Κεφ. Έξοδος (Απόσπασμα)
Βγήκα στο μπαλκόνι και κάθισα για ώρες.
Σκεφτόμουν...
Έτσι πέρασε το απόγευμα.
Μέχρι που κάποια στιγμή, το βλέμμα
μου κόλλησε στις κορυφογραμμές....
απέναντι. Έβλεπα τον ήλιο να βυθίζεται αργά πίσω
από τα βουνά και αγκιστρωμένος καθώς ήμουν πάνω σ' αυτό το θαύμα, θυμήθηκα
ξαφνικά τον εαυτό μου μικρό παιδί Τότε που μαγεμένος κοιτούσα με τα αθώα μου
μάτια να χάνεται ο ήλιος πίσω από τις βουνοκορφές της Ροδόπης. Μέχρι που έσβηνε
τελείως. Έμενα εκεί για ώρα, καρφωμένος στην αυλή, με τα ξυπόλητα πόδια μου να
τρέμουν από φόβο, που πάλι μας παράτησε ο Θεός και έπεσαν τα σκοτάδια.
Κάποτε, έκλαψα γι' αυτό.
«Τηλέμαχε, δεν έφυγε!» με
παρηγόρησε ο παππούς μου. «Εδώ είναι Εσύ είσαι ο Θεός... Ο καθένας μας!»
Τον κοιτούσα απορημένος ενώ μου
μιλούσε και μου χάιδευε το κεφάλι. Προσπαθούσα να καταλάβω. Μου άρεσε αυτό που
έλεγε. Ας μην το καταλάβαινα.
«Και το φως;» ρώτησα. «Ποιος
παίρνει τότε το φως;»
Κούνησε το κεφάλι του.
«Αυτό το φως, παιδί μου, είναι γι'
αυτούς που δεν βλέπουν. Που δεν βρήκαν ακόμα το δικό τους φως».
Έμεινα με το
στόμα ανοιχτό. Είχα δικό μου φως και δεν το ήξερα;
«Έχω δικό μου
φως;» ρώτησα με αγωνία. «Ναι!» απάντησε και χαμογέλασε. «Πού;» ρώτησα με έναν
κρυφό φόβο.
«Μέσα σου, παιδί μου. Μέσα σου...»
αποκρίθηκε και με φίλησε στο μάγουλο.
Ακόμα το νιώθω εκείνο το φιλί.
«... Και είμαι σίγουρος»,
συνέχισε, «πως εσύ, το δικό σου φως θα το βρεις!»
Πέρασαν τόσα χρόνια και όμως ακόμα
ανάσαινα στη ζεστασιά της φωνής του. Μ' έκαιγε το φιλί του!
Ψάχνω, παππού! Ψάχνω... ψέλλισα μέσα μου. Το βρίσκω και το χάνω. Ξέρω όμως
ότι υπάρχει. Το βρήκα πολλές φορές!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου