Μία νέα μαρτυρία της στυγερής δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, έρχεται να
ρίξει φως στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν το μοιραίο βράδυ. Η 40χρονη
Μαρία είναι νοσηλεύτρια του Γενικού Κρατικού Νικαίας. Τη βραδιά της
δολοφονίας βρισκόταν σε παρακείμενη καφετέρια στην οδό Παναγή Τσαλδάρη.
Όταν έγινε η φονική επίθεση έτρεξε δίπλα στον Παύλο Φύσσα, προσπαθώντας
να τον σώσει.
Διαβάστε τι περιγράφει για τις τελευταίες στιγμές του Παύλου Φύσα στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία
«Άκουσα τα περιπολικά που έκλεισαν το δρόμο. Λόγω επαγγέλματος έτρεξα να δω τι συμβαίνει με σκοπό να βοηθήσω. Μαζεύτηκε αρκετός κόσμος. Κάποιοι αποχωρούσαν φοβισμένοι. Οι ηλικιωμένες που είδαν το έγκλημα απ” το μπαλκόνι κατέβαιναν από τις πολυκατοικίες με τις ρόμπες. Εβδομηντάρηδες πλησίαζαν συγκλονισμένοι. Κοίταξα την κοπελιά που καθόταν στο πεζοδρόμιο. Το κεφάλι του Παύλου ακουμπούσε στο στήθος της. Πλησίασα το νεαρό αστυνομικό. Μου έκανε εντύπωση ότι έτρεμε. Του είπα ότι είμαι νοσηλεύτρια. «Τότε σε παρακαλώ πήγαινε να δώσεις τις πρώτες βοήθειες», απάντησε.
«Επικρατούσε σύγχυση. Βρισκόμασταν όλοι σε καταστάσεις πανικού. Ο αστυνομικοί τους φώναζαν να απομακρυνθούν. Μία γυναίκα πλησίασε λέγοντας: «είναι ο ανιψιός μου. Μένει στο διπλανό στενό. Μην το μάθουν οι γονείς του…». Άλλοι έλεγαν στην κοπέλα να κάνει υπομονή. Όλοι προσπαθούσαν να βοηθήσουν. Καλούσαν το ασθενοφόρο και έβριζαν».
Περιγράφει ότι «είχαν σηκώσει τη μπλούζα του, στο σημείο που τον χτύπησε η μαχαιριά. Μόλις μου επέτρεψαν να πλησιάσω, κοίταξα το τραύμα. Κατάλαβα ότι δεν θα ζούσε. Δεν μπορούσα να δώσω τις πρώτες βοήθειες. Εκείνη τη στιγμή ήταν κάτωχρος.
Ανοιγόκλεινε τα μάτια. Το βλέμμα του ήταν απλανές. Δεν αντιδρούσε. Έφευγε… Τον παρακολουθούσα να φεύγει, αλλά δεν μπορούσα να τον βοηθήσω. Μετά από περίπου τέσσερα λεπτά η κοπέλα φώναξε «πάει, έφυγε». Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε το ασθενοφόρο».
koutipandoras
Διαβάστε τι περιγράφει για τις τελευταίες στιγμές του Παύλου Φύσα στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία
«Άκουσα τα περιπολικά που έκλεισαν το δρόμο. Λόγω επαγγέλματος έτρεξα να δω τι συμβαίνει με σκοπό να βοηθήσω. Μαζεύτηκε αρκετός κόσμος. Κάποιοι αποχωρούσαν φοβισμένοι. Οι ηλικιωμένες που είδαν το έγκλημα απ” το μπαλκόνι κατέβαιναν από τις πολυκατοικίες με τις ρόμπες. Εβδομηντάρηδες πλησίαζαν συγκλονισμένοι. Κοίταξα την κοπελιά που καθόταν στο πεζοδρόμιο. Το κεφάλι του Παύλου ακουμπούσε στο στήθος της. Πλησίασα το νεαρό αστυνομικό. Μου έκανε εντύπωση ότι έτρεμε. Του είπα ότι είμαι νοσηλεύτρια. «Τότε σε παρακαλώ πήγαινε να δώσεις τις πρώτες βοήθειες», απάντησε.
«Επικρατούσε σύγχυση. Βρισκόμασταν όλοι σε καταστάσεις πανικού. Ο αστυνομικοί τους φώναζαν να απομακρυνθούν. Μία γυναίκα πλησίασε λέγοντας: «είναι ο ανιψιός μου. Μένει στο διπλανό στενό. Μην το μάθουν οι γονείς του…». Άλλοι έλεγαν στην κοπέλα να κάνει υπομονή. Όλοι προσπαθούσαν να βοηθήσουν. Καλούσαν το ασθενοφόρο και έβριζαν».
Περιγράφει ότι «είχαν σηκώσει τη μπλούζα του, στο σημείο που τον χτύπησε η μαχαιριά. Μόλις μου επέτρεψαν να πλησιάσω, κοίταξα το τραύμα. Κατάλαβα ότι δεν θα ζούσε. Δεν μπορούσα να δώσω τις πρώτες βοήθειες. Εκείνη τη στιγμή ήταν κάτωχρος.
Ανοιγόκλεινε τα μάτια. Το βλέμμα του ήταν απλανές. Δεν αντιδρούσε. Έφευγε… Τον παρακολουθούσα να φεύγει, αλλά δεν μπορούσα να τον βοηθήσω. Μετά από περίπου τέσσερα λεπτά η κοπέλα φώναξε «πάει, έφυγε». Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε το ασθενοφόρο».
koutipandoras
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου