21 Η σύμβαση πιστώσεως που καταρτίσθηκε ως άνω υπεγράφη από τη Home Credit Slovakia και την K. Bíróová. Εξάλλου, κατά τη σύμβαση αυτή, η δανειολήπτρια βεβαίωνε, διά της υπογραφής της, ότι έλαβε τους γενικούς όρουw και ότι έλαβε γνώση του περιεχομένου τους, ότι οι ρήτρες που περιέχονταν στους γενικούς όρους ήταν σαφείς και επαρκώς ακριβείς, καθώς και ότι συμφωνούσε να δεσμευθεί από τους εν λόγω γενικούς όρους.

22 Οι γενικοί όροι, πάντως, δεν υπεγράφησαν από τους συμβαλλομένους στη σύμβαση πιστώσεως.

23 Κατά τους γενικούς όρους αυτούς, ο δανειολήπτης δύναται, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως πιστώσεως, να ζητήσει να του χορηγηθεί δωρεάν κατάσταση λογαριασμού υπό τη μορφή πίνακα χρεολυσίων, μνημονεύουσα τις οφειλόμενες καταβολές και τα χρονικά διαστήματα και τους όρους καταβολής των ποσών αυτών, περιλαμβανομένου του επιμερισμού του ποσού κάθε δόσεως μεταξύ της εξοφλήσεως του κεφαλαίου, των τόκων και, ενδεχομένως, των πρόσθετων εξόδων.

24 Ωστόσο, στους εν λόγω γενικούς όρους δεν διευκρινιζόταν πώς ακριβώς θα επιμεριζόταν κάθε μηνιαία δόση που κατέβαλλε η δανειολήπτρια για την εξόφληση του δανείου όσον αφορά την αποπληρωμή των τόκων και την εξόφληση των εξόδων, αφενός, και την εξόφληση του κεφαλαίου, αφετέρου.

25 Αφού κατέβαλε δύο μηνιαίες δόσεις, η K. Bíróová έπαυσε να εξοφλεί τη χορηγηθείσα πίστωση. Ως εκ τούτου, η Home Credit Slovakia αξίωσε την πρόωρη εξόφληση του συνολικού ποσού της πιστώσεως και κάλεσε την K. Bíróová να εξοφλήσει το κεφάλαιο, τους τόκους υπερημερίας και τις ποινικές ρήτρες λόγω καθυστερήσεως ως προς την εξόφληση τις οποίες προέβλεπε η σύμβαση πιστώσεως.

26 Καθόσον η αξίωσή της δεν ικανοποιήθηκε, η Home Credit Slovakia άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αίτημα την εξόφληση της χρηματικής απαιτήσεώς της. Συναφώς, δεδομένου ότι το δικαστήριο αυτό διατηρεί επιφυλάξεις ως προς το κύρος της συμβάσεως πιστώσεως, καθόσον οι γενικοί όροι δεν είχαν υπογραφεί από τους συμβαλλομένους, εκτιμά ότι η επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί εξαρτάται από την ερμηνεία της οδηγίας 2008/48.

27 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Okresný súd Dunajská Streda (πρωτοδικείο Dunajská Streda, Σλοβακία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1) Έχουν ο όρος “εγγράφως” και η φράση “επί άλλου σταθερού μέσου”, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο ιγ΄, της οδηγίας 2008/48, την έννοια ότι αφορούν: όχι μόνον το κείμενο εγγράφου (νοούμενου ως έχοντος υλική υπόσταση, “hard copy”) που υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη, το οποίο περιέχει τα στοιχεία (πληροφορίες) που απαιτούνται βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ ως κβ΄, της οδηγίας αυτής, αλλά και κάθε άλλο έγγραφο στο οποίο παραπέμπει το κείμενο αυτό και το οποίο, βάσει του εθνικού δικαίου, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως (επί παραδείγματι έγγραφο που περιέχει “γενικούς όρους συμβάσεως”, “όρους δανείου”, “τιμολόγηση εξόδων”, “χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων” και το οποίο έχει καταρτισθεί από τον δανειστή), μολονότι το έγγραφο αυτό δεν πληροί αυτό καθαυτό την απαίτηση περί “εγγράφου τύπου” κατά το οικείο εθνικό δίκαιο (επί παραδείγματι επειδή δεν υπεγράφη από τα συμβαλλόμενα μέρη);

2) Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Έχει το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο της 1, κατά το οποίο η οδηγία αποσκοπεί στην πλήρη εναρμόνιση στον τομέα τον οποίο διέπει, την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό ρύθμιση ή εθνική πρακτική, κατά την οποία όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του άρθρου 10, στοιχεία α΄ έως κβ΄ πρέπει να περιέχονται σε έγγραφο το οποίο πληροί την απαίτηση περί “εγγράφου τύπου” κατά το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους (δηλαδή, καταρχήν, σε έγγραφο υπογεγραμμένο από τα συμβαλλόμενα μέρη), ενώ δεν αναγνωρίζονται πλήρη έννομα αποτελέσματα σε σύμβαση καταναλωτικής πίστεως απλώς και μόνον επειδή μέρος των απαιτούμενων στοιχείων δεν περιέχεται στο υπογεγραμμένο έγγραφο, μολονότι τα στοιχεία αυτά (εν όλω ή εν μέρει) περιλαμβάνονται σε χωριστό έγγραφο (το οποίο περιέχει, επί παραδείγματι, “γενικούς όρους συμβάσεως”, “όρους δανείου”, “τιμολόγηση εξόδων”, “χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων” και το οποίο έχει καταρτισθεί από τον δανειστή), σε περίπτωση κατά την οποία η ίδια η γραπτή σύμβαση παραπέμπει στο έγγραφο αυτό, πληρούνται οι προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο προϋποθέσεις για την ενσωμάτωση του εγγράφου αυτού στη σύμβαση και η συναφθείσα κατά τον τρόπο αυτό σύμβαση καταναλωτικής πίστεως πληροί στο σύνολό της την απαίτηση περί συμβάσεως καταρτισθείσας “επί άλλου σταθερού μέσου” κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας;

3) Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2008/48 την έννοια ότι οι πληροφορίες που απαιτεί η διάταξη αυτή (ακριβέστερα, η “περιοδικότητα των καταβολών”)

– πρέπει να διευκρινίζονται στις ρήτρες της συγκεκριμένης συμβάσεως [καταρχήν, με μνεία της ακριβούς ημερομηνίας (ημέρα, μήνας, έτος) λήξεως της προθεσμίας καταβολής των επιμέρους δόσεων για την αποπληρωμή του δανείου] ή

– αρκεί η σύμβαση να παραπέμπει με γενικό τρόπο σε αντικειμενικώς προσδιορίσιμα στοιχεία, από τα οποία είναι δυνατόν να συναχθούν οι πληροφορίες αυτές (παραδείγματος χάριν προβλέποντας ότι “οι μηνιαίες δόσεις πρέπει να καταβάλλονται έως τη 15η ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα”, ότι “η πρώτη δόση είναι καταβλητέα εντός προθεσμίας ενός μηνός από της υπογραφής της συμβάσεως και κάθε περαιτέρω δόση πρέπει να καταβάλλεται πάντα εντός ενός μηνός από την καταβολή της προηγούμενης δόσεως” ή κάνοντας χρήση άλλων παρεμφερών διατυπώσεων);

4) Εάν γίνει δεκτό ότι η ερμηνεία που εκτίθεται στη δεύτερη περίπτωση του τρίτου ερωτήματος είναι ορθή, έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2008/48 την έννοια ότι η πληροφορία που απαιτείται βάσει της διατάξεως αυτής (συγκεκριμένα δε η “περιοδικότητα των καταβολών”) μπορεί να περιέχεται και σε χωριστό έγγραφο, στο οποίο παραπέμπει η σύμβαση που πληροί την απαίτηση περί εγγράφου τύπου (κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας), πλην όμως το ίδιο το έγγραφο αυτό δεν υπόκειται στην απαίτηση αυτή (δηλαδή, καταρχήν, δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη να έχει υπογραφεί από τα συμβαλλόμενα μέρη· μπορεί, παραδείγματος χάριν, να πρόκειται για έγγραφο που περιέχει “γενικούς όρους συμβάσεως”, “όρους δανείου”, “τιμολόγηση εξόδων”, “χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων” και το οποίο έχει καταρτισθεί από τον δανειστή);

5) Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θ΄, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το στοιχείο η΄ [της ιδίας διατάξεως], της οδηγίας 2008/48, την έννοια

– ότι η σύμβαση πιστώσεως η οποία έχει σταθερή διάρκεια και βάσει της οποίας το κεφάλαιο αποπληρώνεται με την καταβολή δόσεων, δεν πρέπει κατ’ ανάγκη, κατά τον χρόνο συνάψεώς της, να καθορίζει επακριβώς το μέρος κάθε δόσεως το οποίο προορίζεται για την αποπληρωμή του κεφαλαίου και εκείνο το οποίο προορίζεται για την καταβολή νομίμων τόκων και εξόδων (δηλαδή ότι το ακριβές χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων/πίνακας χρεολυσίων δύναται να μην αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως), αλλά ότι οι πληροφορίες αυτές μπορούν να περιέχονται σε χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων/πίνακα χρεολυσίων που θα παράσχει ο δανειστής στον δανειολήπτη κατόπιν αιτήσεως του δευτέρου, ή

– ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας αυτής εγγυάται στον δανειολήπτη επιπλέον δικαίωμα να ζητεί, ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως πιστώσεως, κατάσταση λογαριασμού έχουσα τη μορφή πίνακα χρεολυσίων, χωρίς όμως το δικαίωμα αυτό να απαλλάσσει το συμβαλλόμενα μέρη από την υποχρέωση να μνημονεύουν στην ίδια τη σύμβαση τον επιμερισμό των επιμέρους προβλεπόμενων δόσεων (οι οποίες, βάσει της συμβάσεως πιστώσεως, είναι πληρωτέες κατά τη διάρκεια ισχύος της) μεταξύ αποπληρωμής κεφαλαίου και καταβολής νομίμων τόκων και εξόδων, με τρόπο εξατομικευμένο για την εκάστοτε σύμβαση;

6) Εάν γίνει δεκτό ότι η ερμηνεία που εκτίθεται στην πρώτη περίπτωση του πέμπτου ερωτήματος είναι ορθή, εμπίπτει το ζήτημα αυτό στο πεδίο της πλήρους εναρμονίσεως η οποία επιδιώκεται με την οδηγία 2008/48, μολονότι, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, κράτος μέλος δεν δύναται να απαιτεί σύμβαση πιστώσεως να καθορίζει επακριβώς το μέρος κάθε δόσεως το οποίο προορίζεται για την αποπληρωμή του κεφαλαίου και εκείνο το οποίο προορίζεται για την καταβολή νομίμων τόκων και εξόδων/ επιβαρύνσεων (δηλαδή ότι δεν δύναται να απαιτεί το ακριβές χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων/πίνακας χρεολυσίων να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως);

7) Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 1 της οδηγίας 2008/48, κατά το οποίο η οδηγία επιδιώκει πλήρη εναρμόνιση στον τομέα τον οποίο διέπει, ή του άρθρου 23, κατά το οποίο οι κυρώσεις πρέπει να είναι αναλογικές, την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτές διάταξη εθνικού δικαίου βάσει της οποίας η έλλειψη της πλειονότητας των στοιχείων της συμβάσεως πιστώσεως που απαιτούνται από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 συνεπάγεται ότι η χορηγηθείσα πίστωση θεωρείται άτοκη και μη συνεπαγόμενη έξοδα, οπότε ο δανειολήπτης οφείλει να εξοφλήσει στον δανειστή μόνο τα χρηματικά ποσά που του χορηγήθηκαν βάσει της συμβάσεως;»

Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

28 Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο ιγ΄, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι, πρώτον, άπαντα τα στοιχεία της συμβάσεως πιστώσεως που διαλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας πρέπει να περιέχονται σε ενιαίο έγγραφο, ότι, δεύτερον, η καταρτισθείσα εγγράφως σύμβαση πιστώσεως πρέπει να υπογραφεί από τους συμβαλλομένους και ότι, τρίτον, η απαίτηση αυτή περί εφαρμογής αφορά άπαντα τα στοιχεία της συμβάσεως αυτής.

29 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/48, οι συμβάσεις πιστώσεως καταρτίζονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου.

30 Από κανένα στοιχείο της οδηγίας αυτής δεν προκύπτει, πάντως, ότι οι συμβάσεις πιστώσεως, τις οποίες αφορά η διάταξη αυτή, πρέπει να καταρτίζονται σε ενιαίο έγγραφο.

31 Όπως προκύπτει από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας αυτής, η απαίτηση, στην περίπτωση συμβάσεως πιστώσεως καταρτισθείσας εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, περί σαφούς και ευσύνοπτου προσδιορισμού των στοιχείων που διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή είναι αναγκαία προκειμένου ο καταναλωτής να έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του.

32 Η απαίτηση αυτή συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού που επιδιώκεται με την οδηγία 2008/48 και ο οποίος συνίσταται, όσον αφορά την καταναλωτική πίστη, στην πλήρη και υποχρεωτική εναρμόνιση σε ορισμένους βασικούς τομείς, η οποία κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να διασφαλισθεί υψηλό και ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών εντός της Ένωσης και προκειμένου να καταστεί ευχερέστερη η ανάπτυξη εύρυθμης εσωτερικής αγοράς στον τομέα της καταναλωτικής πίστεως (βλ., σχετικώς, απόφαση της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C‑377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 61).

33 Μολονότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να περιλαμβάνονται σε ενιαίο έγγραφο όλα τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, επιβάλλεται, ωστόσο, να επισημανθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, όλα τα στοιχεία που απαριθμούνται στην εν λόγω παράγραφο 2 πρέπει να προσδιορίζονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου και να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως πιστώσεως.

34 Καθόσον τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 πρέπει να προσδιορίζονται με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, απαιτείται, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν η γενική εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών της, η σύμβαση πιστώσεως να παραπέμπει σαφώς και επακριβώς στα άλλα έγγραφα ή τα άλλα σταθερά μέσα που περιέχουν τα στοιχεία αυτά, τα οποία παραδίδονται πράγματι στον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, έτσι ώστε να του παρέχεται η δυνατότητα να λάβει όντως γνώση του συνόλου των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων του.

35 Πράγματι, όσον αφορά, ιδίως, τον ορισμό του «σταθερού μέσου», κατά το άρθρο 3, στοιχείο ιγ΄, της οδηγίας 2008/48, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι το μέσο αυτό πρέπει να διασφαλίζει στον καταναλωτή, κατά τρόπο ανάλογο με το έγγραφο, την κατοχή των οικείων πληροφοριών βάσει των οποίων του παρέχεται η δυνατότητα να προβάλει, εφόσον παραστεί ανάγκη, τα δικαιώματά του. Σημασία έχει, συναφώς, η δυνατότητα του καταναλωτή να αποθηκεύει τις πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά σε αυτόν, η διασφάλιση του αναλλοίωτου του περιεχομένου τους και η δυνατότητα προσβάσεως σε αυτές για προσήκον χρονικό διάστημα, καθώς και η δυνατότητα αναπαραγωγής τους αυτών καθαυτών [βλ., σχετικώς, όσον αφορά την οδηγία 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (ΕΕ 1997, L 144, σ. 19), απόφαση της 5ης Ιουλίου 2012, Content Services, C‑49/11, EU:C:2012:419, σκέψεις 42 έως 44].

36 Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα αν η σύμβαση πιστώσεως που καταρτίσθηκε εγγράφως πρέπει να υπογραφεί από τα συμβαλλόμενα μέρη σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, επισημαίνεται ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/48 ουδόλως παραπέμπει στο εθνικό δίκαιο και ότι, ως εκ τούτου, οι έννοιες των όρων «εγγράφως» και «σταθερό μέσο», οι οποίες διαλαμβάνονται στη διάταξη αυτή, έχουν αυτοτελές περιεχόμενο. Η ερμηνεία τους δεν μπορεί να καθορισθεί από τις εθνικές διατάξεις περί του τύπου τον οποίο πρέπει να περιβληθούν οι συμβάσεις πιστώσεως.

37 Μολονότι η έννοια του «εγγράφως» δεν ορίζεται στην οδηγία αυτή, το εν λόγω νομοθέτημα προβλέπει, στο άρθρο του 3, στοιχείο ιγ΄, ότι με τον όρο «σταθερό μέσο» νοείται κάθε μέσο που παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναδρομή επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο καθιστά δυνατή την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.

38 Από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 προκύπτει ότι η έννοια του όρου «εγγράφως» παραπέμπει στο μέσο επί του οποίου έχει καταρτισθεί η σύμβαση πιστώσεως, χωρίς να απαιτείται η υπογραφή επί του μέσου αυτού. Τούτου δοθέντος, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, ακριβέστερα, αν αντιβαίνει στην οδηγία αυτή το ενδεχόμενο ένα κράτος μέλος να προβλέπει τέτοια απαίτηση στην εθνική νομοθεσία του.

39 Επιβάλλεται να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/48, το άρθρο αυτό ισχύει με την επιφύλαξη τυχόν εθνικών κανόνων σχετικών με το κύρος της συνάψεως συμβάσεων πιστώσεων οι οποίοι είναι σύμφωνοι με το δίκαιο της Ένωσης.

40 Η απαίτηση περί υπογραφής εκ μέρους των συμβαλλομένων μερών εγγράφως καταρτισθείσας συμβάσεως πιστώσεως, την οποία προβλέπει, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως, το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικό δίκαιο ως προϋπόθεση κύρους της συμβάσεως, απορρέει από εθνικό κανόνα περί του κύρους της συνάψεως των συμβάσεων πιστώσεως, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως της οδηγίας 2008/48.

41 Η απαίτηση αυτή, όμως, δεν αντιβαίνει ούτε στην οδηγία 2008/48, η οποία σκοπεί, στον τομέα της καταναλωτικής πίστης, στην πλήρη και υποχρεωτική εναρμόνιση σε ορισμένους βασικούς τομείς, εναρμόνιση που κρίνεται απαραίτητη για να διασφαλισθεί υψηλό και ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για να διευκολυνθεί στον τομέα της καταναλωτικής πίστεως η δημιουργία εσωτερικής αγοράς υπό συνθήκες εύρυθμης λειτουργίας (βλ., σχετικώς, αποφάσεις της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais, C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 42, της 18ης Δεκεμβρίου 2014, CA Consumer Finance, C‑449/13, EU:C:2014:2464, σκέψη 21, και της 21ης Απριλίου 2016, Radlinger και Radlingerová, C‑377/14, EU:C:2016:283, σκέψη 61), ούτε στο δίκαιο της Ένωσης εν γένει.

42 Όσον αφορά, τρίτον, το ζήτημα αν αυτή η απαίτηση περί υπογραφής, την οποία προβλέπει η εθνική ρύθμιση, μπορεί να ισχύει για όλα τα στοιχεία τέτοιων συμβάσεων, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η «σύμβαση πιστώσεως», κατά την έννοια του άρθρου 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2008/48, η οποία έχει καταρτισθεί, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, πρέπει να προσδιορίζει σαφώς και επακριβώς τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

43 Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 35 των προτάσεών της, όλα τα στοιχεία αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται υποχρεωτικώς σε μια τέτοια σύμβαση.

44 Υπό τις συνθήκες αυτές, σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος προβλέπει, βάσει της εθνικής νομοθεσίας του, ότι η απαίτηση περί υπογραφής ισχύει για όλα τα στοιχεία της συμβάσεως αυτής, απαίτηση της οποίας η διακρίβωση απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, η απαίτηση αυτή δεν αντιβαίνει ούτε στην οδηγία 2008/48 ούτε στο δίκαιο της Ένωσης εν γένει.

45 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο και στο δεύτερο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο ιγ΄, της οδηγίας αυτής, έχει την έννοια ότι:

– η σύμβαση πιστώσεως δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να καταρτίζεται σε ενιαίο έγγραφο, πλην όμως άπαντα τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας πρέπει να καταρτίζονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου·

– δεν αντιβαίνει στη διάταξη η εκ μέρους κράτους μέλους πρόβλεψη, κατά την εθνική νομοθεσία του, αφενός, ότι η εγγράφως καταρτιζόμενη σύμβαση πιστώσεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48 πρέπει να υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη και, αφετέρου, ότι η απαίτηση περί υπογραφής ισχύει για όλα τα στοιχεία της συμβάσεως αυτής τα οποία διαλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

46 Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι απαιτείται η σύμβαση πιστώσεως να προσδιορίζει κάθε καταβολή στην οποία πρέπει να προβεί ο καταναλωτής σε συγκεκριμένη ημερομηνία ή αν αρκεί προς τούτο γενική μνεία, στη σύμβαση, βάσει της οποίας να καθίσταται δυνατός ο προσδιορισμός των ημερομηνιών των καταβολών αυτών.

47 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη διάταξη αυτή, η σύμβαση πιστώσεως πρέπει να προσδιορίζει, κατά τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των καταβολών στις οποίες πρέπει να προβεί ο καταναλωτής, καθώς και, ενδεχομένως, τη σειρά με την οποία θα κατανεμηθούν οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα για τα οποία ισχύουν διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια όσον αφορά την εξόφληση.

48 Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 55 των προτάσεών της, σκοπός της εν λόγω διατάξεως είναι να διασφαλισθεί ότι ο καταναλωτής γνωρίζει την ημερομηνία κατά την οποία κάθε καταβολή στην οποία πρέπει να προβεί καθίσταται απαιτητή.

49 Κατά συνέπεια, εφόσον οι όροι της συμβάσεως αυτής καθιστούν δυνατό στον καταναλωτή να προσδιορίζει ευχερώς και μετά βεβαιότητος τις ημερομηνίες των καταβολών αυτών, ο σκοπός αυτός έχει επιτευχθεί.

50 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο τρίτο και στο τέταρτο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι δεν απαιτείται η σύμβαση πιστώσεως να προσδιορίζει κάθε καταβολή στην οποία πρέπει να προβεί ο καταναλωτής μνημονεύοντας συγκεκριμένη ημερομηνία, εφόσον οι όροι της συμβάσεως αυτής καθιστούν δυνατό στον καταναλωτή να προσδιορίζει ευχερώς και μετά βεβαιότητος τις ημερομηνίες των καταβολών.

Επί του πέμπτου και του έκτου ερωτήματος

51 Με το πέμπτο και το έκτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχεία η΄ και θ΄, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι η σύμβαση πιστώσεως η οποία έχει σταθερή διάρκεια και βάσει της οποίας το κεφάλαιο αποπληρώνεται με την καταβολή δόσεων πρέπει να καθορίζει επακριβώς, υπό τη μορφή πίνακα χρεολυσίων, το μέρος κάθε δόσεως το οποίο προορίζεται για την αποπληρωμή του κεφαλαίου και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, αν, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, αντιβαίνει στις διατάξεις αυτές το ενδεχόμενο κράτος μέλος να επιβάλλει τέτοια υποχρέωση βάσει της εθνικής νομοθεσίας του.

52 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, επισημαίνεται ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι η σύμβαση πιστώσεως πρέπει να προσδιορίζει απλώς το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των καταβολών στις οποίες πρέπει να προβεί ο καταναλωτής, καθώς και, ενδεχομένως, τη σειρά με την οποία θα κατανεμηθούν οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα για τα οποία ισχύουν διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια όσον αφορά την εξόφληση.

53 Από το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θ΄, και παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι ο δανειστής υποχρεούται να διαβιβάσει δωρεάν στον καταναλωτή κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων μόνον κατόπιν αιτήματος του δευτέρου το οποίο μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως.

54 Λαμβανομένης υπόψη της σαφούς διατυπώσεως των διατάξεων αυτών, διαπιστώνεται ότι η οδηγία 2008/48 δεν προβλέπει την υποχρέωση να περιλαμβάνεται στη σύμβαση πιστώσεως τέτοια κατάσταση λογαριασμού έχουσα τη μορφή πίνακα χρεολυσίων.

55 Όσον αφορά τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν τέτοια υποχρέωση βάσει της εθνικής νομοθεσίας τους, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, όσον αφορά τις συμβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48, τα κράτη μέλη δεν δύνανται να επιβάλλουν στα συμβαλλόμενα μέρη υποχρεώσεις τις οποίες δεν προβλέπει η οδηγία αυτή εφόσον αυτή περιλαμβάνει εναρμονισμένες διατάξεις σχετικές με το ζήτημα που αφορούν οι υποχρεώσεις αυτές (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, SC‑Volksbank România, C‑602/10, EU:C:2012:443, σκέψεις 63 και 64).

56 Διαπιστώνεται, όμως, ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβαίνει σε τέτοια εναρμόνιση όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνονται υποχρεωτικώς στη σύμβαση πιστώσεως.

57 Βεβαίως, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο κα΄, της οδηγίας αυτής, η σύμβαση πιστώσεως πρέπει να μνημονεύει, κατά τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, ενδεχομένως, τις λοιπές ρήτρες της συμβάσεως και τους λοιπούς συμβατικούς όρους. Ωστόσο, ο σκοπός της διατάξεως αυτής συνίσταται στην επιβολή υποχρεώσεως βάσει της οποίας στη σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου πρέπει να περιλαμβάνεται κάθε ρήτρα και κάθε όρος που συνομολογήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων μερών στο πλαίσιο της σχετικής με την πίστωση συμβατικής σχέσεώς τους.

58 Η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί, πάντως, να ερμηνευθεί ως έχουσα την έννοια ότι επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν, βάσει των εθνικών νομοθεσιών τους, την υποχρέωση να περιλαμβάνονται στη σύμβαση πιστώσεως άλλα στοιχεία πέραν αυτών που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

59 Ως εκ τούτου, στο πέμπτο και το έκτο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχεία η΄ και θ΄, της οδηγίας 2008/48 έχουν την έννοια ότι η σύμβαση πιστώσεως η οποία έχει σταθερή διάρκεια και βάσει της οποίας το κεφάλαιο αποπληρώνεται με την καταβολή δόσεων δεν απαιτείται να καθορίζει επακριβώς, υπό τη μορφή πίνακα χρεολυσίων, το μέρος κάθε δόσεως το οποίο προορίζεται για την αποπληρωμή του κεφαλαίου. Ενδεχόμενη επιβολή τέτοιας υποχρεώσεως, βάσει της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους, αντιβαίνει στις διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας.

Επί του εβδόμου ερωτήματος

60 Με το έβδομο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτό η εκ μέρους κράτους μέλους πρόβλεψη, κατά την εθνική νομοθεσία του, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία σύμβαση πιστώσεως δεν μνημονεύει όλα τα απαιτούμενα, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, στοιχεία, η σύμβαση αυτή θεωρείται άτοκη και μη συνεπαγόμενη έξοδα.

61 Καταρχάς, υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48, τα κράτη μέλη καθορίζουν το καθεστώς των εφαρμοστέων κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεων των θεσπιζόμενων βάσει της οδηγίας αυτής εθνικών διατάξεων και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

62 Ωστόσο, από την αιτιολογική σκέψη 47 της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι, μολονότι η επιλογή του εν λόγω καθεστώτος κυρώσεων καταλείπεται στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών, οι κυρώσεις αυτές, όμως, πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικού χαρακτήρα και αποτρεπτικές (βλ., σχετικώς, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais, C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 43).

63 Το Δικαστήριο έχει, μεταξύ άλλων, αποφανθεί ότι η αυστηρότητα των κυρώσεων πρέπει να συνάδει προς τη σοβαρότητα των παραβάσεων τις οποίες αυτές κολάζουν, ιδίως διασφαλίζοντας όντως ένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα, τηρουμένης παράλληλα της γενικής αρχής της αναλογικότητας (βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais, C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64 Συναφώς, στην απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais (C‑565/12, EU:C:2014:190), το Δικαστήριο εξέτασε την τήρηση των ορίων αυτών που επιβάλλονται στο καθορισθέν εκ μέρους κράτους μέλους καθεστώς κυρώσεων, συγκεκριμένα δε όσον αφορά την κύρωση η οποία έγκειται στην, καταρχήν καθολική, έκπτωση του δανειστή από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων σε περίπτωση παραβάσεως της, προβλεπομένης στο άρθρο 8 της οδηγίας 2008/48, προσυμβατικής υποχρεώσεως του δανειστή περί διακριβώσεως της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή.

65 Λαμβανομένης υπόψη της σπουδαιότητας του σκοπού της προστασίας του καταναλωτή, ο οποίος είναι συμφυής με την υποχρέωση του δανειστή να ελέγχει την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αν η κύρωση για την έκπτωση από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων αποδυναμωνόταν ή, απλούστατα, καθίστατο άνευ περιεχομένου, τούτο θα συνεπαγόταν κατ’ ανάγκην ότι η κύρωση αυτή δεν θα είχε πράγματι αποτρεπτικό χαρακτήρα (βλ., σχετικώς, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais, C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψεις 52 και 53).

66 Όσον αφορά την παράλειψη να μνημονευθούν σε σύμβαση πιστώσεως ορισμένα στοιχεία που αφορούν τους όρους εξοφλήσεως και τα σχετικά με την πίστωση αυτή έξοδα, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της προστασίας των καταναλωτών, ο οποίος επιδιωκόταν με την οδηγία 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη (ΕΕ 1987, L 42, σ. 48), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 1998 (ΕΕ 1998, L 101, σ. 17) (στο εξής: οδηγία 87/102), από τους επαχθείς πιστωτικούς όρους και για να του παρέχεται η δυνατότητα να λάβει πλήρως γνώση των όρων της μελλοντικής εκτελέσεως της συνομολογηθείσας συμβάσεως, κατά τη σύναψή της, το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, απαιτούσε να έχει στη διάθεσή του ο δανειολήπτης όλα τα στοιχεία που μπορούσαν να έχουν επίπτωση στο περιεχόμενο της δεσμεύσεώς του (βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Bucura, C‑348/14, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2015:447, σκέψη 57).

67 Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι η μνεία, στη σύμβαση πιστώσεως, του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου είχε ουσιώδη σημασία στο πλαίσιο της οδηγίας 87/102, ιδίως δε στο μέτρο που παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να εκτιμήσει το περιεχόμενο της δεσμεύσεώς του (βλ., σχετικώς, διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Pohotovosť, C‑76/10, EU:C:2010:685, σκέψεις 70 και 71).

68 Η οδηγία 87/102, όμως, ερμηνεύθηκε ως έχουσα την έννοια ότι παρέχει στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως τις διατάξεις περί μεταφοράς του άρθρου 4 της οδηγίας αυτής στην εσωτερική έννομη τάξη, οι οποίες προβλέπουν ότι η παράλειψη μνείας του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου στο πλαίσιο συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως έχει ως συνέπεια ότι η χορηγηθείσα πίστωση θεωρείται άτοκη και μη συνεπαγόμενη έξοδα (βλ., σχετικώς, διάταξη της 16ης Νοεμβρίου 2010, Pohotovosť, C-76/10, EU:C:2010:685, σκέψη 76).

69 Με γνώμονα την προμνημονευθείσα στις σκέψεις 63 έως 68 της παρούσας αποφάσεως νομολογία, διαπιστώνεται ότι η εκ μέρους του δανειστή παράβαση υποχρεώσεως ουσιώδους σημασίας στο πλαίσιο της οδηγίας 2008/48 δύναται να επισύρει, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, την κύρωση της εκπτώσεως του δανειστή από το δικαίωμα εισπράξεως τόκων και εξόδων.

70 Τέτοια ουσιώδη σημασία έχει η υποχρέωση μνείας, στη σύμβαση πιστώσεως, στοιχείων όπως είναι ιδίως το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 2008/48, ο αριθμός και η περιοδικότητα των καταβολών, κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας αυτής, και, ενδεχομένως, η ύπαρξη συμβολαιογραφικών εξόδων και τυχόν απαιτούμενων εγγυήσεων και ασφαλειών, όπως προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχεία ιδ΄ και ιε΄, της εν λόγω οδηγίας.

71 Καθόσον η παράλειψη μνείας, στη σύμβαση πιστώσεως, των στοιχείων αυτών δύναται να θέσει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της δεσμεύσεώς του, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προβλεπόμενη από την εθνική νομοθεσία κύρωση της εκπτώσεως του δανειστή από το δικαίωμά του εισπράξεως τόκων και εξόδων έχει αναλογικό χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρου 23 της οδηγίας 2008/48 και της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως.

72 Δεν μπορεί, εντούτοις, να γίνει δεκτό ότι έχει αναλογικό χαρακτήρα η εφαρμογή, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία αυτή, τέτοιας κυρώσεως, η οποία έχει σοβαρές συνέπειες για τον δανειστή, σε περίπτωση κατά την οποία δεν μνημονεύθηκαν στοιχεία, μεταξύ αυτών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, τα οποία, ως εκ της φύσεώς τους, δεν δύνανται να επηρεάσουν την ικανότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της δεσμεύσεώς του, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η ονομασία και η διεύθυνση της αρμόδιας εποπτικής αρχής, η οποία διαλαμβάνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο κβ΄, της οδηγίας αυτής.

73 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο έβδομο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει στη διάταξη αυτή η εκ μέρους κράτους μέλους πρόβλεψη, κατά την εθνική νομοθεσία του, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία σύμβαση πιστώσεως δεν μνημονεύει όλα τα απαιτούμενα, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, στοιχεία, η σύμβαση θεωρείται άτοκη και μη συνεπαγόμενη έξοδα, εφόσον πρόκειται για στοιχείο του οποίου η παράλειψη δύναται να θέσει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της δεσμεύσεώς του.

Επί των δικαστικών εξόδων

74 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1) Το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο της 3, στοιχείο ιγ΄, έχει την έννοια ότι:

– η σύμβαση πιστώσεως δεν πρέπει κατ’ ανάγκην να καταρτίζεται σε ενιαίο έγγραφο, πλην όμως άπαντα τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας πρέπει να καταρτίζονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου·

– δεν αντιβαίνει στη διάταξη αυτή η εκ μέρους κράτους μέλους πρόβλεψη, κατά την εθνική νομοθεσία του, αφενός, ότι η εγγράφως καταρτιζόμενη σύμβαση πιστώσεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48 πρέπει να υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη και, αφετέρου, ότι η απαίτηση περί υπογραφής ισχύει για όλα τα στοιχεία της συμβάσεως αυτής τα οποία διαλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

2) Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι δεν απαιτείται η σύμβαση πιστώσεως να προσδιορίζει κάθε καταβολή στην οποία πρέπει να προβεί ο καταναλωτής μνημονεύοντας συγκεκριμένη ημερομηνία, εφόσον οι όροι της συμβάσεως αυτής καθιστούν δυνατό στον καταναλωτή να προσδιορίζει ευχερώς και μετά βεβαιότητος τις ημερομηνίες των καταβολών.

3) Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχεία η΄ και θ΄, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι η σύμβαση πιστώσεως η οποία έχει σταθερή διάρκεια και βάσει της οποίας το κεφάλαιο αποπληρώνεται με την καταβολή δόσεων δεν απαιτείται να καθορίζει επακριβώς, υπό την μορφή πίνακα χρεολυσίων, το μέρος κάθε δόσεως το οποίο προορίζεται για την αποπληρωμή του κεφαλαίου. Ενδεχόμενη επιβολή τέτοιας υποχρεώσεως, βάσει της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους, αντιβαίνει στις διατάξεις αυτές, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας.

4) Το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει στη διάταξη αυτή η εκ μέρους κράτους μέλους πρόβλεψη, κατά την εθνική νομοθεσία του, ότι, σε περίπτωση κατά την οποία σύμβαση πιστώσεως δεν μνημονεύει όλα τα απαιτούμενα, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, στοιχεία, η σύμβαση θεωρείται άτοκη και μη συνεπαγόμενη έξοδα, εφόσον πρόκειται για στοιχείο του οποίου η παράλειψη δύναται να θέσει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της δεσμεύσεώς του.

(υπογραφές)







ECLI:EU:C:2016:431

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ

ELEANOR SHARPSTON

της 9ης Ιουνίου 2016(1)

Υπόθεση C‑42/15

Home Credit Slovakia a.s.

κατά

Klára Bíróová

[αίτηση του Okresný súd Dunajská Streda (πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Dunajská Streda, Σλοβακία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προστασία των καταναλωτών — Συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως — Οδηγία 2008/48/ΕΚ— Έννοια της φράσεως “καταρτίζονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου” — Εθνική απαίτηση “έγγραφου τύπου” και υπογραφής εγγράφου — Κύρος της συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως — Υποχρεωτικές πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ — Σύμβαση πιστώσεως μη περιέχουσα τις υποχρεωτικές πληροφορίες και παραπέμπουσα σε χωριστό έγγραφο — Εθνικές κυρώσεις λόγω μη παροχής των υποχρεωτικών πληροφοριών — Αναλογικότητα»

1. Στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε στο Δικαστήριο, το Okresný súd Dunajská Streda (πρωτοβάθμιο δικαστήριο της Dunajská Streda, Σλοβακία) ζητεί καθοδήγηση σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2008/48/ΕΚ (2), η οποία διέπει τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως. Το αιτούν δικαστήριο θέτει σειρά αλληλένδετων ερωτημάτων που αφορούν το εύρος της εναρμονίσεως βάσει της εν λόγω οδηγίας και τον βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη εμποδίζονται, ιδίως, να εισάγουν ή να διατηρούν διατάξεις σχετικά με τις διατυπώσεις της συνάψεως συμβάσεων πιστώσεως. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί: i) αν η απαίτηση για κατάρτιση της συμβάσεως πιστώσεως «εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου» συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης· ii) αν η υποχρέωση αυτή έχει την έννοια ότι τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να υπογράφουν επίσης τη σχετική σύμβαση και αν οι υποχρεωτικές πληροφορίες που πρέπει να παρέχει ο δανειοδότης στον δανειολήπτη πρέπει να περιλαμβάνονται στο ίδιο έγγραφο με τη σύμβαση πιστώσεως· iii) αν ο δανειοδότης πρέπει να καθορίζει τις ακριβείς ημερομηνίες λήξεως κάθε δόσεως βάσει της συμβάσεως και να παρέχει πίνακα που να εμφανίζει τις μειώσεις του κεφαλαίου σε συνάρτηση με τις καταβολές που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια του δανείου· και iv) αν ορισμένες κυρώσεις που επιβάλλονται από το εθνικό δίκαιο σε περίπτωση που ο δανειοδότης δεν παράσχει τις υποχρεωτικές πληροφορίες είναι αναλογικές.

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Οδηγία 2008/48

2. Οι δύο πρωταρχικοί σκοποί της οδηγίας 2008/48 είναι η παροχή υψηλού και ισοδύναμου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών, για να διασφαλιστούν η καταναλωτική εμπιστοσύνη και η δημιουργία γνήσιας εσωτερικής αγοράς. Για την επίτευξη των σκοπών αυτών, έχει θεσπιστεί ένα πλήρες εναρμονισμένο ενωσιακό πλαίσιο σε ορισμένους βασικούς τομείς (3). Πριν από τη σύναψη της συμβάσεως πιστώσεως, θα πρέπει να παρέχεται στον καταναλωτή επαρκές ενημερωτικό υλικό, το οποίο ο καταναλωτής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να μελετά, για να μπορεί να λάβει την απόφασή του με πλήρη γνώση των πραγμάτων (4). Τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν σύμφωνες με το δίκαιο της Ένωσης εθνικές διατάξεις σχετικά με το δίκαιο των συμβάσεων που διέπει το κύρος των συμβάσεων πιστώσεως (5). Για να είναι σε θέση ο καταναλωτής να γνωρίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, η σύμβαση πιστώσεως θα πρέπει να περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο (6). Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν κανόνες για τις κυρώσεις που θα εφαρμόζονται στις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της οδηγίας και να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές (7).

3. Το άρθρο 1 ορίζει ότι η οδηγία 2008/48 έχει ως σκοπό την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις πιστώσεως με τους καταναλωτές.

4. Δυνάμει του άρθρου 2, η οδηγία 2008/48 έχει εφαρμογή στις συμβάσεις πιστώσεως, εκτός αν αυτές εξαιρούνται ρητώς από το πεδίο εφαρμογής της.

5. Το άρθρο 3 περιλαμβάνει τους ακόλουθους ορισμούς που ασκούν επιρροή:

«α) “καταναλωτής”: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα οδηγία, επιδιώκει σκοπούς που είναι άσχετοι με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του·

β) “πιστωτικός φορέας”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει πίστωση στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας·

γ) “σύμβαση πίστωσης”: σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή πίστωση υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης, με εξαίρεση τις συμβάσεις που συνάπτονται για τη συνεχή παροχή υπηρεσιών ή για την προμήθεια αγαθών του ίδιου είδους, σύμφωνα με τις οποίες ο καταναλωτής καταβάλλει με δόσεις το τίμημα για τις εν λόγω υπηρεσίες ή αγαθά κατά τη διάρκεια της παροχής τους·

[…]

ιγ) “σταθερό μέσο”: κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναφορά επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·

[…]»

6. Το κεφάλαιο II περιέχει πληροφορίες και πρακτικές που προηγούνται της συνάψεως της συμβάσεως πιστώσεως. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, που περιλαμβάνεται στο εν λόγω κεφάλαιο, ορίζει ότι οι πληροφορίες πριν από τη σύναψη της συμβάσεως πρέπει να παρέχονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου (8).

7. Η υποχρέωση παροχής πληροφοριών εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου επαναλαμβάνεται σε διάφορες άλλες διατάξεις της οδηγίας 2008/48 (9).

8. Το άρθρο 10, παράγραφος 1, ορίζει:

«Οι συμβάσεις πίστωσης καταρτίζονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου.

Όλα τα συμβαλλόμενα μέρη λαμβάνουν από ένα αντίτυπο της σύμβασης πίστωσης. Το παρόν άρθρο ισχύει υπό την επιφύλαξη τυχόν εθνικών κανόνων όσον αφορά το κύρος της σύναψης συμβάσεων πίστωσης, οι οποίοι είναι σύμφωνοι προς το κοινοτικό δίκαιο.»

9. Το άρθρο 10, παράγραφος 2, απαριθμεί 22 πληροφοριακά στοιχεία που πρέπει να προσδιορίζονται στη σύμβαση πιστώσεως με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο (στο εξής: υποχρεωτικές πληροφορίες). Η απαρίθμηση αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:

«η) το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον καταναλωτή και, κατά περίπτωση, τη σειρά με την οποία θα κατανεμηθούν οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς της εξόφλησης·

θ) σε περίπτωση εξόφλησης του κεφαλαίου σύμβασης πίστωσης που έχει σταθερή διάρκεια, το δικαίωμα του καταναλωτή να παραλαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως και δωρεάν, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων·

Ο πίνακας χρεολυσίων περιλαμβάνει τις απαιτούμενες καταβολές καθώς και τις περιόδους και τους όρους βάσει των οποίων πρέπει να καταβάλλονται τα ποσά αυτά· ο πίνακας περιλαμβάνει ανάλυση κάθε περιοδικής εξόφλησης, ούτως ώστε να εμφαίνονται: το αποσβεσθέν κεφάλαιο, ο τόκος που υπολογίζεται βάσει του χρεωστικού επιτοκίου και, κατά περίπτωση, οι συμπληρωματικές επιβαρύνσεις· αν το επιτόκιο δεν είναι σταθερό ή αν οι συμπληρωματικές επιβαρύνσεις βάσει της σύμβασης πίστωσης είναι μεταβλητές, στον πίνακα χρεολυσίων επισημαίνεται με σαφή και ευσύνοπτο τρόπο ότι τα δεδομένα του πίνακα αυτού ισχύουν μόνον έως ότου επέλθει η επόμενη μεταβολή του επιτοκίου ή των συμπληρωματικών επιβαρύνσεων κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση πίστωσης·

[…]»

10. Το άρθρο 10, παράγραφος 3, ορίζει ότι, «[ό]ταν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 στοιχείο θʹ, ο πιστωτικός φορέας διαθέτει στον καταναλωτή, δωρεάν και οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων».

11. Το άρθρο 22 ορίζει ότι, εφόσον η οδηγία περιέχει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην οδηγία.

12. Κατά το άρθρο 23, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίζουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις οι οποίες θα εφαρμόζονται σε περίπτωση παραβάσεων των εθνικών διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει της οδηγίας.

Οδηγία 97/7/ΕΚ

13. Η οδηγία 97/7(10) περιλαμβάνει διάταξη με σκοπό την προστασία των καταναλωτών που συνάπτουν εξ αποστάσεως συμβάσεις. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, ο καταναλωτής πρέπει να διαθέτει ορισμένες πληροφορίες πριν από τη σύναψη οποιασδήποτε συμβάσεως εξ αποστάσεως (11). Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας επιγράφεται «Έγγραφη επιβεβαίωση των πληροφοριών». Η παράγραφός του 1 έχει ως εξής:

«Σε εύθετο χρόνο, κατά την εκτέλεση της συμβάσεως, και το αργότερο κατά τη στιγμή της παράδοσης όσον αφορά τα αγαθά τα οποία δεν πρόκειται να παραδοθούν σε τρίτους, ο καταναλωτής λαμβάνει επιβεβαίωση, με έγγραφα ή άλλο μόνιμο υπόθεμα ευρισκόμενο στη διάθεσή του και στο οποίο έχει πρόσβαση των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως στʹ, εκτός αν οι πληροφορίες αυτές έχουν ήδη δοθεί στον καταναλωτή πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, με έγγραφο ή άλλο μόνιμο υπόθεμα ευρισκόμενο στη διάθεσή του και στο οποίο έχει πρόσβαση. […]» (12).

Εθνικό δίκαιο

14. Κατά τον σλοβακικό Αστικό Κώδικα (13), δικαιοπραξία που περιβάλλεται έγγραφο τύπο είναι έγκυρη μόνο αν φέρει την υπογραφή των προσώπων που δεσμεύονται από αυτήν (14). Η δικαιοπραξία είναι άκυρη αν δεν περιβάλλεται τον τύπο που προβλέπεται εκ του νόμου (ή από τη συμφωνία των συμβαλλομένων).

15. Κατά τον σλοβακικό Εμπορικό Κώδικα (15), οι γενικοί συμβατικοί όροι φορέων δύναται να ενσωματώνονται σε σύμβαση πιστώσεως ως μέρος του περιεχομένου της συμβάσεως αυτής μέσω παραπομπών.

16. Η σύμβαση καταναλωτικής πίστεως πρέπει να περιβάλλεται έγγραφο τύπο και κάθε συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να λαμβάνει τουλάχιστον ένα αντίτυπο σε χαρτί ή σε άλλο σταθερό μέσο (16). Η σύμβαση καταναλωτικής πίστεως πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, το ποσό, τον αριθμό και τις ημερομηνίες λήξεως των δόσεων για την αποπληρωμή του κεφαλαίου, των τόκων και των λοιπών επιβαρύνσεων και, εν ανάγκη, τη σειρά με την οποία οι δόσεις θα επιμεριστούν στα διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς αποπληρωμής (17). Οι καταναλωτές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων (σε περίπτωση αποσβέσεως κεφαλαίου) (18), οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της συμβάσεως πιστώσεως (19).

17. Αν η σύμβαση καταναλωτικής πίστεως δεν περιβάλλεται έγγραφο τύπο και δεν περιέχει τις πληροφορίες που απαιτούνται από τον νόμο περί καταναλωτικής πίστεως, η χορηγηθείσα καταναλωτική πίστωση θεωρείται ότι δεν περιλαμβάνει τόκους και έξοδα (20).

Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

18. Στις 29 Ιουνίου 2011 η Home Credit Slovakia a.s, ενάγουσα της κύριας δίκης (στο εξής: δανειοδότρια), και η Klára Bíróová, εναγόμενη (στο εξής: δανειολήπτρια), σύναψαν σύμβαση καταναλωτικής πίστεως, χρησιμοποιώντας προεκτυπωμένο υπόδειγμα, το οποίο έπρεπε να συμπληρωθεί ιδιοχείρως. Υπέρ της δανειολήπτριας εγκρίθηκε πίστωση 700 ευρώ. Η δανειολήπτρια συμφώνησε για αποπληρωμή του συνολικού ποσού των 1 087,57 ευρώ σε μηνιαίες δόσεις των 32,50 ευρώ η κάθε μία. Η αποπληρωμή του δανείου προβλεπόταν να γίνει σε χρονικό διάστημα 36 μηνών από τη χορήγηση της πιστώσεως.

19. Η δανειολήπτρια υπέγραψε τη σύμβαση πιστώσεως, βεβαιώνοντας ότι είχε λάβει τους πιστωτικούς όρους και ότι συμφώνησε και εξέφρασε τη βούλησή της να δεσμευθεί από αυτούς. Στη σύμβαση πιστώσεως επισυνάφθηκαν οι «Όροι συμβάσεων πιστώσεως της εταιρίας Home Credit Slovakia, a.s. — πίστωση σε μετρητά» (στο εξής: γενικοί συμβατικοί όροι), οι οποίοι έφεραν τον κωδικό ISH111 στην πάνω γωνία κάθε σελίδας. Η δανειολήπτρια, υπογράφοντας τη σύμβαση, βεβαίωσε ότι έλαβε το δάνειο και συμφωνεί για τους γενικούς συμβατικούς όρους, ότι κατανοεί όλες τις διατάξεις των όρων αυτών και ότι δέχεται να δεσμεύεται από αυτούς. Το κείμενο των γενικών συμβατικών όρων δεν έχει υπογραφεί ούτε από τη δανειοδότρια ούτε από την δανειολήπτρια. Στους εν λόγω πιστωτικούς όρους ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η δανειολήπτρια υποχρεούται να αποπληρώσει δεόντως και εγκαίρως τη χορηγηθείσα πίστωση, με περιοδικές πληρωμές βάσει μηνιαίων δόσεων, ο αριθμός, το ύψος και η ημερομηνία λήξεως των οποίων καθορίζονται στη σύμβαση. Η δανειολήπτρια δικαιούται να ζητήσει, χωρίς χρέωση, οποτεδήποτε καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων, στην οποία αναγράφονται οι δόσεις που πρέπει να καταβληθούν, οι όροι και οι προϋποθέσεις αποπληρωμής τους, περιλαμβανομένου του επιμερισμού του ποσού κάθε δόσεως, με μνεία της αποσβέσεως του κεφαλαίου, των τόκων και (ενδεχομένως) των πρόσθετων εξόδων.

20. Οι πιστωτικοί όροι δεν περιλαμβάνουν λεπτομερέστερους κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό των τόκων επί του κεφαλαίου, ούτε διατάξεις που ορίζουν το τμήμα της μηνιαίας δόσεως (32,50 ευρώ) που χρησιμοποιείται για την αποπληρωμή των τόκων και των εξόδων και το τμήμα που χρησιμοποιείται για την απόσβεση του κεφαλαίου.

21. Η δανειολήπτρια κατέβαλε συνολικά δύο δόσεις βάσει της συμβάσεως. Στις 26 Απριλίου 2012 η δανειοδότρια κήρυξε καταβλητέο το σύνολο της πιστώσεως και ζήτησε την αποπληρωμή i) του οφειλόμενου κεφαλαίου, ii) των τόκων, iii) των τόκων υπερημερίας και iv) των ποινικών ρητρών καθυστερήσεως που προβλέπονται στη σύμβαση. Η δανειολήπτρια δεν προέβη σε καμία πληρωμή. Ως εκ τούτου, η δανειοδότρια άσκησε αγωγή αξιώνοντας το ποσό 1 155,52 ευρώ πλέον τόκων υπερημερίας, υπολογιζόμενων με ημερήσιο επιτόκιο 0,024 % επί του ποσού των 778,34 ευρώ, από τις 11 Φεβρουαρίου 2014 μέχρι την πλήρη εξόφληση.

22. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το εθνικό δίκαιο απαιτεί οι συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως να καταρτίζονται εγγράφως και να περιέχουν, μεταξύ άλλων, ορισμένες πληροφορίες σχετικά με το ποσό, τον αριθμό και τις ημερομηνίες λήξεως των δόσεων για την αποπληρωμή του κεφαλαίου, των τόκων και των λοιπών επιβαρύνσεων και, εν ανάγκη, πληροφορίες σχετικά με την εξόφληση (21). Σύμβαση πιστώσεως μη υπογραφείσα από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν συνάδει τους εθνικούς κανόνες και συνεπώς είναι άκυρη (22). Στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι πληροφορίες αυτές (που αποτελούν μέρος των υποχρεωτικών πληροφοριών) περιέχονται στους μη υπογεγραμμένους γενικούς συμβατικούς όρους. Επομένως, τίθεται το ζήτημα αν η σύμβαση καταναλωτικής πίστεως που καταρτίστηκε στις 29 Ιουνίου 2011 είναι έγκυρη. Με τα δεδομένα αυτά, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως επί επτά ερωτημάτων τα οποία, διατυπωμένα σε περίληψη, γίνονται ίσως πιο εύκολα κατανοητά:

Ερωτήματα 1 και 2

– Ποια είναι η έννοια της εκφράσεως «εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου» που περιέχεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο ιγʹ, της οδηγίας 2008/48; — Καλύπτει η έννοια αυτή μόνο το έντυπο έγγραφο που υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη για τη σύμβαση πιστώσεως; — Πρέπει το έγγραφο αυτό να περιέχει τις υποχρεωτικές πληροφορίες που ορίζει το άρθρο 10, παράγραφος 2; — Συνάδει προς τις απαιτήσεις του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 η περίπτωση κατά την οποία οι υποχρεωτικές πληροφορίες περιλαμβάνονται σε χωριστό έγγραφο, όπως αυτό που περιέχει τους γενικούς συμβατικούς όρους, το οποίο δεν είναι υπογεγραμμένο από τα συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως πιστώσεως, και η σύμβαση πιστώσεως παραπέμπει στο έγγραφο αυτό;

– Σε ποια έκταση εναρμονίζει η οδηγία 2008/48 πλήρως τους κανόνες που αφορούν τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχει η σύμβαση πιστώσεως για τους σκοπούς του άρθρου 10, παράγραφος 1 και 2, ώστε οι εν λόγω διατάξεις να αντιτίθενται σε εθνικούς κανόνες που i) απαιτούν οι υποχρεωτικές πληροφορίες να περιέχονται σε ενιαίο έγγραφο υπογεγραμμένο από τα συμβαλλόμενα μέρη ή ii) έχουν την έννοια ότι δεν αναγνωρίζουν πλήρη έννομα αποτελέσματα στη σύμβαση πιστώσεως επειδή μέρος των υποχρεωτικών πληροφοριών περιλαμβάνεται σε χωριστό έγγραφο, όπως αυτό που περιέχει τους γενικούς συμβατικούς όρους;

Ερωτήματα 3 και 4

– Έχει η έκφραση «περιοδικότητα των καταβολών» που περιέχεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2008/48 την έννοια ότι ο δανειοδότης υποχρεούται να προσδιορίζει στη σύμβαση πιστώσεως την ακριβή ημερομηνία λήξεως των επιμέρους δόσεων ή αρκεί να αναφέρει την ημερομηνία λήξεως των επιμέρους δόσεων με παραπομπή σε αντικειμενικώς προσδιορίσιμα στοιχεία; — Αν ισχύει η δεύτερη περίπτωση, μπορούν οι πληροφορίες αυτές να περιέχονται σε χωριστό έγγραφο, στο οποίο παραπέμπει η σύμβαση πιστώσεως, όπως το έγγραφο που περιέχει τους γενικούς συμβατικούς όρους, το οποίο δεν υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη;

Ερωτήματα 5 και 6

– Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, σε συνδυασμό με το στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2008/48, την έννοια ότι η σύμβαση πιστώσεως ορισμένης διάρκειας, κατά την οποία η αποπληρωμή του κεφαλαίου γίνεται με την καταβολή δόσεων, δεν πρέπει οπωσδήποτε να περιέχει πίνακα χρεολυσίων, αλλά οι πληροφορίες αυτές μπορούν να παρέχονται από τον δανειοδότη στον δανειολήπτη μετά από αίτησή του; Ή απαιτείται ο δανειοδότης να παρέχει πίνακα χρεολυσίων στη σύμβαση πιστώσεως από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμβάσεως αυτής και έχει ο δανειολήπτης επιπλέον το δικαίωμα να ζητεί πίνακα χρεολυσίων κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως πιστώσεως που να αναφέρει το χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων από την ημερομηνία του εν λόγω αιτήματος; Είναι οι κατά το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, απαιτήσεις πληροφορήσεως πλήρως εναρμονισμένες με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, οπότε τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απαιτούν η σύμβαση πιστώσεως να περιέχει πίνακα χρεολυσίων;

Ερώτημα 7

– Αν ο δανειοδότης δεν παράσχει το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών που απαιτούνται από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, είναι η κύρωση που επιβάλλεται από το εθνικό δίκαιο, σύμφωνα με την οποία η σύμβαση πιστώσεως θεωρείται ότι δεν περιλαμβάνει τόκους και έξοδα (υπό την έννοια ότι ο δανειολήπτης οφείλει να αποπληρώσει μόνο το ποσό του κεφαλαίου), ανάλογη για τους σκοπούς των άρθρων 1 και 23 της εν λόγω οδηγίας;

23. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Γερμανική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Φεβρουαρίου 2016, η Σλοβακική Δημοκρατία και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τα επιχειρήματά τους.

Νομική εκτίμηση

Επί του πρώτου και του δεύτερου ερωτήματος — Βαθμός εναρμονίσεως των διατυπώσεων που αφορούν τη σύναψη συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως

24. Η νομοτεχνική επιλογή της παροχής πληροφοριών στους καταναλωτές βασίζεται στην αρχή ότι ένας καλά ενημερωμένος καταναλωτής είναι σε θέση να επιλέξει την πλέον συμφέρουσα προσφορά πιστώσεως και, επιπλέον, σκοπό έχει να διασφαλίσει ότι ο καταναλωτής γνωρίζει τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σύμβαση καταναλωτικής πίστεως. Για την επίτευξη των σκοπών αυτών, οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν πρέπει να είναι εφήμερες, αλλά να μένουν σε μόνιμη βάση διαθέσιμες για τον καταναλωτή.

25. Στο πλαίσιο αυτό, κατά το άρθρο 3, στοιχείο ιγʹ, της οδηγίας 2008/48, ως «σταθερό μέσο» νοείται «κάθε μέσο που επιτρέπει στον καταναλωτή να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν, κατά τρόπο προσπελάσιμο για μελλοντική αναδρομή επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες, και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών». Δεν περιλαμβάνεται όμως ορισμός του όρου «εγγράφως». Συνεπώς, για την ερμηνεία του όρου αυτού, επιβάλλεται η προσφυγή στο σύνηθες νόημά του στην καθημερινή γλώσσα, λαμβανομένων υπόψη του νομοθετικού πλαισίου και των σκοπών της οδηγίας 2008/48 (23).

26. Στο πλαίσιο του άρθρου 10, παράγραφος 1, ο όρος «εγγράφως» αναφέρεται στο μέσο επί του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση πιστώσεως και δίδεται στον καταναλωτή. Από την έκφραση «ή επί άλλου σταθερού μέσου» συνάγεται ότι ο όρος «εγγράφως» θεωρείται ότι αφορά συγκεκριμένη μορφή σταθερού μέσου ή τρόπου με τον οποίο η σύμβαση πιστώσεως γνωστοποιείται στον καταναλωτή για τους σκοπούς της οδηγίας 2008/48. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 10, παράγραφος 1, ορίζει ότι όλα τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να λαμβάνουν από ένα αντίγραφο της συμβάσεως πιστώσεως. Εξ αυτού συνάγεται επίσης ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, αφορά το μέσο επί του οποίου η εν λόγω συμφωνία κατέστη διαθέσιμη στον καταναλωτή.

27. Σύμβαση πιστώσεως που συντάσσεται εγγράφως έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά που ικανοποιούν τις απαιτήσεις του άρθρου 3, στοιχείο ιγʹ, της οδηγίας 2008/48 (ορισμός του «σταθερού μέσου»): παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά σε αυτόν και διασφαλίζει ότι το περιεχόμενο της συμβάσεως πιστώσεως δεν μεταβάλλεται και οι πληροφορίες είναι προσβάσιμες για επαρκές χρονικό διάστημα. Τούτο συμβαδίζει με τον σκοπό επιτεύξεως υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή, ιδίως μέσω της διασφαλίσεως ότι ο καταναλωτής γνωρίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από οποιαδήποτε σύμβαση πιστώσεως.

28. Η ίδια προσέγγιση εκφράζεται και σε άλλες διατάξεις της οδηγίας 2008/48 σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών να λαμβάνουν πληροφορίες που αφορούν τη σύμβαση πιστώσεως (24).

29. Επομένως, η απαίτηση ότι η σύμβαση πιστώσεως πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως συνεπάγεται επίσης ότι η σύμβαση αυτή πρέπει να περιβάλλεται έγγραφο τύπο —τούτο συνάδει με το σύνηθες νόημα της απαιτήσεως του άρθρου 10, παράγραφος 2, για έγγραφη κατάρτιση της συμβάσεως πιστώσεως.

30. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει στην απόφαση περί παραπομπής (και τούτο επιβεβαιώνεται από τη Σλοβακική Κυβέρνηση και την Επιτροπή) ότι στο σλοβακικό κείμενο του άρθρου 10, παράγραφος 1, ο όρος «εγγράφως» αποδίδεται ως «písomne» που μεταφράζεται κατά γράμμα ως «έγγραφος τύπος». Πάντως, η επιλεγείσα διατύπωση αντανακλά την απαίτηση του εθνικού δικαίου για υπογραφή του εγγράφου από τα συμβαλλόμενα μέρη και δεν εξομοιώνεται πλήρως με τον όρο «εγγράφως» που χρησιμοποιείται σε ορισμένες άλλες γλωσσικές αποδόσεις της οδηγίας 2008/48 (25).

31. Κατά πάγια νομολογία, σε περίπτωση αποκλίσεως μεταξύ των διαφόρων γλωσσικών αποδόσεων νομοθετήματος της Ένωσης, η επίμαχη διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται με γνώμονα τον σκοπό και τη γενική οικονομία της ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος (26).

32. Στο πλαίσιο του άρθρου 10, παράγραφος 1, η έκφραση «εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου» αποτελεί έννοια του δικαίου της Ένωσης και, επομένως, πρέπει να έχει την ίδια εννοιολογική σημασία σε όλα τα κράτη μέλη. Από τα ανωτέρω σημεία 24 και 25 συνάγεται ότι οι εν λόγω όροι αναφέρονται στα μέσα με τα οποία δίδεται η σύμβαση πιστώσεως στον καταναλωτή.

33. Προσθέτω ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις εξ αποστάσεως πωλήσεις, ο όρος «έγγραφος τύπος» ερμηνεύθηκε ως συνώνυμο του όρου «εγγράφως» (27). Στην απόφαση Content Services, το Δικαστήριο εξέτασε αν η εμπορική πρακτική που ακολουθεί η οικεία επιχείρηση, σύμφωνα με την οποία καθίσταται δυνατή η πρόσβαση των καταναλωτών στις προσυμβατικές πληροφορίες, που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, μόνο μέσω υπερσυνδέσμου περιλαμβανόμενου σε ιστοσελίδα της οικείας επιχειρήσεως, ικανοποιεί την απαίτηση διασφαλίσεως ότι ο καταναλωτής έλαβε έγγραφη επιβεβαίωση των αναγκαίων πληροφοριών. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος «έγγραφος τύπος» συνιστά εναλλακτική δυνατότητα ενός «άλλου σταθερού μέσου» (28).

34. Επομένως, μολονότι σύμφωνα με τη σλοβακική απόδοση της οδηγίας η απαίτηση του άρθρου 10, παράγραφος 1, ικανοποιείται όταν η σύμβαση πιστώσεως περιβάλλεται «έγγραφο τύπο» και όχι όταν καταρτίζεται «εγγράφως», θεωρώ ότι οι δύο αυτές εκφράσεις ταυτίζονται εννοιολογικά για τους σκοπούς της διατάξεως αυτής.

35. Ο ορισμός της «σύμβασης πίστωσης» προβλέπεται στο άρθρο 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2008/48. Από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 10, παράγραφος 2, συνάγεται ότι οι πληροφορίες που προβλέπει η διάταξη αυτή πρέπει να περιλαμβάνονται σε κάθε σύμβαση πιστώσεως. Μολονότι οι εν λόγω πληροφορίες και η σύμβαση πιστώσεως αυτή καθ’ εαυτήν δεν απαιτείται να ενσωματώνονται σε ενιαίο έγγραφο, ωστόσο κάθε σύμβαση πρέπει να καταρτίζεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου για την τήρηση των απαιτήσεων του άρθρου 10, παράγραφος 1.

36. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την οικονομία της οδηγίας 2008/48. Οι πληροφορίες πριν από τη σύναψη της συμβάσεως που διέπονται από το άρθρο 5 δεν απαιτείται να ενσωματώνονται στο ίδιο έγγραφο με αυτό της προσφοράς (άρθρο 5, παράγραφος 1). Οι εν λόγω πληροφορίες αναγράφονται σε ειδικό έγγραφο, τις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πιστωτικές πληροφορίες (29). Επομένως, δεν αντίκειται στο ρυθμιστικό πλαίσιο της οδηγίας 2008/48 η αναγραφή των υποχρεωτικών πληροφοριών σε έγγραφο χωριστό από αυτό της συμβάσεως πιστώσεως.

37. Από κανένα στοιχείο του άρθρου 10 δεν προκύπτει ότι η σύμβαση πιστώσεως πρέπει να υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη ή ότι πρέπει να ενσωματώνεται σε ενιαίο έγγραφο (30). Από τη διατύπωση ότι το άρθρο 10 ισχύει «υπό την επιφύλαξη τυχόν εθνικών κανόνων όσον αφορά το κύρος της σύναψης συμβάσεων πίστωσης», σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 30, η οποία εκθέτει ότι η οδηγία 2008/48 δεν ρυθμίζει το δίκαιο των συμβάσεων που διέπει το κύρος των συμβάσεων πιστώσεως, συνάγεται ότι η εν λόγω διάταξη δεν ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν τις διατυπώσεις συνάψεως συμβάσεων.

38. Το εύρος του περιθωρίου διακριτικής ευχέρειας που έχουν τα κράτη μέλη για να εισάγουν ή να διατηρούν εθνικούς κανόνες όσον αφορά τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως αποτελεί διαφιλονικούμενο ζήτημα. Ο ακριβής καθορισμός του σημείου εκείνου όπου οι εναρμονισμένοι κανόνες εξαλείφουν αυτή τη διακριτική ευχέρεια είναι δυσχερής, και όμως αυτό ακριβώς είναι το σημείο ως προς το οποίο το αιτούν δικαστήριο ζητεί καθοδήγηση.

39. Όπως προκύπτει από το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών της σκέψεων 9 και 10, η ανωτέρω οδηγία προβλέπει πλήρη εναρμόνιση όσον αφορά τις συμβάσεις πιστώσεως οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικές διατάξεις πέραν των προβλεπομένων από την οδηγία 2008/48, όσον αφορά τα ζητήματα τα οποία είναι όντως εναρμονισμένα (31).

40. Πάντως, από το άρθρο 1 καθίσταται σαφές ότι η οδηγία 2008/48 έχει ως σκοπό την εναρμόνιση μόνο ορισμένων πτυχών των κανόνων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως. Όπου δεν υπάρχει εναρμόνιση, τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικούς κανόνες.

41. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη σύμβαση πιστώσεως εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48. Επομένως, είναι αναγκαίο να διαπιστωθεί το εύρος της εναρμονίσεως σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης.

42. Από τη διατύπωση του άρθρου 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/48, προκύπτει ότι η τελευταία εναρμονίζει το είδος των πληροφοριών που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις πιστώσεως: η σύμβαση πιστώσεως πρέπει να παρέχει στον καταναλωτή πληροφορίες για κάθε ένα από τα 22 στοιχεία που απαριθμούνται στην εν λόγω διάταξη. Επιπλέον, η οδηγία 2008/48 ορίζει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να παρέχονται οι πληροφορίες του άρθρου 10, παράγραφος 2 (εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου), και απαιτεί οι εν λόγω πληροφορίες να προσδιορίζονται «[…] με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο […]».

43. Μολονότι είναι αληθές ότι το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει τυπικές απαιτήσεις σε άλλους τομείς, όπως για τη διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (32), αντίστοιχα ζητήματα τυπικών διατυπώσεων όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48. Επομένως, η οδηγία 2008/48 δεν εναρμονίζει το ζήτημα αν η σύμβαση πιστώσεως πρέπει να φέρει υπογραφή ή αν οι υποχρεωτικές πληροφορίες και οι όροι χορηγήσεως της πιστώσεως πρέπει να περιλαμβάνονται σε ενιαίο έγγραφο.

44. Η ακριβής θέση του σλοβακικού εθνικού δικαίου δεν είναι απολύτως σαφής. Αφενός, ο σλοβακικός Αστικός Κώδικας ορίζει ότι δικαιοπραξία που περιβάλλεται έγγραφο τύπο είναι έγκυρη μόνο αν φέρει την υπογραφή των προσώπων που δεσμεύονται από αυτήν (33). Αφετέρου, ο σλοβακικός Εμπορικός Κώδικας φαίνεται να επιτρέπει οι γενικοί συμβατικοί όροι φορέων να ενσωματώνονται σε σύμβαση πιστώσεως ως μέρος του περιεχομένου της συμβάσεως αυτής μέσω παραπομπών (34). Ο νόμος περί καταναλωτικής πίστεως προβλέπει το υποχρεωτικό περιεχόμενο της συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως (35). Το Δικαστήριο όμως δεν γνωρίζει τον ακριβή τρόπο αλληλεπιδράσεως των εν λόγω διαφορετικών διατάξεων του εθνικού δικαίου.

45. Από τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στην απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η σύμβαση πιστώσεως αυτή καθ’ εαυτήν (η οποία φέρει την υπογραφή της δανειολήπτριας) περιλάμβανε ορισμένα στοιχεία από τις υποχρεωτικές πληροφορίες που ορίζει το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48. Οι γενικοί συμβατικοί όροι της δανειοδότριας, οι οποίοι φαίνεται να περιλαμβάνουν ορισμένα (ενδεχομένως, όχι όλα) από τα λοιπά στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών, δεν φέρουν τις υπογραφές της δανειολήπτριας και της δανειοδότριας. Δεν είναι σαφές αν —και σε καταφατική περίπτωση, σε ποιον βαθμό— η υπογεγραμμένη σύμβαση πιστώσεως επέστησε την προσοχή της δανειολήπτριας στο ακριβές σημείο των γενικών συμβατικών όρων όπου θα μπορούσε να αναζητήσει τα στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών που δεν περιλαμβάνονταν στην υπογεγραμμένη σύμβαση πιστώσεως.

46. Προκειμένου να συνδράμω το Δικαστήριο στην καθοδήγηση του εθνικού δικαστηρίου, προσεγγίζω το ζήτημα ως ακολούθως.

47. Πρώτον, αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/48 εθνικός κανόνας που απαιτεί όλες οι υποχρεωτικές πληροφορίες να παρέχονται εγγράφως με ενιαίο, υπογεγραμμένο έγγραφο;

48. Είμαι της γνώμης ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική. Οι υποχρεωτικές πληροφορίες θα προσδιορίζονται εγγράφως και θα παρέχονται όλες στον καταναλωτή, ικανοποιώντας έτσι τις προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφος 1 και 2. Η προσοχή του καταναλωτή θα κατευθύνεται αμέσως σε όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για να προβεί σε τεκμηριωμένη επιλογή, επειδή οι πληροφορίες αυτές θα περιέχονται σε ενιαίο έγγραφο. Συνεπώς, μια τέτοια απαίτηση στο εθνικό δίκαιο θα προωθούσε τον σκοπό της οδηγίας για διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και θεωρώ ότι δεν θα αποτελούσε εμπόδιο για την επίτευξη των λοιπών σκοπών της οδηγίας, δηλαδή την προώθηση της ενιαίας αγοράς (36). Η οδηγία 2008/48 δεν απαιτεί οι υποχρεωτικές πληροφορίες να περιλαμβάνονται σε ενιαίο, υπογεγραμμένο έγγραφο, αλλά και δεν απαγορεύει μια τέτοια ρύθμιση.

49. Τούτο δεν συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη είναι απολύτως ελεύθερα να επιβάλλουν πρόσθετες διατυπώσεις για τη σύναψη συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως. Ως παράδειγμα αναφέρω το εξής: κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο έθεσε την ερώτηση αν θα ήταν αποδεκτή η απαίτηση για υπογραφή κάθε συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως και από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη ενώπιον συμβολαιογράφου. Μια τέτοια ρύθμιση όντως δύναται να ενισχύσει την προστασία των καταναλωτών. Ωστόσο, θα μετέβαλλε σημαντικά την ισορροπία που έχει επιτύχει η οδηγία για την επίτευξη του διττού σκοπού της που αφορά, αφενός, την υψηλού επιπέδου προστασία των καταναλωτών και, αφετέρου, την προώθηση της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς, σε βάρος προφανώς του δεύτερου σκοπού. Θα υποχρέωνε και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη (αν και πιθανότατα οι δανειοδότες θα υφίσταντο πρωτίστως τη μεγαλύτερη επιβάρυνση) να τηρούν νομικές διατυπώσεις που θα προκαλούσαν σημαντικά υψηλότερες δαπάνες και, επίσης, θα μπορούσε να λειτουργήσει σε βάρος δανειοδοτών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος από αυτό της διαμονής του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτόν, θεωρώ ότι η εν λόγω απαίτηση βρίσκεται εκτός του περιθωρίου της διακριτικής ευχέρειας που έχουν τα κράτη μέλη κατά τη διατύπωση των εθνικών απαιτήσεων για την κατάρτιση των συμβάσεων αυτών.

50. Δεύτερον, αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/48 εθνικός κανόνας που επιτρέπει όπως στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών περιέχονται σε έγγραφο σχετικό με τους γενικούς συμβατικούς όρους του δανειοδότη, και όχι στην (υπογεγραμμένη) σύμβαση καταναλωτικής πίστεως αυτή καθ’ εαυτήν;

51. Είμαι της γνώμης ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι και πάλι αρνητική, υπό ορισμένες πρόσθετες προϋποθέσεις. Όπως προελέχθη, οι υποχρεωτικές πληροφορίες θα προσδιορίζονται εγγράφως και θα παρέχονται όλες στον καταναλωτή (καίτοι κατανεμημένες μεταξύ δύο εγγράφων), ικανοποιώντας έτσι τις προϋποθέσεις του άρθρου 10, παράγραφος 1 και 2. Καλά έως εδώ. Ωστόσο, όταν οι πληροφορίες κατανέμονται μεταξύ δύο εγγράφων, υπάρχει εμφανής κίνδυνος στην πράξη να μην δοθεί η δυνατότητα στον καταναλωτή να αξιολογήσει πλήρως, τεκμηριωμένα και εγκαίρως την προτεινόμενη σε αυτόν συμφωνία, όπως προβλέπει η οδηγία 2008/48.

52. Θεωρώ, επομένως, ότι, για να είναι αποδεκτή μια τέτοια ρύθμιση, θα πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες ελάχιστες πρόσθετες προϋποθέσεις, υπό την έννοια ότι αυτές θα πρέπει να προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο: i) τα χωριστά έγγραφα που περιλαμβάνουν ως σύνολο όλες τις υποχρεωτικές πληροφορίες θα πρέπει να παρέχονται στον καταναλωτή ταυτόχρονα και πριν από τη σύναψη της συμβάσεως (ώστε να δίνεται η δυνατότητα στον καταναλωτή να έχει πρόσβαση στην προτεινόμενη ρύθμιση πριν συμφωνήσει να δεσμευθεί από αυτήν), ii) η σύμβαση πιστώσεως, αυτή καθ’ εαυτήν, θα πρέπει να περιλαμβάνει σαφείς και ακριβείς παραπομπές στις ορθές συγκεκριμένες ενότητες των γενικών συμβατικών όρων του δανειοδότη, παρέχοντας έτσι στον καταναλωτή τη δυνατότητα να εντοπίσει επακριβώς κάθε στοιχείο των υποχρεωτικών πληροφοριών που δεν περιλαμβάνεται στη σύμβαση πιστώσεως (37), iii) θα πρέπει να υπάρχει σαφής απόδειξη ότι ο καταναλωτής όντως έλαβε εγκαίρως (και σε κάθε περίπτωση, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως καταναλωτικής πίστεως) το σύνολο των υποχρεωτικών πληροφοριών.

53. Στο εθνικό δικαστήριο, ως αρμόδιο να κρίνει επί της ουσίας και να ερμηνεύσει τον τρόπο λειτουργίας του εθνικού δικαίου, απόκειται να διαπιστώσει αν οι εθνικοί κανόνες συνάδουν με τις παρούσες διευκρινίσεις και αν, επομένως, αντιβαίνουν ή όχι στην οδηγία 2008/48.

54. Συνεπώς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η έκφραση «εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου» που περιέχεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2008/48 καλύπτει τόσο τους συνομολογούμενους από τα συμβαλλόμενα μέρη όρους της συμβάσεως πιστώσεως όσο και τα στοιχεία των πληροφοριών που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, τα οποία αποτελούν μέρος της συμβάσεως πιστώσεως. Το άρθρο 10 δεν επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη την υποχρέωση να υπογράφουν τη σύμβαση πιστώσεως ούτε απαιτεί οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, να παρέχονται με ενιαίο έγγραφο. Εθνικός κανόνας που προβλέπει ότι όλες οι υποχρεωτικές πληροφορίες πρέπει να παρέχονται με ενιαίο, υπογεγραμμένο έγγραφο δεν αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/48. Ομοίως, δεν αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/48 εθνικός κανόνας που επιτρέπει όπως στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών παρέχονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου με τους γενικούς συμβατικούς όρους του δανειοδότη, και όχι με αυτή καθ’ εαυτήν την (υπογεγραμμένη) σύμβαση καταναλωτικής πίστεως, υπό την προϋπόθεση όμως ότι πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις: i) τα χωριστά έγγραφα που περιλαμβάνουν τις υποχρεωτικές πληροφορίες παρέχονται στον καταναλωτή ταυτόχρονα και πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, ii) η σύμβαση πιστώσεως περιλαμβάνει σαφείς και ακριβείς παραπομπές στις υποχρεωτικές πληροφορίες και αναφέρει τα σημεία όπου αυτές εντοπίζονται στους γενικούς συμβατικούς όρους του δανειοδότη και iii) ο δανειοδότης είναι σε θέση να αποδείξει ότι παρέδωσε στον καταναλωτή τις υποχρεωτικές πληροφορίες πριν από τη σύναψη της συμβάσεως. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει αν οι εθνικοί κανόνες συνάδουν με τις ανωτέρω προϋποθέσεις και αν, επομένως, αντιβαίνουν ή όχι στην οδηγία 2008/48.

Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος — υποχρεωτικές πληροφορίες που αφορούν την περιοδικότητα των καταβολών (άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ)

55. Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2008/48 ορίζει ότι το ποσό, ο αριθμός και η περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον καταναλωτή αποτελούν στοιχεία υποχρεωτικών πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στον καταναλωτή. Η εν λόγω διάταξη δεν απαιτεί η σύμβαση πιστώσεως να προσδιορίζει την ακριβή ημερομηνία λήξεως των επιμέρους δόσεων. Υπάρχει κάποια επικάλυψη μεταξύ των πληροφοριών που πρέπει να παρέχονται στους καταναλωτές ως προσυμβατικές πληροφορίες (άρθρο 5) και του χρόνου συνάψεως της συμβάσεως (άρθρο 10) (38). Τούτο συνάδει με τον σκοπό της οδηγίας 2008/48 για προστασία των καταναλωτών. Ο καταναλωτής πρέπει να γνωρίζει τον χρόνο λήξεως των καταβολών της χορηγηθείσας πιστώσεως. Πάντως, ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται όταν ο δανειοδότης χρησιμοποιεί αντικειμενικώς προσδιορίσιμα στοιχεία. Μια προφανής μέθοδος είναι η παραπομπή σε ημερολόγιο και η χρήση μιας διατυπώσεως όπως αυτή την οποία αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, π.χ. «οι μηνιαίες δόσεις είναι πληρωτέες έως την 15η ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα».

56. Από το ιστορικό της νομοθετικής ρυθμίσεως προκύπτει ότι με την οδηγία 90/88/ΕΟΚ (39), με την οποία η εν λόγω ρύθμιση προστέθηκε στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ (40), εισήχθη αρχικά η υποχρέωση αναγραφής του ποσού, του αριθμού και της περιοδικότητας ή των ημερομηνιών των δόσεων. Η ανωτέρω οδηγία ρητώς παρείχε στους πιστωτές τη δυνατότητα να επιλέξουν την αναγραφή είτε του αριθμού και της περιοδικότητας είτε των ημερομηνιών των δόσεων. Κατ’ εμέ, η ισχύουσα διατύπωση δεν εισάγει οποιαδήποτε (νέα) απαίτηση που καθιστά υποχρεωτική την αναγραφή των ημερομηνιών.

57. Συνεπώς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η έκφραση «περιοδικότητα των καταβολών» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2008/48 δεν επιβάλλει στον δανειστή να αναγράφει στη σύμβαση πιστώσεως την ακριβή ημερομηνία λήξεως των επιμέρους δόσεων.

Επί του πέμπτου και του έκτου ερωτήματος — υποχρεωτικές πληροφορίες που αφορούν τον πίνακα χρεολυσίων (άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ)

58. Σε περίπτωση μειώσεως του κεφαλαίου συμβάσεως πιστώσεως που έχει σταθερή διάρκεια, ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να παραλαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως και δωρεάν, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της συμβάσεως πιστώσεως, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων. Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν ο πίνακας αυτός πρέπει να περιλαμβάνεται επίσης στη σύμβαση πιστώσεως που συνάπτεται από τα συμβαλλόμενα μέρη.

59. Κατά την άποψή μου, όχι.

60. Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, εναρμονίζει ορισμένες πτυχές των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών που αφορούν την απαίτηση παροχής πίνακα χρεολυσίων και το περιεχόμενο του πίνακα αυτού. Επομένως, οι κανόνες που προβλέπουν το πότε μπορεί να ζητηθεί πίνακας και τις πληροφορίες που πρέπει να περιέχει αυτός είναι πλήρως εναρμονισμένοι.

61. Από τη διατύπωση του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, συνάγεται ότι ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να ζητήσει πίνακα χρεολυσίων οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της συμβάσεως πιστώσεως. Αν οι δανειοδότες υποχρεούνταν να παρέχουν πίνακα μόνο κατά την υπογραφή της συμβάσεως πιστώσεως, η φράση «[…] το δικαίωμα του καταναλωτή να παραλαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως και δωρεάν, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων» θα καθίστατο περιττή και, επομένως, το δικαίωμα του καταναλωτή θα ήταν σε σημαντικό βαθμό λιγότερο χρήσιμο. Πίνακας χρεολυσίων που παρέχεται κατά τη σύναψη της συμβάσεως πιστώσεως είναι απλώς μια δήλωση προθέσεως σχετικά με αυτό που θα συμβεί. Δεν βοηθεί τον καταναλωτή να κατανοήσει σε ποιο στάδιο βρίσκεται για την αποπληρωμή της πιστώσεως. Για τον σκοπό αυτόν, πρέπει να ζητήσει επικαιροποιημένο πίνακα.

62. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το άρθρο 10, παράγραφος 3, το οποίο σε συνδυασμό με το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, προβλέπει ότι ο δανειοδότης πρέπει να διαθέτει στον δανειολήπτη, κατόπιν αιτήσεως του τελευταίου, επικαιροποιημένο πίνακα χρεολυσίων.

63. Συνεπώς, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πίνακας χρεολυσίων πρέπει να παρέχεται σε περίπτωση μειώσεως του κεφαλαίου συμβάσεως πιστώσεως που έχει σταθερή διάρκεια και εφόσον έχει υποβληθεί σχετική αίτηση του καταναλωτή. Αν δεν συντρέχουν οι ανωτέρω δύο προϋποθέσεις, οι δανειοδότες δεν υποχρεούνται να παρέχουν αυτή την πληροφορία σύμφωνα με την οδηγία 2008/48. Δεν βλέπω να υπονομεύεται ο σκοπός της οδηγίας 2008/48 σε περίπτωση που εθνικός κανόνας επιβάλλει την παροχή πρόσθετου πίνακα επίσης κατά την έναρξη της συμβάσεως πιστώσεως. Επομένως, θεωρώ ότι δεν απαγορεύεται στα κράτη μέλη να εισάγουν κανόνα που να υποχρεώνει τους δανειστές να το πράξουν.

Επί του εβδόμου ερωτήματος — αναλογικότητα της εθνικής κυρώσεως

64. Με το τελευταίο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά στην ουσία αν το άρθρο 11 του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως, το οποίο τιμωρεί την παράλειψη του δανειοδότη να παράσχει τις πληροφορίες του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 (που μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο με τον νόμο περί καταναλωτικής πίστεως), θεωρώντας ότι η χορηγηθείσα πίστωση δεν περιλαμβάνει τόκους και έξοδα(41) (με αποτέλεσμα ο δανειολήπτης να οφείλει μόνο να αποπληρώσει το κεφάλαιο), ικανοποιεί το κατά το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/48 κριτήριο της αναλογικότητας.

65. Το ερώτημα τίθεται πολύ γενικά και αφηρημένα. Τούτο, σε κάποιο βαθμό, είναι αναπόφευκτο. Το εθνικό δικαστήριο δεν έχει ακόμη λάβει την απαραίτητη καθοδήγηση από το Δικαστήριο για να μπορέσει να αποφασίσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 10 της οδηγίας 2008/48, όπως μεταφέρθηκε στο εθνικό δίκαιο, που διέπουν το περιεχόμενο μιας συμβάσεως πιστώσεως. Και αν δεν υπάρχει παράβαση των εθνικών διατάξεων που μεταφέρουν αυτές τις υποχρεωτικές προϋποθέσεις, δεν υπάρχει και αίτημα για εφαρμογή κυρώσεων. Είναι όμως σαφές ότι το ερώτημα δεν είναι υποθετικό ή αλυσιτελές όσον αφορά τη διαφορά που έφθασε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Αν το εθνικό δικαστήριο αποφασίσει ότι υπήρξε παράβαση, θα πρέπει να εφαρμόσει μια «αποτελεσματική, αναλογική και αποτρεπτική» κύρωση.

66. Το άρθρο 23 της οδηγίας ορίζει, αφενός, ότι το σύστημα των εφαρμοστέων κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως των εθνικών διατάξεων που καθορίζουν τις υποχρεωτικές πληροφορίες των συμβάσεων πιστώσεως πρέπει να προβλέπει κυρώσεις που να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές και, αφετέρου, ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίζουν την επιβολή των κυρώσεων αυτών. Εντός των ορίων αυτών, η επιλογή των κυρώσεων εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των κρατών μελών (42). Το Δικαστήριο έχει κρίνει, μεταξύ άλλων, ότι η αυστηρότητα των κυρώσεων πρέπει να συνάδει με τη σοβαρότητα των παραβάσεων τις οποίες αυτές κολάζουν, ιδίως διασφαλίζοντας όντως ένα αποτρεπτικό αποτέλεσμα, τηρουμένης της γενικής αρχής της αναλογικότητας (43).

67. Η κύρωση που αναφέρει το εθνικό δικαστήριο έχει ως έννομο αποτέλεσμα, αφενός, να αφαιρεί από τον δανειοδότη όλο το κέρδος που θα αποκόμιζε από τη συναλλαγή (ή, άλλως, τον υποχρεώνει να παραιτηθεί από το εισόδημα που θα ελάμβανε από το χορηγηθέν δάνειο) και, αφετέρου, να του επιβάλλει να αναλάβει τα έξοδα για την εξυπηρέτηση της πιστώσεως και την είσπραξη του κεφαλαίου από τον δανειολήπτη. Σαφώς είναι εύλογο να θεωρείται ότι μια τέτοια κύρωση θα είναι τόσο αποτελεσματική όσο και αποτρεπτική.

68. Τι ισχύει όμως σχετικά με την αναλογικότητα μιας τέτοιας κυρώσεως;

69. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση (44). Η απόφαση περί παραπομπής αναφέρει (στο κείμενο του έβδομου ερωτήματος) ότι πρόκειται για διάταξη εθνικού δικαίου «κατά την οποία η έλλειψη του μεγαλύτερου μέρους των στοιχείων της συμβάσεως πιστώσεως που απαιτούνται από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας συνεπάγεται ότι η χορηγηθείσα πίστωση θεωρείται ότι δεν περιλαμβάνει τόκους και έξοδα» (η υπογράμμιση δική μου). Εντούτοις, δεν διευκρινίζει την έννοια του «μεγαλύτερου μέρους των στοιχείων» ούτε αν το εθνικό δίκαιο θεωρεί ορισμένα από τα 22 στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας πιο ουσιώδη από άλλα (ώστε η παράλειψή τους να κρίνεται πιο σοβαρή), και δεν προσδιορίζει το ακριβές σημείο (υπό την έννοια της σοβαρότητας της παραβάσεως) που επιφέρει την επιβολή της κυρώσεως.

70. Επομένως, απαντώντας στο έβδομο προδικαστικό ερώτημα, προτείνω όπως το Δικαστήριο καλέσει το εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν τα στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 που παραλείφθηκαν στη σύμβαση καταναλωτικής πιστώσεως είναι τόσο σημαντικά ώστε να υπονομεύεται η ικανότητα του καταναλωτή να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα συνάψεως της πιστώσεως, προκειμένου να αποφανθεί αν η κύρωση που υποχρεώνει τον δανειοδότη να παραιτηθεί από κάθε τόκο και να καταβάλει όλα τα έξοδα σχετικά με τη σύμβαση πιστώσεως είναι αναλογική ή αν μια λιγότερο επαχθής κύρωση είναι πιο κατάλληλη.

Πρόταση

71. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Okresný súd Dunajská Streda (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου της Dunajská Streda, Σλοβακία) ως εξής:

– Η έκφραση «εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου» που περιέχεται στο άρθρο 10 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, αφορά το μέσο επί του οποίου καταρτίζεται η σύμβαση πιστώσεως και δίδεται στον καταναλωτή. Η έκφραση αυτή καλύπτει τόσο τους συνομολογηθέντες από τα συμβαλλόμενα μέρη όρους της συμβάσεως πιστώσεως όσο και τα στοιχεία των πληροφοριών που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, τα οποία αποτελούν μέρος της συμβάσεως πιστώσεως. Το άρθρο 10 δεν επιβάλλει στα συμβαλλόμενα μέρη την υποχρέωση να υπογράφουν τη σύμβαση πιστώσεως ούτε απαιτεί οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, να παρέχονται με ενιαίο έγγραφο. Εθνικός κανόνας που προβλέπει ότι όλες οι υποχρεωτικές πληροφορίες πρέπει να παρέχονται με ενιαίο, υπογεγραμμένο έγγραφο δεν αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/48. Ομοίως, δεν αντιβαίνει προς την οδηγία 2008/48 εθνικός κανόνας που επιτρέπει όπως στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών παρέχονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου στους γενικούς συμβατικούς όρους του δανειοδότη, και όχι στην (υπογεγραμμένη) σύμβαση καταναλωτικής πίστεως αυτή καθ’ εαυτήν. Τούτο όμως τελεί υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται τουλάχιστον οι ακόλουθες προϋποθέσεις: i) τα χωριστά έγγραφα που περιλαμβάνουν τις υποχρεωτικές πληροφορίες παρέχονται στον καταναλωτή ταυτόχρονα και πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, ii) η σύμβαση πιστώσεως περιλαμβάνει σαφείς και ακριβείς παραπομπές στις υποχρεωτικές πληροφορίες και αναφέρει τα σημεία όπου αυτές εντοπίζονται στους γενικούς συμβατικούς όρους του δανειοδότη και iii) ο δανειοδότης είναι σε θέση να αποδείξει ότι παρέδωσε στον καταναλωτή τις υποχρεωτικές πληροφορίες πριν από τη σύναψη της συμβάσεως. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει αν οι εθνικοί κανόνες συνάδουν με τις ανωτέρω προϋποθέσεις και αν, επομένως, αντιβαίνουν ή όχι προς την οδηγία 2008/48.

– Η έκφραση «περιοδικότητα των καταβολών» που περιέχεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας 2008/48 δεν επιβάλλει στον δανειστή να αναγράφει στη σύμβαση πιστώσεως την ακριβή ημερομηνία λήξεως των επιμέρους δόσεων.

– Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θʹ, της οδηγίας 2008/48 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι πίνακας χρεολυσίων πρέπει να παρέχεται σε περίπτωση μειώσεως του κεφαλαίου συμβάσεως πιστώσεως που έχει σταθερή διάρκεια και εφόσον έχει υποβληθεί σχετική αίτηση του καταναλωτή. Ωστόσο, η οδηγία 2008/48 δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να απαιτούν από τους δανειοδότες να παρέχουν πρόσθετο πίνακα χρεολυσίων επίσης κατά την έναρξη ισχύος της συμβάσεως πιστώσεως.

– Στον εθνικό δικαστή απόκειται να εκτιμήσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν τα στοιχεία των υποχρεωτικών πληροφοριών του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 που παραλείφθηκαν στη σύμβαση καταναλωτικής πίστεως είναι τόσο σημαντικά ώστε να υπονομεύεται η ικανότητα του καταναλωτή να αξιολογήσει τη σκοπιμότητα της συνάψεως της πιστώσεως, προκειμένου να αποφανθεί αν η κύρωση που υποχρεώνει τον δανειοδότη να παραιτηθεί από κάθε τόκο και να καταβάλει όλα τα έξοδα σχετικά με τη σύμβαση πιστώσεως είναι αναλογική ή αν μια λιγότερο επαχθής κύρωση είναι πιο κατάλληλη.

1 — Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.

2 — Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66· στο εξής: οδηγία 2008/48).

3 — Αιτιολογικές σκέψεις 7, 8, 9 και 10.

4 — Αιτιολογική σκέψη 19.

5 — Αιτιολογική σκέψη 30.

6 — Αιτιολογική σκέψη 31.

7 — Αιτιολογική σκέψη 47.

8 — Βλ., επίσης, παράρτημα II, το οποίο επιγράφεται «Τυποποιημένες ευρωπαϊκές πιστωτικές πληροφορίες».

9 — Οι διατάξεις αυτές αφορούν αντιστοίχως: συμβάσεις πιστώσεως που έχουν τη μορφή δυνατότητας υπεραναλήψεως (άρθρα 6 και 12)· το χρεωστικό επιτόκιο (άρθρο 11, παράγραφος 1)· συμβάσεις πιστώσεως αόριστης διάρκειας (άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2)· το δικαίωμα υπαναχωρήσεως (άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ)· την υπέρβαση (άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2) και ορισμένες υποχρεώσεις των μεσιτών πιστώσεων έναντι των καταναλωτών (άρθρο 21, στοιχείο βʹ).

10 — Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (ΕΕ 1997, L 144, σ. 19· στο εξής: οδηγία για τις εξ αποστάσεως πωλήσεις). Η οδηγία αυτή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64).

11 — Το άρθρο 4 παραθέτει σειρά πληροφοριών που αφορούν, ειδικότερα, την ταυτότητα του προμηθευτή, τα χαρακτηριστικά του αγαθού ή της υπηρεσίας, την τιμή, τα έξοδα παραδόσεως, τον τρόπο πληρωμής και την ύπαρξη δικαιώματος υπαναχωρήσεως.

12 — Το άρθρο 7 της οδηγίας 2011/83 (που διαδέχθηκε την οδηγία 97/7) ορίζει ότι οι πληροφορίες πρέπει να παρέχονται «[…] σε χαρτί, ή αν συμφωνεί ο καταναλωτής, σε άλλο σταθερό μέσο».

13 — Zákon č. 40/1964 Zb (νόμος 40/1964), όπως τροποποιήθηκε.

14 — Άρθρο 40, παράγραφος 3, του σλοβακικού Αστικού Κώδικα.

15 — Zákon č. 513/1991 Zb (νόμος 513/1991), όπως τροποποιήθηκε. Βλ. άρθρο 273 του Obchodný zákonník (σλοβακικού Εμπορικού Κώδικα).

16 — Zákon č. 129/2010 Z. z. o spotrebiteľských úveroch a o iných úveroch a pôžičkách pre spotrebiteľov a o zmene a doplnení niektorých zákonov (νόμος 129/2010 περί καταναλωτικής πίστεως και λοιπών πιστώσεων και δανείων προς καταναλωτές, ο οποίος τροποποιεί και συμπληρώνει ορισμένους νόμους· στο εξής: νόμος περί καταναλωτικής πίστεως). Βλ. άρθρο 9 του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως.

17 — Άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο k, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως.

18 — Αντιλαμβάνομαι ότι ως «απόσβεση» εν προκειμένω νοείται η μείωση του χρέους μέσω περιοδικών καταβολών για πληρωμή κεφαλαίου και τόκων.

19 — Άρθρο 9, παράγραφος 2, στοιχείο l, του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως.

20 — Άρθρο 11 του νόμου περί καταναλωτικής πίστεως.

21 — Βλ. σημεία 14 και 15 των παρουσών προτάσεων.

22 — Βλ. σημείο 17 των παρουσών προτάσεων.

23 — Βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2012, Content Services (C‑49/11, EU:C:2012:419, σκέψη 32).

24— Βλ. σημείο 7 και υποσημείωση 9 των παρουσών προτάσεων.

25 — Για παράδειγμα, το αγγλικό και το γαλλικό κείμενο. Βλ., περαιτέρω, σημείο 34 των παρουσών προτάσεων.

26 — Απόφαση της 3ης Απριλίου 2008, Endendijk (C‑187/07, EU:C:2008:197, σκέψεις 22 έως 24).

27 — Βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων.

28 — Βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2012, Content Services (C‑49/11, EU:C:2012:419, σκέψεις 39 έως 42). Η Επιτροπή, στην πρόταση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002 [COM(2002) 443 τελικό, ΕΕ 2002, C 331E, σ. 200] που μετεξελίχθηκε στην οδηγία 2008/48, αναφέρει ότι ο ορισμός του «μόνιμου υποθέματος» είναι ο ίδιος με αυτόν που υπάρχει στην οδηγία για τις εξ αποστάσεως πωλήσεις (βλ. σημείο 13 των παρουσών προτάσεων).

29 — Παράρτημα II της οδηγίας 2008/48.

30 — Η μοναδική αναφορά σε υπογραφή που γίνεται στην οδηγία 2008/48 είναι στην αιτιολογική σκέψη 37, σχετικά με την υπογραφή συνδεδεμένων συμβάσεων πιστώσεως από τον καταναλωτή. Πάντως, η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν αφορά μια τέτοια σύμβαση και επομένως η αιτιολογική σκέψη 37 δεν ασκεί επιρροή.

31 — Βλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, SC Volksbank România (C‑602/10, EU:C:2012:443, σκέψη 38). Η επίμαχη σύμβαση πιστώσεως στην υπόθεση εκείνη δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48.

32 — Βλ., για παράδειγμα, άρθρο 7, παράγραφοι 5 και 6, του κανονισμού (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (ΕΕ 2006, L 399, σ. 1). Ο σκοπός του κανονισμού είναι, μεταξύ άλλων, η απλούστευση, η επιτάχυνση και η μείωση των εξόδων της εκδικάσεως διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις.

33 — Βλ. σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.

34 — Βλ. σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.

35 — Βλ. σημείο 16 των παρουσών προτάσεων.

36 — Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 8 και 9 της οδηγίας 2008/48.

37 — Ο δικαστής Denning του House of Lords εξέφρασε κάποτε την άποψη, αναφερόμενος σε έναν ευρέος φάσματος «γενικό όρο» που αποσκοπούσε στην απαλλαγή ευθύνης για αποζημίωση λόγω σωματικής βλάβης, ο οποίος ήταν αναρτημένος σε πίνακα ανακοινώσεων σε χώρο σταθμεύσεως αυτοκινήτων και φερόταν ότι είχε «ενσωματωθεί» σε σύμβαση σταθμεύσεως μέσω κάποιων εκφράσεων με ψιλά γράμματα τυπωμένων στο εισιτήριο που εξέδιδε αυτόματο μηχάνημα, ότι ήταν «τόσο ευρύς και τόσο επιζήμιος για τα δικαιώματα, ώστε κανένα πρόσωπο δεν πρέπει να δεσμεύεται βάσει αυτού με δικαστική απόφαση, εκτός αν εφιστάται η προσοχή του στον όρο αυτόν με τον πιο σαφή τρόπο […] Επαρκής ειδοποίηση δίδεται, όταν ο όρος είναι τυπωμένος με κόκκινο μελάνι και αποτυπώνεται ένα κόκκινο χέρι που δείχνει προς αυτόν, ή κάποιο εξίσου εντυπωσιακό στοιχείο»: Thornton κατά Shoe Lane Parking Ltd (C.A.) [1971] 2 Q.B. 163 στο 170 C-D, κατά τον δικαστή Denning M.R. Η ρήση αυτή ικανοποίησε τις επόμενες γενιές σπουδαστών του αγγλικού δικαίου. Αποτελεί, επίσης, μια εξόχως βάσιμη παρατήρηση όσον αφορά την ανάγκη διασφαλίσεως ότι εφιστάται η προσοχή του αδύναμου συμβαλλόμενου μέρους σε σημαντικούς όρους που θα το δεσμεύουν αν συνάψει τη σύμβαση.

38 — Βλ. COM(2002) 443 τελικό, σ. 16.

39 — Οδηγία του Συμβουλίου, της 22ας Φεβρουαρίου 1990, για την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη (ΕΕ 1990, L 61, σ. 14).

40 — Οδηγία του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη (ΕΕ 1987, L 42, σ. 48).

41 — Η απόφαση περί παραπομπής δεν αναφέρει, και επομένως το Δικαστήριο δεν γνωρίζει, περισσότερα ως προς το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής.

42 — Αιτιολογική σκέψη 47. Βλ., επίσης, απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais (C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 43).

43 — Βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais (C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44 — Βλ. απόφαση της 27ης Μαρτίου 2014, LCL Le Crédit Lyonnais (C‑565/12, EU:C:2014:190, σκέψη 37).


Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Okresný súd Dunajská Streda (Σλοβακία) στις 2 Φεβρουαρίου 2015 – Home Credit Slovakia a.s. κατά Klára Bíróová

(Υπόθεση C-42/15)

Γλώσσα διαδικασίας: η σλοβακική

Αιτούν δικαστήριο

Okresný súd Dunajská Streda

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Ενάγουσα: Home Credit Slovakia a.s.

Εναγόμενη: Klára Bíróová

Προδικαστικά ερωτήματα

Μήπως οι όροι «εγγράφως» και «επί άλλου σταθερού μέσου» που περιλαμβάνονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, (σε συνδυασμό με το άρθρο 3, στοιχείο ιγ΄,) της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστεως και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ (ΕΕ της 22ας Μαΐου 2008, L 133, σ. 66, στο εξής: οδηγία 2008/48/ΕΚ), πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αφορούν:

όχι μόνο το κείμενο ενός εγγράφου («hard copy») που υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη, το οποίο περιέχει τα στοιχεία (πληροφορίες) που απαιτούνται από το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ έως κβ΄, της οδηγίας, αλλά και

οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, στο οποίο παραπέμπει το εν λόγω κείμενο και το οποίο βάσει του εσωτερικού δικαίου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως (π.χ. έγγραφο που περιέχει «γενικούς συμβατικούς όρους», «πιστωτικούς όρους», «κατάλογο εξόδων», «χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων», το οποίο καταρτίζεται από τον πιστωτικό φορέα), ακόμη και αν αυτό καθ’ εαυτό το εν λόγω έγγραφο δεν ικανοποιεί την απαίτηση «έγγραφου τύπου» κατά την έννοια του εθνικού δικαίου (π.χ. επειδή δεν έχει υπογραφεί από τα συμβαλλόμενα μέρη);

Υπό το πρίσμα της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

Μήπως το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο της 1 κατά το οποίο η οδηγία επιδιώκει πλήρη εναρμόνιση στον τομέα τον οποίο διέπει, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση ή σε εθνική πρακτική που απαιτούν όλα τα στοιχεία της συμβάσεως που προβλέπονται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ έως κβ΄, να περιέχονται σε ένα ενιαίο έγγραφο, το οποίο ικανοποιεί την απαίτηση «έγγραφου τύπου» κατά την έννοια του εθνικού δικαίου του συγκεκριμένου κράτους μέλους (δηλαδή, κατ’ αρχήν, σε έγγραφο που υπογράφεται από τα συμβαλλόμενα μέρη) και δεν αναγνωρίζουν πλήρη έννομα αποτελέσματα στη σύμβαση καταναλωτικής πίστεως απλώς και μόνον επειδή μέρος των απαιτούμενων στοιχείων δεν περιλαμβάνεται στο εν λόγω υπογεγραμμένο έγγραφο, ακόμη και αν τα στοιχεία αυτά (ή μέρος τους) περιλαμβάνονται σε χωριστό έγγραφο (π.χ. που περιέχει «γενικούς συμβατικούς όρους», «πιστωτικούς όρους», «κατάλογο εξόδων», «χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων», το οποίο καταρτίζεται από τον πιστωτικό φορέα), όταν: (i) η ίδια η γραπτή σύμβαση παραπέμπει στο έγγραφο αυτό, (ii) πληρούνται οι κατά το εθνικό δίκαιο προϋποθέσεις για την ενσωμάτωση του εγγράφου στη σύμβαση και (iii) η συναφθείσα κατ’ αυτόν τον τρόπο σύμβαση καταναλωτικής πίστεως ικανοποιεί εξ ολοκλήρου την απαίτηση καταρτίσεως της συμφωνίας «επί άλλου σταθερού μέσου» κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας;

Πρέπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι πληροφορίες που απαιτεί η διάταξη αυτή (ακριβέστερα, η «περιοδικότητα των καταβολών») πρέπει να διευκρινίζονται στις ρήτρες της συγκεκριμένης συμβάσεως [κατ’ αρχήν, με αναγραφή της ακριβούς ημερομηνίας (ημέρα, μήνας, έτος) λήξεως των επιμέρους δόσεων] ή είναι αρκετό η σύμβαση να περιλαμβάνει γενική αναφορά σε αντικειμενικώς προσδιορίσιμα στοιχεία, από τα οποία είναι δυνατόν να συναχθούν οι πληροφορίες αυτές (π.χ. με τη ρήτρα «οι μηνιαίες δόσεις είναι πληρωτέες έως την 15η ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα», «η πρώτη δόση είναι πληρωτέα εντός του μήνα υπογραφής της συμβάσεως και κάθε περαιτέρω δόση είναι πάντοτε πληρωτέα εντός ενός μήνα από τη λήξη της προηγούμενης δόσεως» ή με άλλες ανάλογες διατυπώσεις);Αν είναι ορθή η ερμηνεία που εκτίθεται στη δεύτερη περίπτωση του τρίτου ερωτήματος:πρέπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο η΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η πληροφορία που απαιτεί η διάταξη αυτή (ακριβέστερα, η «περιοδικότητα των καταβολών») μπορεί να περιέχεται επίσης σε χωριστό έγγραφο, στο οποίο παραπέμπει η σύμβαση που ικανοποιεί την απαίτηση έγγραφου τύπου (κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας), αλλά δεν πρέπει οπωσδήποτε να ικανοποιεί, αυτό καθ’ εαυτό, την απαίτηση αυτή (δηλαδή, κατ’ αρχήν, δεν πρέπει οπωσδήποτε να υπογραφεί από τα συμβαλλόμενα μέρη· π.χ. μπορεί να πρόκειται για έγγραφο που περιέχει «γενικούς συμβατικούς όρους», «πιστωτικούς όρους», «κατάλογο εξόδων», «χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων», το οποίο καταρτίζεται από τον πιστωτικό φορέα);Πρέπει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο θ΄, σε συνδυασμό με το στοιχείο η΄, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότιη σύμβαση πιστώσεως ορισμένης διάρκειας, κατά την οποία η αποπληρωμή/εξόφληση του δανείου γίνεται με την καταβολή δόσεων, δεν πρέπει οπωσδήποτε να περιέχει, κατά τον χρόνο συνάψεώς της, ακριβή καθορισμό του τμήματος κάθε δόσεως που προορίζεται για την αποπληρωμή του κεφαλαίου και του τμήματος που προορίζεται για την καταβολή νομίμων τόκων και επιβαρύνσεων (δηλαδή το αναλυτικό χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων/εξοφλήσεως δύναται να μην αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως), αλλά οι πληροφορίες αυτές μπορούν να περιέχονται σε χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων/εξοφλήσεως το οποίο ο πιστωτικός φορέας παρέχει στον οφειλέτη μετά από αίτησή του, ήτο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο η΄, εγγυάται στον οφειλέτη το πρόσθετο δικαίωμα να ζητεί κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων, ως προς συγκεκριμένη ημέρα κατά τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως πιστώσεως, χωρίς όμως το δικαίωμα αυτό να απαλλάσσει το συμβαλλόμενα μέρη από την υποχρέωση να αναγράψουν στην ίδια τη σύμβαση τον επιμερισμό των επιμέρους προγραμματισμένων δόσεων (που βάσει της συμβάσεως πιστώσεως είναι πληρωτέες κατά την περίοδο ισχύος της) μεταξύ αποπληρωμής κεφαλαίου και καταβολής νομίμων τόκων και εξόδων, και με τρόπο εξατομικευμένο για την εκάστοτε σύμβαση;Αν είναι ορθή η ερμηνεία που εκτίθεται στην πρώτη περίπτωση του πέμπτου ερωτήματος: εμπίπτει το εν λόγω ζήτημα στο πεδίο της πλήρους εναρμονίσεως που επιδιώκεται με την οδηγία 2008/48/ΕΚ, οπότε το κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, δεν μπορεί να απαιτεί η σύμβαση πιστώσεως να περιέχει ακριβή καθορισμό του τμήματος της εκάστοτε δόσεως το οποίο προορίζεται για την αποπληρωμή του κεφαλαίου και του τμήματος το οποίο προορίζεται για την καταβολή νομίμων τόκων και επιβαρύνσεων (δηλαδή το αναλυτικό χρονοδιάγραμμα καταβολής δόσεων/εξοφλήσεως να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της συμβάσεως);Μήπως οι διατάξεις του άρθρου 1 της οδηγίας 2008/48/ΕΚ, κατά το οποίο η οδηγία επιδιώκει πλήρη εναρμόνιση στον τομέα τον οποίο διέπει, ή του άρθρου 23, κατά το οποίο οι κυρώσεις πρέπει να είναι αναλογικές, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται σε διάταξη εθνικού δικαίου κατά την οποία η έλλειψη του μεγαλύτερου μέρους των στοιχείων της συμβάσεως πιστώσεως που απαιτούνται από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ συνεπάγεται ότι η χορηγηθείσα πίστωση θεωρείται ότι δεν περιλαμβάνει τόκους και έξοδα, με αποτέλεσμα ο οφειλέτης να οφείλει να αποπληρώσει στον πιστωτικό φορέα μόνο το κεφάλαιο που έλαβε στο πλαίσιο της συμβάσεως;


ΤΙ ΠΕΤΥΧΑΙΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟ ΕΞΩΔΙΚΟ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΜΑΣ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ !!!
ΚΛΙΚ ΕΔΩ :
http://kinima-ypervasi.blogspot.gr/2015/11/blog-post_28.html


Ζητούμε από την ΤΡΑΠΕΖΑ να μας δώσει τα αντίγραφα των υπολογιστικών πράξεων κάθε χρέωσης, όπως αυτές είναι καταχωρημένες στην κίνηση του λογαριασμού μας, από τις οποίες πρέπει να αποδεικνύεται ότι αυτές έγιναν κατ' εφαρμογή του μαθηματικού τύπου - φόρμουλας της ΚΥΑ Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10) περί ΣΕΠΕ, όπως αυτή αναλύεται στην από 05/09/2015 Γνωμοδότηση του Καθηγητή Οικονομετρίας του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κου ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΜΒΟΥΚΑ !!!
ΚΛΙΚ ΕΔΩ :


ΜΕ ΤΟ ΕΞΩΔΙΚΟ ΕΝΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΜΑΣ, ΒΑΖΟΥΜΕ ΤΕΛΟΣ :
  • ΣΤΗΝ ΑΥΘΑΙΡΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΩΝ ΔΙΑΤΑΓΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ 
  • ΣΤΗΝ ΑΥΘΑΙΡΕΤΗ ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΑΟΡΙΣΤΙΑΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΜΗ ΒΕΒΑΙΟΥ & ΑΝΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΟΥ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΥ 
  • ΣΤΟΝ ΑΥΘΑΙΡΕΤΟ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ ΤΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ, ΠΟΥ ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΟΥΝ ΠΑΡΑΝΟΜΑ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΥΣ & ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 128/1975, ΕΚΤΟΚΙΣΜΟΥΣ ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΕΤΟΥΣ 360 ΗΜΕΡΩΝ ΑΝΤΙ ΤΩΝ 365 & 366 ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΣΕΚΤΑ ΕΤΗ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥΣ ΤΟΚΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΑ Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10) ΓΙΑ ΤΟ Σ.Ε.Π.Ε. (ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ)
  • ΣΤΟΝ ΑΥΘΑΙΡΕΤΟ ΤΥΧΟΝ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΜΑΣ ΣΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ, ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, ΚΑΘΗΓΗΤΗ κου ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΜΒΟΥΚΑ :



ΤΟ ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Α.1. : Το προϊσχύον Εναρμονισμένο Νομοθετικό Πλαίσιο

Έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. η του Νόμου 1338/83 «Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου» (ΦΕΚ 34 Α’/17-3-83) όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του Νόμου 1440/84 «Συμμετοχή της Ελλάδος στο κεφάλαιο, στα αποθεματικά και στις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, στο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακος και Χάλυβος και του Οργανισμού Εφοδιασμού EURATOM» (ΦΕΚ 70 Α’/21-5-84) και τροποποιήθηκε από το άρθρο 7 του Νόμου 1775/88 «Εταιρείες παροχής επιχειρηματικού κεφαλαίου και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 101 Α’/24-5-88) και το άρθρο 65 του Νόμου 1892/90 «Για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 101 Α’), εξεδόθη η Κ.Υ.Α. Φ1-983 (ΦΕΚ 172 Β’/21-3-91).

Σκοπός της Κ.Υ.Α. αυτής ήταν η προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις των Οδηγιών του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 87/102/ΕΟΚ της 22ας Δεκεμβρίου 1986 και 90/88/ΕΟΚ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 «για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη», που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Αριθμ. L 42 της 12-2-87 και L61 της 10-3-90 αντιστοίχως.

Στο άρθρο 2 περ.ε) της εν λόγω Κ.Υ.Α. ορίζεται ότι Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο (ΕΠΕ) είναι το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του ποσού της παρεχόμενης πίστωσης.

Το ΕΠΕ μίας πίστωσης είναι το επιτόκιο που σε ετήσια βάση εξισώνει παρούσες αξίες του συνόλου των υποχρεώσεων (δανείων, εξοφλήσεων και επιβαρύνσεων) μελλοντικών ή τρεχουσών, που έχουν αναληφθεί από τον πιστωτικό φορέα και τον πιστοδοτούμενο καταναλωτή, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΤΥΠΟ που περιέχεται στο άρθρο 14 της Κ.Υ.Α. και είναι ο εξής:


Ήδη λοιπόν, η ίδια η Κ.Υ.Α. αναφέρει ότι το ΕΠΕ μπορεί να υπολογιστεί ΜΟΝΟΝ είτε αλγεβρικά, είτε μέσω διαδοχικών προσεγγίσεων, είτε μέσω προγράμματος υπολογιστή και πάντως επ’ ουδενί με ΑΠΛΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ.

Επιπλέονκατ’ άρθρον 6 παρ. 1 της Κ.Υ.Α. διευκρινίζεται κι αποσαφηνίζεται ότι ο υπολογισμός του ΕΠΕ «γίνεται με την υπόθεση ότι η σύμβαση πίστωσης παραμένει σε ισχύ κατά τη συμφωνηθείσα διάρκειά της» σωρευτικά δε «ο καταναλωτής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τους όρους και μέσα στις προθεσμίες που έχουν συμφωνηθεί».

Ως λογικά αναγκαίο συμπέρασμα, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί ο ΕΠΕ
α) για πίστωση που καταγγέλθηκε ή 
β) για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής είναι υπερήμερος έστω και μία ημέρα ή 
γ) για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις έστω και μία ημέρα ενωρίτερα, για τον απλούστατο λόγο ότι οι ως άνω παράγοντες της εξίσωσης μεταβάλλονται και ΔΕΝ παραμένουν σταθεροί.

Επιπλέονκατ’ άρθρον 6 παρ. 2 της Κ.Υ.Α. διευκρινίζεται κι αποσαφηνίζεται ότι «στις συμβάσεις πίστωσης με ρήτρες που επιτρέπουν μεταβολές στο επιτόκιο (βλ. ΚΥΜΑΙΝΟΜΕΝΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ) και στο ποσό ή το ύψος άλλων επιβαρύνσεων που συμπεριλαμβάνονται στο ΕΠΕπου όμως ΔΕΝ είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ποσοτικά ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ τη στιγμή του υπολογισμού τουο υπολογισμός του ΕΠΕ γίνεται ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ότι το επιτόκιο και οι λοιπές επιβαρύνσειςΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΣΤΑΘΕΡΑ στο αρχικό τους ύψος και ΙΣΧΥΟΥΝ ΚΑΘΟΛΗ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ της πιστωτικής σύμβασης».

Ως λογικά αναγκαίο συμπέρασμα, ΔΕΝ μπορεί εκ των προτέρων, ήτοι κατά τη σύναψη, να υπολογιστεί ο ΕΠΕ σε καμμία πίστωση με κυμαινόμενο επιτόκιο κι έτσι πρέπει να υπάρχουν τόσες εξισώσεις υπολογισμού του ΕΠΕ όσες είναι και οι μεταβολές του επιτοκίου.

ΣΥΝΟΛΙΚΑ:
Με την έκδοση της Κ.Υ.Α. Φ1-983 (ΦΕΚ 172 Β’/21-3-91), σκοπός της οποίας ήταν η προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας προς τις διατάξεις των Οδηγιών του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 87/102/ΕΟΚ της 22ας Δεκεμβρίου 1986 και 90/88/ΕΟΚ της 22ας Φεβρουαρίου 1990 «για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη», που δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Αριθμ. L 42 της 12-2-87 και L61 της 10-3-90 αντιστοίχως, διαπιστώνουμε τα εξής:
1)  Το Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο (ΕΠΕ) μιας πιστωτικής σύμβασης, διαφέρει του ονομαστικού επιτοκίου που αναγράφεται στην εν λόγω πιστωτική σύμβαση.
2)     Το ΕΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί με ΑΠΛΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ, αλλά ΜΟΝΟΝ είτε αλγεβρικά, είτε μέσω διαδοχικών προσεγγίσεων, είτε μέσω προγράμματος υπολογιστή.
3)    Το ΕΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση που καταγγέλθηκε
4)    Το ΕΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής είναι υπερήμερος έστω και μία ημέρα
5)    Το ΕΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις έστω και μία ημέρα ενωρίτερα.
6)    Το ΕΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί άπαξ για πίστωση με κυμαινόμενο επιτόκιο.
7)    Το ΕΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί άπαξ για πίστωση με ρήτρες που επιτρέπουν μεταβολές στο ποσό ή το ύψος άλλων επιβαρύνσεων που συμπεριλαμβάνονται στο ΕΠΕ, που όμως ΔΕΝ είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ποσοτικά ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ τη στιγμή του υπολογισμού του.

Με την Κ.Υ.Α. Ζ1-178/13-2-01 (ΦΕΚ 255 Β’/9-3-01), ο όρος «Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο» και η συντομογραφία «ΕΠΕ» αντικατεστάθη από τον όρο «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης» και τη συντομογραφία «ΣΕΠΠΕ» αντιστοίχως.

Α.2. : Το ισχύον Εναρμονισμένο Νομοθετικό Πλαίσιο

Α. Η Κ.Υ.Α. Ζ1-699/2010


Έχοντας υπόψη την Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου  και του Συμβουλίου της 22ης Μαΐου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. E 133 της 22-5-08, εξεδόθη η  Κ.Υ.Α. Ζ1-699 (ΦΕΚ 917 Β’/23-6-10).

Σκοπός της Κ.Υ.Α. αυτής ήταν η ενσωμάτωση στην Ελληνική Νομοθεσία των διατάξεων της Οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου  και του Συμβουλίου της 22ης Μαΐου 2008 για την προστασία των καταναλωτών στις συμβάσεις πίστωσης και η κατάργηση της Κ.Υ.Α Φ1-983/1991 (ΦΕΚ 172 Β’), όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις Κ.Υ.Α. Φ1-5353/1994 (ΦΕΚ 947 Β’) και Ζ1-178/2001 (ΦΕΚ 255 Β’).

Με την έκδοση της Κ.Υ.Α. Ζ1-699/2010 διαπιστώνουμε τα εξής:
1)    Το «Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης» (ΣΕΠΠΕ) μιας πιστωτικής σύμβασης, διαφέρει του «επιτοκίου χορηγήσεως» που αναγράφεται στην εν λόγω πιστωτική σύμβαση (ίδ. αρ. 3 περ. θ σε συνδ. με περ. ι ).
2)     Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί με ΑΠΛΕΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ, αλλά ΜΟΝΟΝ είτε αλγεβρικά, είτε μέσω διαδοχικών προσεγγίσεων, είτε μέσω προγράμματος υπολογιστή (ίδ. αρ. 19 παρ. 1, τρόπος υπολογισμού ΣΕΠΠΕ).
3)    Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση που καταγγέλθηκε (ίδ. αρ. 19 παρ. 3 στ. 1:3)
4)    Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής είναι υπερήμερος έστω και μία ημέρα (ίδ. αρ. 19 παρ. 3 στ.4:6)
5)    Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί για πίστωση στην οποία ο καταναλωτής εκπληρώνει τις υποχρεώσεις έστω και μία ημέρα ενωρίτερα (ίδ. αρ. 19 παρ. 3 στ.4:6).
6)    Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί άπαξ για πίστωση με κυμαινόμενο επιτόκιο (ίδ. άρ. 19 παρ. 4 στ. 1:3, 7, 9).
7)    Το ΣΕΠΠΕ, ΔΕΝ μπορεί να υπολογιστεί άπαξ για πίστωση με ρήτρες που επιτρέπουν μεταβολές στο ποσό ή το ύψος άλλων επιβαρύνσεων που συμπεριλαμβάνονται στο ΣΕΠΠΕ, που όμως ΔΕΝ είναι δυνατόν να προσδιοριστούν ποσοτικά ΜΕ ΑΚΡΙΒΕΙΑ τη στιγμή του υπολογισμού του (ίδ. άρ. 19 παρ. 4 στ. 1, 2, 4:10).

ΣΥΝΟΛΙΚΑ:
Τόσο το προγενέστερο Νομοθετικό πλαίσιο, όσο και το νύν, διευκρινίζουν κι αποσαφηνίζουν ότι ο υπολογισμός του ΣΕΠΠΕ (πρώην ΕΠΕ) γίνεται:
α) με ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΤΥΠΟ
ΣΩΡΕΥΤΙΚΑ με την ΥΠΟΘΕΤΙΚΗ παραδοχή ότι
β) όλοι οι παράγοντες του μαθηματικού τύπου είναι ΑΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ.

Ουσιαστική διαφορά της Κ.Υ.Α. Ζ1-699/2010 με την προγενέστερη Κ.Υ.Α Φ1-983/1991, διαπιστούται ΜΟΝΟΝ στο ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟ ΤΥΠΟ υπολογισμού του ΣΕΠΠΕ (πρώην ΕΠΕ) που αποτυπώνεται στο μέρος Ι του παραρτήματος Ι της Κ.Υ.Α. Ζ1-699 και είναι ο εξής:



Β. Η Κ.Υ.Α. Ζ1-111/2012
Έχοντας υπόψη την οδηγία 2011/90/ΕΕ της Επιτροπής της 14ης Νοεμβρίου 2011 «για την τροποποίηση του μέρους ΙΙ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με το οποίο προβλέπονται πρόσθετα κριτήρια για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου» που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των ΕΚ, αριθμ. L 296 της 15.11.2011, σελ. 35, εξεδόθη η  Κ.Υ.Α. Ζ1-111 (ΦΕΚ 627 Β’/7-3-12).

Σκοπός της Κ.Υ.Α. αυτής ήταν ,μεταξύ άλλων και ειδικότερα κατ’ άρθρον 1 της Κ.Υ.Α., η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των διατάξεων της οδηγίας 2011/90/ΕΕ της Επιτροπής της 14ης Νοεμβρίου 2011 «για την τροποποίηση του μέρους ΙΙ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2008/48/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με το οποίο προβλέπονται πρόσθετα κριτήρια για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου».

Έτσι, κατ’ άρθρον 1 παρ.2 της εν λόγω Κ.Υ.Α, τροποποιείται η προγενέστερη Κ.Υ.Α. Ζ1− 699/23.6.2010 (ΦΕΚ Β΄ 917) και με τα εις αυτό (άρθρο) αναφερόμενα ΠΡΟΣΘΕΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ υπολογίζεται ο ΣΕΠΠΕ, γενόμενος ούτως ο εν λόγω υπολογισμός , από μαθηματικά δύσκολος σε μαθηματικά πανδύσκολος.

ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ ΑΠΟΤΕΛΕΙ Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, κου ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΜΒΟΥΚΑ !!!
Εξ όλων των ανωτέρω ΑΒΙΑΣΤΑ και με πλήρη ΣΑΦΗΝΕΙΑ προκύπτει ότι:

1ον) Το 99,999% [sic] των εκδοθεισών Διαταγών Πληρωμής, ΠΑΣΧΟΥΝ ΕΛΛΕΙΨΕΩΣ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΕΓΓΡΑΦΑ, καθώς αυτές έχουν εκδοθεί ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ Η ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗ εκάστης Τραπέζης καθώς ΔΕΝ ΠΡΟΣΚΟΜΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΕΓΓΡΑΦΟ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΑΚΟΥ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΒΑΣΗ Σ.Ε.Π.Ε., ΑΛΛΑ ΑΠΛΗ ΚΙΝΗΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ-ΧΡΕΩΣΗΣ.
Με πιο απλά λόγια, στην κίνηση λογαριασμού όπου αναφέρονται οι ΧΡΕΩΣΕΙΣ & ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ, ΔΕΝ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΤΑΙ ότι η τάδε ΧΡΕΩΣΗ ή η δείνα ΠΙΣΤΩΣΗ ανταποκρίνεται στο Σ.Ε.Π.Ε. της δανειακής Σύμβασης.

2ον) Το 100% των Ανακοπών που κρίνουν ΑΟΡΙΣΤΟ τον ισχυρισμό περί μή βέβαιης και μή εκκαθαρισμένης απαίτησης ,ούσα μή υπολογισμένη βάση Σ.Ε.Π.Ε., θα πρέπει να Κριθούν (ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ & ΔΙΚΑΣΤΕΣ) περί του πραγματικού ,τελικώς, ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ αυτής ταύτης της εκδοθείσας Διαταγής Πληρωμής.  

3ον) Το 100% των Δικαστών που εκτιμούν ότι, επίδικη απαίτηση με Σ.Ε.Π.Ε. μπορεί να ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΕΙ επί της Έδρας με απλές μαθηματικές πράξεις κι ούτως να ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΤΕΙ η οφειλή, ΜΑΛΛΟΝ είναι οι ίδιοι Απόφοιτοι Οικονομικού Πανεπιστημίου, Τομέα Οικονομετρίας και σε δεύτερο πτυχίο αυτό της Νομικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου